Κοσμάς Γρηγοριάτης


15.12.2017

Στις 1 Απριλίου 1942 στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, στο χωριό Θεοδόσια του Κιλκίς γεννιέται ο πρωτότοκος υιός του κ. Δηµήτρη και της κ. Δέσποινας Ασλανίδη, ο Ιωάννης. Λόγω της πολιτικής αστάθειας των χρόνων εκείνων, η οικογένεια Άσλανίδη φεύγει από το χωριό και εγκαθίσταται μόνιμα το 1947 στον συνοικισμό Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης. Ένα χρόνο μετά ο Ιωάννης άρχισε να πηγαίνει σχολείο. Το 1954 τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο και στρέφεται προς τις τέχνες για να βοηθήσει τη δοκιμασμένη απ’ τη φτώχεια πολύτεκνη οικογένειά του.

Το 1960 αποφοίτησε από το τμήμα εργοδηγών ηλεκτρολόγων του Ευκλείδη. Την περίοδο αύτή παρακολουθεί Κατηχητικά μαθήματα στη Χριστιανική Ένωση Εργαζομένων Νέων Θεσσαλονίκης. Έτσι διαμορφώνεται σιγά-σιγά ή προσωπικότητά του. Στα 18 του χρόνια ένιωσε το πρώτο σκίρτημα για την Εξωτερική Ιεραποστολή σε µία από τις διαλέξεις του λαϊκού τότε, σήμερα δε Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου Γιαννουλάτου. Από τα χρόνια εκείνα άρχισε να αλληλογραφεί µε τον πρωτοπόρο φλογερό Ιεραπόστολο π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο. Το 1962 κατατάσσεται στο Πολεμικό Ναυτικό και υπηρετεί τη θητεία του με τον βαθμό του Αρχικελευστού στις τορπιλακάτους. Τότε ακριβώς συνδέεται με την Ιεραποστολική Αδελφότητα Ο ΣΤΑΥΡΟΣ του π. Αυγουστίνου, σημερινού Επίσκοπου Φλωρίνης. Μετά την στρατιωτική του θητεία με συγκατάθεση και των γονέων του μένει για εννιά ολόκληρα χρόνια στην Αδελφότητα του Σταυρού σαν μέλος της. Όλα αυτά τα χρόνια εργάζεται Ιεραποστολικά ως υπεύθυνος του τυπογραφείου της Αδελφότητας. Παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στο επτατάξιο Νυκτερινό Γυμνάσιο Πειραιώς και αποφοιτεί το 1970. ‘Όταν ο π. Αυγουστίνος γίνεται Μητροπολίτης Φλωρίνης ανεβαίνει μαζί του στην Φλώρινα. Νέοι αγώνες τον περιμένουν. Οργανώνει, από εθελοντές φοιτητές, συνεργεία, για την ανοικοδόμηση ευαγών ιδρυμάτων της Ιεράς Μητροπόλεως. Πρωτοστατεί στο κτίσιμο τού συνοικισμού των νεοφώτιστων Αθίγγανων, πού κατηχήθηκαν και βαπτίσθηκαν ομαδικά από τον π. Αυγουστίνο. Σαν εργοδηγός βοήθησε στην ανέγερση Ιερών Ναών, ενοριακών κέντρων, γηροκομείου, ορφανοτροφείου, τον Οίκο Μακεδονικής χειροτεχνίας, όλα στην επαρχία της Ι. Μ. Φλωρίνης. Με τα εθελοντικά συνεργεία, ανύψωσε τεράστιους Σταυρούς, όπως αυτός πού υψώνεται στην πόλη της Φλώρινας, στο ύψωμα 1020. Έργα του επίσης είναι το Πνευματικό Κέντρο στις Λεύκες της Πάρου και άλλα δύο ιδρύματα στην Αθήνα.Το 1974 παίρνει το πτυχίο τού Καλού Σαμαρείτου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και συγχρόνως εγγράφεται στη Ριζάρειο Ανωτέρα Ιερατική Σχολή Αθηνών με σκοπό να προετοιμαστεί για το Ιερατικό στάδιο.Ένα χρόνο μετά διακόπτει τις σπουδές του και σε ηλικία 33 ετών έφυγε για το Ζαΐρ, μαζί με τον Ιεραπόστολο π. Αμφιλόχιο Τσούκο, υπεύθυνο τότε τού Ιεραποστολικού Κλιμακίου Κολουέζι. Κατά την δεκατετράμηνη παραμονή του στο Ζαΐρ έκτισε με υποτυπώδη μέσα και με ανειδίκευτους ιθαγενείς εργάτες δέκα Ιερούς Ναούς, στην επαρχία Σάμπα.Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τελειώνει τις σπουδές του στη Ριζάρειο και παίρνει το πτυχίο της Σχολής το 1977.

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Κοινοβιακής Μονής τού Οσίου Γρηγορίου Αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης, τρεις μέρες μετά τον θάνατο του π. Κοσμά θυμάται και γράφει. .. «Τον Δεκέμβριο του 1977, ήλθε στην Μονή μας, κατόπιν συστάσεως διακριτικών και σεβαστών Αγιορειτών Γερόντων, προκειμένου να εγκαταβιώσει σ’ αυτήν, για ένα διάστημα, να γίνει μοναχός και εν συνεχεία, με την ευλογία, καθοδήγηση και συμπαράσταση της Μονής, να συνεχίσει το ιεραποστολικό του έργο. Μετά ετήσια περίπου δοκιμασία, κατά την όποία έδωσε δείγματα αυστηράς ασκήσεως και αγάπης προς τον μοναχικόν αγώνα, εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα Κοσμάς, για νά έχει τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό προστάτη και οδηγό στην ζωή του.» Εν συνεχεία χειροτονήθηκε, από τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομο, διάκονος και πρεσβύτερος και αναχώρησε για το Ζαΐρ. Μεγάλοι αγώνες τον ανέμεναν εκεί: Η ανέγερση Ι. Ναών, η Κατήχηση και το Κήρυγμα προς τούς Αφρικανούς Αδελφούς και οι βαπτίσεις πολλών εξ αυτών (βάπτισε περί τούς 15.000 Αφρικανούς), η οργάνωση μεγάλου αγροκτήματος (3.000 στρεμμάτων) και ζωοτροφείου, για την προσφορά τροφής στους ιερείς, στους πτωχούς Ορθοδόξους, αλλά και στους μη Ορθοδόξους, λεπρούς και φυλακισμένους. Ποιός μπορεί να διηγηθεί τούς αμέτρητους κόπους και αγώνες του, για την επιτέλεση τού ευρύτατου αποστολικού, ποιμαντικού και κοινωνικού του έργου;Κατά την τελευταία επίσκεψή του στο Άγιο Όρος, τον Ιούνιο 1988, ήταν πολύ καταβεβλημένος. Κάθε δύο η τρία χρόνια, ερχόταν στο Άγιο ‘Όρος, για ανανέωση, εξομολόγηση, προσευχή και λήψη οδηγιών, για την περαιτέρω πορεία του έργου του. Το 1980 προεχειρίσθη σε Πνευματικό και αργότερα Αρχιμανδρίτη, από τον Σεβ. Μητροπολίτη Κεντρώας Αφρικής κ. Τιμόθεο. Ο π. Κοσμάς δεν επεδίωκε τα αξιώματα. Τον ενδιέφερε κυρίως η σωτηρία των ανθρώπων και η στερέωση της Ορθοδοξίας στο Ζαΐρ. Δίδασκε στους Αφρικανούς την ευχή του Ιησού, πού θεωρούσε αποτελεσματικό όπλο, κατά της δαιμονοκρατίας των μάγων της Αφρικής. Θεωρούσε επίσης πρωταρχικό του καθήκον, να μυήσει τούς νεοφώτιστους Αφρικανούς στην Ορθόδοξη Λειτουργική ζωή, με την τέλεση συχνών Ιερών Ακολουθιών και Αγρυπνιών και τη διδασκαλία της βυζαντινής μουσικής κατά το Αγιορείτικο τυπικό, όσο ήταν δυνατόν να μεταφυτευθούν στην Αφρική. Η εκ μέρους του, επίσης, καλή γνώση της γλώσσας Σουαχίλι, των Αφρικανών, τον διευκόλυνε στο έργο του. Ας λεχθεί και τούτο, προς Δόξα Θεού: Διαχειρίστηκε πολλά εκατομμύρια, άλλά πέθανε πτωχός και ακτήμων, ως αληθής μοναχός. Κατά την τελευταία του έλευση στο Άγιο Όρος, συνέγραψε μελέτη, στην οποία εκθέτει τα συμπεράσματα της μέχρι τούδε ιεραποστολικής του πείρας. Πρόκειται για εργασία πρωτότυπη, αυθεντική και πολύ χρήσιμη, για την περαιτέρω πορεία της Ορθοδόξου Ιεραποστολής. Την εργασία αύτή, που έχει τίτλο: “ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ”, θα δημοσιεύσει ο Ι. Σύνδεσμός μας προσεχώς. Επίσης με τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την κοίμησή του θα εκδοθεί το προσωπικό ιεραποστολικό του ημερολόγιο. Σε σύναξη της Αδελφότητας της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, προφητικά είπε, ότι κανείς δεν μπορεί να προσφέρει γνήσιο ιεραποστολικό έργο στην Αφρική, αν δεν αποφασίσει, να αφήσει εκεί τα κόκαλά του εκεί.

Την Παρασκευή, 27 Ιανουαρίου 1989, μετά την δύση τού ηλίου, έδυσε γι’ αυτή την ζωή ο ζηλωτής τού ευαγγελισμού των αφρικανών αδελφών, ιερομόναχος Κοσμάς, για να ανατείλει στην ανέσπερη ημέρα τής Βασιλείας τού Θεού. Το ταξίδι του, από το Λουμπουμπάσι στο Κολουέζι, έληξε αιφνίδια και θανατηφόρα, λόγω αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, και συγχρόνως έληξε το ταξίδι του στην πολυστένακτη γη μας και στην μαύρη Ήπειρο και άρχισε το ταξίδι του στην αιωνιότητα, την μένουσα πόλη, την ποθεινή πατρίδα. Έζησε ταπεινά, απλά, χωρίς διάθεση προβολής και έφυγε βίαια, όπως βιαστική και ασταμάτητη ήταν και η ζωή του. Ευρισκόμενος σε Ιεραποστολική περιοδεία έπεσε θύμα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Επιστρέφοντας στο Κολουέζι, 55 χιλιόμετρα έξω από το Λουμπουμπάσι, ένα φορτηγό από την απέναντι κατεύθυνση μπήκε στο αντίθετο ρεύμα και χτύπησε πλαγιομετωπικά το Λαντ Ροβερ που οδηγούσε ο π. Κοσμάς. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί επί τόπου ο μακαριστός Ιεραπόστολος, ενώ οι συνεπιβάτες του -ο Έλληνας πρόξενος κ. Διονύσιος Κιβετός και ο ιθαγενής Μωϋσής που συνόδευε στις περιοδείες τον π. Κοσμά- σώθηκαν εκ θαύματος. Ήταν κι αυτό στην πρόνοια του Θεού. Όπως μας διηγήθηκε αργότερα ο Πρόξενος κ. Κιβετός, ο π. Κοσμάς έβαλε στο μαγνητόφωνο το ορατόριο του Βερνάρδου «Κοσμάς ο Αιτωλός» και ακούγοντάς το έψαλλε χαμηλόφωνα. Κατά την σύγκρουση ο π. Κοσμάς έβγαλε ένα ελαφρύ επιφώνημα «ωχ!», ενώ ο Πρόξενος λιποθύμησε και ο ιθαγενής Μωϋσής πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο μετά από δύο τούμπες έπεσε σε παρακείμενο χαντάκι. Κάποιοι ιθαγενείς που αντιλήφθηκαν το τροχαίο έτρεξαν και εναπέθεσαν το σώμα του π. Κοσμά στην άκρη του δρόμου. Η ώρα ήταν 8.10 το βράδυ. Το ευλογημένο σώμα του, που δεν βρήκε ανάπαυση και ξεκούραση σ’ αυτή την ζωή, αναπαύεται πάνω στο γρασίδι. Το αίμα απ’ τις πληγές του συμπαρασύρεται απ’ την βροχή που πέφτει την ώρα εκείνη και ποτίζει την αφρικανική γη.

Ο π. Κοσμάς αποδείχθηκε θησαυρός ανεκτίμητος στα σπλάχνα της Αφρικής. Αγνός, ευαίσθητος αλλά και δυναμικός έγραφε προφητικά για τον εαυτό του· «Το δόσιμο να είναι αληθινό, ολοκληρωτικό, δίχως κρατούμενα, με διάθεση αυτοθυσίας και αυταπαρνήσεως και με σκοπό ν’ αφήσουμε τα κόκαλά μας μεταξύ των ιθαγενών επί του Ιεραποστολικού πεδίου». Το γεγονός πληροφορήθηκε πρώτος ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Κεντρώας Αφρικής κ. Τιμόθεος που βρισκόταν στην πρωτεύουσα του κράτους, την Κινσάσα. Λόγω ελλείψεως μεταφορικών μέσων έφθασε στο Λουμπουμπάσι για να κηδέψει τον π. Κοσμά μετά από τρεις μέρες. Στην Ελλάδα την είδηση έδωσε τηλεφωνικώς η Μοναχή Ξενη, συνεργάτιδα του π. Κοσμά. Οι γονείς του π. Κοσμά και τ’ αδέλφια του πληροφορούνται το γεγονός από τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου το ξημέρωμα της επόμενης μέρας. Ο πόνος των γονέων, που με καρτερικότητα και χριστιανικό ήθος δέχθηκαν την είδηση, σκιαγραφείται στα λόγια της μητέρας του π. Κοσμά, της μακαριστής Δεσποινας: «Μόλις άκουσα την είδηση ξαφνιάστηκα. Εκείνη την στιγμή μου ήρθε ένα ρίγος σε όλο μου το σώμα. Πάγωσα! Ο πόνος μου ήταν μεγάλος και βαθύς. “Παιδί μου”, είπα, “έφυγες τόσο βιαστικά και άφησες τόσο έργο πίσω σου”. Αντίκριζα την εικόνα της Παναγίας και της αποκρινόμουνα· “Παναγιά μου, έτσι πόναγες και συ για το παιδί σου;”». Στο προσωπικό ημερολόγιο των ημερών εκείνων του πατέρα του κ. Δημήτρη, που εκοιμήθη πριν τρία χρόνια, διαβάζουμε· «Ενόμιζα κάποτε πως ήμουν σκληρός, ανθεκτικός. Τώρα όμως απέκτησα μια ευαίσθητη πληγή που με το παραμικρό ματώνει και πονάει. Έξω σκουπίζω τα δάκρυά μου, στο δωμάτιό μου όμως τ’ αφήνω και τρέχουν ελεύθερα, άφθονα. Προσεύχομαι στον Κύριο μας να μην το γράψει για αμαρτία».Τρεις μέρες η σωρός του π. Κοσμά παρέμεινε σε ειδικό θάλαμο του Νοσοκομείου, που χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις αυτές. Κατά θαυμαστό τρόπο όλοι πρόσεχαν ότι το σώμα του δεν πάγωνε και διαρκώς έτρεχε αίμα από τα τραύματά του μέχρι και την ώρα της ταφής. Όπως γνωρίζουμε όλοι, τα σώματα των Αγιορειτών Πατέρων δεν παγώνουν, κατά παραχώρηση της Παναγίας μας, όσες ώρες κι αν περάσουν. Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 1989, εορτή των Τριών Ιεραρχών, η σορός του π. Κοσμά μεταφέρθηκε από το Νοσοκομείο στον Ι. Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Λουμπουμπάσι, για να ψαλεί η Νεκρώσιμος Ακολουθία αμέσως μετά την Θεία Λειτουργία. Παρόντες ήταν όλοι οι ομογενείς Έλληνες με τις οικογένειές τους, τα παιδιά του Γυμνασίου, ο Πρόξενος κ. Κιβετός, εκπρόσωποι της Κυβερνήσεως του Ζαΐρ, οι τοπικές αρχές της πόλεως και πλήθος Ορθοδόξων ιθαγενών. Μετά τις δώδεκα η ώρα η σωρός του π. Κοσμά μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο, ώστε αεροπορικώς να φθάσει στο Κολουέζι, για να ενταφιασθεί στον προαύλιο χώρο της Ιεραποστολής. Η πόλη του Κολουέζι παρέμεινε τρεις μέρες βυθισμένη στο πένθος. Περισσότεροι από δύο χιλιάδες Ορθόδοξοι ιθαγενείς των γύρω περιοχών αψηφώντας τα ξενύχτια, την πείνα και την ταλαιπωρία, συνωστίζονταν γύρω από την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, δείγμα κι αυτό της αγάπης τους στον πνευματικό τους πατέρα που τούς ανέστησε εν Χριστώ. Όλοι ήθελαν να προσκυνήσουν το λείψανο του π. Κοσμά, το οποίο τέθηκε για τον σκοπό αυτό σε λαϊκό προσκύνημα. Μετά από Τρισάγιο στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου, παρουσία των αρχών της πόλεως, των Ελλήνων ομογενών και χιλιάδων αφρικανών Ορθοδόξων και μη, η σωρός του π. Κοσμά μεταφέρθηκε για να ενταφιασθεί ακριβώς πίσω από το Ιερό του Ναού.Για τούς αφρικανούς Ορθοδόξους αδελφούς μας ο θάνατος του π. Κοσμά ήταν κάτι το απρόσμενο. Πόνεσαν και τον έκλαψαν πολύ. Έχασαν τον πνευματικό τους πατέρα, τον ποιμένα που τούς οδήγησε στον Χριστό, που τούς βάπτισε, που χάριτι Θεού τούς αγίασε και ξερίζωσε απ’ τις καρδιές τους τις προγονικές σατανικές δοξασίες. Ο τάφος του π. Κοσμά αποτελεί σήμερα σύμβολο αγάπης, θυσίας και προσφοράς. Το έργο του συνεχίζει επάξια ο Ιερομόναχος π. Μελέτιος Γρηγοριάτης, έχοντας ως συνεργάτες τούς Μοναχούς Νικόλαο και Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και την κ. Θεανώ Μουσδελεκίδου από την Έδεσσα. Με τις ευλογίες του Κυρίου μας η Ορθοδοξία έριξε βαθιά τις ρίζες της στην αφρικανική γη. Ο αιφνίδιος θάνατος του π. Κοσμά λειτούργησε αφυπνιστικά για πολλές συνειδήσεις. Στην Ελλάδα και το εξωτερικό οι φίλοι της Εξωτερικής Ιεραποστολής πολλαπλασιάσθηκαν. Ιδρύθηκαν νέα Ιεραποστολικά Σωματεία και αναδείχθηκαν μεγάλοι ευεργέτες. Ο π. Κοσμάς ξέγραψε τον εαυτό του ευαγγελιζόμενος τον Χριστό στην Αφρική. Τον έγραψε ήδη η Εκκλησία στο Ιεραποστολικό της μητρώο ως φωτιστή του λαού του Ζαΐρ.