Δαμιανός ιερομ. Βατοπαιδινός (β’ ήμισυ 17ου αι. – αρχές 18ου αι.)


11.05.2011

Ο Δαμιανός ιερομόναχος Βατοπαιδινός, ακμάζει κυρίως την περίοδο από το 1680 ως το 1710. Πρέπει να θεωρηθεί ότι ζεί τουλάχιστον ολόκληρο το β’ μισό του 17ου αιώνος, καθόσον ο ίδιος στα 1679 γράφει “υπό μουσικού τετελειωμένου εις την τέχνην…” Αν δεχθούμε ότι ένας μουσικός μπορεί να “τελειωθεί” στην Ψαλτική τέχνη γύρω στο 30ο με 40ο έτος της ζωής του, η γέννηση του Δαμιανού τοποθετείται στις δεκαετίες 1640 – 1650 περίπου. Μαθήτευσε κοντά στον περίφημο αγιορείτη μουσικό, τον Κοσμά τον Ιβηρίτη. Ο Κοσμάς, σημαντική μουσική προσωπικότητα τον 17ο αιώνα, είναι σίγουρο ότι συνέτεινε στην διαμόρφωση και την ανάδειξη των μουσικών χαρισμάτων του Δαμιανού, σε συνδυασμό με την όλη μουσική δραστηριότητα που παρατηρείται στην Μονή Βατοπαιδίου κατά τον 17ο αιώνα. Με την σειρά του, ο Δαμιανός αναδεικνύει πολλούς και καταξιωμένους μουσικούς, γεγονός που του αποδίδει τον τίτλο του διδασκάλου. Ως διδάσκαλος μαρτυρείται συχνά, σε δύο όμως περιπτώσεις επισυνάπτεται και ο τίτλος του “Πρωτοψάλτου της Μολδοβλαχίας”. Δεν αναφέρεται κάτι πιο συγκεκριμένο, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για το αν αναφέρεται στην περίοδο πριν από την εγκαταβίωσή του στην Μονή Βατοπαιδίου ή μετά από αυτήν. Περισσότερο όμως γνωστός έμεινε ως “ο δάσκαλος των πολιτών μουσικών”, στους οποίους πρέπει να εννοήσουμε τον Παναγιώτη Χαλατζόγλου, Πρωτοψάλτη του Πατριαρχείου και τον Πέτρο Μπερεκέτη, τον Βυζάντιο. Στην μαθητεία αυτών των δύο μουσικών στον Δαμιανό, αναφέρεται τόσο ο Μ. Γεδεών, όσο και ο Γ. Παπαδόπουλος, γεγονός που μαρτυρείται ακόμη σε πολλά μουσικά χειρόγραφα του 17ου και του 18ου αιώνα “καί διδασκάλου κύρ Παναγιώτου”(ενν. Χαλάτζογλου).

Με την άποψη, ότι οι δύο προαναφερθέντες μουσικοί υποκρύπτονται στον τίτλο “τών πολλών μουσικών”, συμφωνεί και ο Μ. Χατζηγιακουμής, άποψη που μπορεί ίσως να ενισχυθεί από το γεγονός, ότι ένα από τα γνωστότερα έργα του Μπερεκέτου, το οκτάηχο Θεοτόκε Παρθένε, έχει ως βάση και πρότυπο, την οκτάηχη τιμιωτέρα του Δαμιανού. Ένας ακόμη μαθητής του Δαμιανού, είναι ο γραφέας του κώδικα Λειμώνος 238 του 1700 περίπου. Ο ανώνυμος μαθητής,τρείς φορές αναφέρει το όνομα του Δαμιανού ως εξής, “ετέρα τιμιωτέρα οκτάηχος ποίημα του ημετέρου διδασκάλου και μουσικού κύρ δαμιανού ιερομονάχου” και παρακάτω, “Δαμιανού ιερομονάχου βατοπεδινού του ημετέρου διδασκάλου”. Όπως γίνεται φανερό λοιπόν, υπήρχε κάποια σχέση του παλαιού δασκάλου, (Κοσμά), με τον μαθητή,(Δαμιανό), καθώς και διαδοχή στην διδασκαλία. Αυτή η διαδοχή μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει και στην περίπτωση του μητροπολίτου Βιζύης Ιωακείμ. Ο Ιωακείμ μνημονεύεται συνήθως ως μαθητής του Μπαλασίου και τα έργα του ήταν πολύ διαδεδομένα καθ’ όλον τον 18ο αιώνα. Συναντούμε όμως σε δύο κώδικες αυτόν της μονής Σταυρονικήτα, με αριθμό 164, του 1749, και αυτόν της Σκήτεως του Άγ. Δημητρίου (παραπομπή στην ενότητα για την σκήτη) με αριθμό 40, του 1757, στους οποίους μετά το γνωστό χερουβικό του Δαμιανού σε ήχο τέταρτο, τίθεται το χερουβικό του Ιωακείμ σε ήχο πλάγιο του πρώτου, με την ένδειξη “κύρ Ιωακείμ αρχιερέως του Σαλαμπάση και φοιτητού αυτού”.

Όπως και προηγουμένως είδαμε λοιπόν, στην περίπτωση του Πρωτοψάλτη Χαλάτζογλου, έτσι και με τον Ιωακείμ, μετά την φοίτησή τους σε μουσικούς της Πόλεως, αναζήτησαν δάσκαλο ίσως ανώτερο από αυτούς που υπήρχαν στην Πόλη αλλά και με διαφορετικό ύφος. Βέβαια η Ψαλτική τέχνη είναι ενιαία, λόγω όμως πολλών παραγόντων, διαμορφώθηκε κατά καιρούς και κατά τόπους ένα ιδιαίτερο ύφος, στο ψάλσιμο κυρίως αλλά και στην μελοποιία, άλλοτε πιο προσκολημένο στην παραδοσιακή τέχνη και άλλοτε αποκλίνον προς “εξωτερικά” ακούσματα. Συγκεκριμένα για το θέμα αυτό αναφέρει ο Μ. Γεδεών “ότι δε μετά τον 15ο αιώνα εκεί (στό Άγιο Όρος) διεσώθη η βυζαντινή μουσική ξενισμών όσον ενήν άμικτος, δείκνυσιν η ιστορία Παναγιώτου του Χαλατζόγλου, όστις εις άγιον όρος μετέβη προς εκμάθησιν αυτής, ότε εν αυτώ έτι τώ Οικουμενικώ Πατριαρχείω περιπεσόν εις λήθην ηγνοείτο το βυζαντινόν ύφος”. Αυτό το βυζαντινό ύφος και αυτή την ζείδωρη παράδοση καλλιεργούσαν οι βατοπαιδινοί πατέρες και κατά τον 17ο αιώνα, χαρίζοντας απλόχερα τον θησαυρό της γνώσεως “πάσι τοίς δεομένοις” με πρωτοστάτη τον Δαμιανό.

Δεν ήταν όμως μόνο το διδασκαλικό τάλαντο που “επολλαπλασίασεν” ο Δαμιανός, αλλά και το συνθετικό. Τα μέχρι στιγμής γνωστά έργα του είναι τα εξής: δύο κοινωνικά αινείτε σε ήχο τέταρτο και πλάγιο του πρώτου, δύο χερουβικά σε ήχο πρώτο και τέταρτο, δύο καλοφωνικούς ειρμούς, ο πρώτος σε τρίτο ήχο Εν Σιναίω τώ όρει και ο δεύτερος σε ήχο τέταρτο Εσείσθησαν λαοί, κρατήματα τα οποία άλλοτε ανθολογούνται αυτόνομα, κυρίως όμως ως συνοδευτικά καλοφωνικών ειρμών και κοινωνικών. Τα κρατήματα είναι τρία, σε ήχο τέταρτο, πλάγιο του πρώτου, το οποίο είναι και το πλέον γνωστό, και σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, κράτημα που τίθεται συνήθως μετά το ομόηχο κοινωνικό του Χρυσάφου του νέου. Μελοποίησε ακόμη δυο πασαπνοάρια σε ήχο πλάγιο του πρώτου και σε ήχο πλάγιο του δευτέρου, το οποίο και αναφέρεται ως “καλλώπισμα” του Δαμιανού. Το έργο όμως με το οποίο έμεινε περισσότερο γνωστός και ανθολογήθηκε πολύ, είναι το οκτάηχο Θεοτοκίο Την όντως Θεοτόκον. Αποτελεί έξοχο δείγμα της μελουργικής του δεξιότητος αλλά και της αγιορειτικής μελουργίας γενικά. Η ιδέα αυτή βέβαια, της οκτάηχης καταστρώσεως του μέλους, είναι επηρεασμένη από την προγενέστερη παρόμοια σύνθεση του Κωνσταντίνου “τού εξ’ Αγχιάλου” και αποτελεί και αυτή με την σειρά της το πρότυπο για το εξίσου μνημειώδες έργο του Πέτρου Μπερεκέτου. Τα έργα του Δαμιανού αρχίζουν να ανθολογούνται από τα τέλη του 17ου αιώνα και συγκεκριμένα από το 1682, που είναι η παλαιότερη χρονολογημένη μνεία για συνθέσεις του.

Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Δαμιανού έχει μεταγραφεί στη νέα σημειογραφία από τους δύο εξηγητές Γρηγόριο και Χουρμούζιο. Ο Γρηγόριος έχει μεταγράψει τους δύο καλοφωνικούς ειρμούς, τους οποίους και εξέδωσε, ενώ ο πολυγραφέστερος Χουρμούζιος μετέγραψε τα δύο κοινωνικά, τα πασαπνοάριο του πλαγίου του δευτέρου και την οκτάηχη Τιμιωτέρα.

Δραστήριος όμως καθώς ήταν ο Δαμιανός και πνεύμα ανήσυχο, ασχολήθηκε και με την βιβλιογραφία. Είναι γνωστά τρία αυτόγραφά του, που βρίσκονται στο Άγιο Όρος και από τα οποία φαίνεται η φιλοκαλία και η επιμονή του. Ο πρώτος κώδικας που έγραψε, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί, βρίσκεται στην μονή της μετανοίας του, κατά την αγιορείτικη έκφραση, με τον αριθμό 1473. Πρόκειται για ένα Στιχηράριο, το οποίο αποτελεί τον πρώτο τόμο εντός δίτομου Στιχηραρίου, το οποίο “φιλοξενεί” στα δίχρωμα φύλλα του συνθέσεις κυρίως παλαιών διδασκάλων. Είναι ενδιαφέρον να μεταφερθεί αυτοτελές το βιβλιογραφικό σημείωμα για τις πληροφορίες που παρέχει “Επράχθη ένδον εν τη σεπτή μονή του βατοπεδίου υπό μουσικού τετελειομένου εις την τέχνην όμως αρχή του ήτον εις το γράψιμον και εις τούτο δεν είναι τόσον καλλιγραφία εύμορφα. Όμως εις τον λογαριασμόν καλό είναι και είναι και δοκιμασμένον διά μετροφωνίας και διά μαθητήν καλό είναι να σπουδάζει, εάν βούλεται να μάθει. Εγράφη κατά το έτος, αχπ’ (1680) Ιανουαρίω κ.ε’. Δαμιανός ιερομόναχος της βασιλικής και πατριαρχικής μεγίστης μονής του Βατοπαιδίου και μουσικός”, στο τέλος δε γράφει, “πληρώσας είπον σοί Χριστέ πρέπει δόξα, αχοθ'(1679). Από το ανωτέρω σημείωμα εκτός των άλλων, μαθαίνουμε ότι ο Δαμιανός στα 1680 ήταν απλά ιερομόναχος. Ο δάσκαλός του, ο Ιβηρίτης Κοσμάς, σε αυτόγραφό του, των ετών 1675 – 1685 κατά πάσα πιθανότητα, τον αναφέρει ως προηγούμενο. Παρόλο που ο ίδιος στο άλλο αυτόγραφό του, της μονής Καρακάλλου, ένα αναστασιματάριο του Χρυσάφου και μια ανθολογία μαζί, αρ. χφ. 234, του έτους 1685, δεν αναφέρει κάτι τέτοιο στο έμμετρο βιβλιογραφικό σημείωμα που έγραψε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι προήχθη σε προϊστάμενο και έπειτα ηγούμενο της μονής κατά τα έτη 1685 – 1690. Το δεύτερο σε χρονολογική σειρά και τρίτο εξεταζόμενο αυτόγραφό του, βρίσκεται σήμερα στην μονή Μεγίστης Λαύρας και φέρει τον αριθμό Ε16. Πρόκειται και πάλι για Στιχηράριο, το οποίο αποτελεί τον δεύτερο τόμο της σειράς που αναφέρθηκε καθώς γράφτηκε και το ίδιο έτος.

Όπως συνάγεται, από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν πρόκειται για ένα λαμπρό μουσικό του τέλους του 17ου αιώνα και των αρχών του 18ου με τετραπλή δραστηριότητα και ιδιότητα, και αυτή του διδασκάλου, και αυτή του Πρωτοψάλτου, του μελοποιού και του βιβλιογράφου.