Ιερά Μονή Καρακάλλου
05.05.2011
Θέση
Η μονή Καρακάλλου βρίσκεται στο μέσον περίπου της ανατολικής πλευράς, επάνω σε περίοπτη τοποθεσία, 200 περίπου μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και λίγες δεκάδες μέτρα χαμηλότερα από τη μονή Φιλοθέου. Γειτνιάζει με τις ιδιοκτησίες της μονής Μεγίστης Λαύρας και με το κάθισμα του Μυλοποτάμου. Την εποχή όμως κατά την οποία πρωτοαπαντά στις γραπτές πηγές γειτνίαζε προς νότον με τη μονή Αμαλφηνών, τη σημερινή Μορφονού.
Ίδρυση και Ονομασία
Όντως, η πρώτη γραπτή μνεία της μονής ανάγεται στα 1018/9 σε έγγραφο επιλύσεως συνορια- κής διαφοράς μεταξύ των μονών Μεγίστης Λαύρας, Αμαλφηνών και Καρακάλου. Την εποχή αυτή η μονή, αφιερωμένη στους πρωταποστόλους Πέτρο και Παύλο, βρίσκεται ήδη σε λειτουργία με σημαντική έκταση στην κατοχή της, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ίσως να είχε ιδρυθεί στα τέλη του 10ου –αρχές του 11ου αι. Άγνωστη παραμένει η ετυμολογία της ονομασίας της, με το θρύλο της μονής, παγιωμένο ήδη από τον 17ο αι. να τη συνδέει με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα (Αντώνιο Καρακάλλα). Οι εκδοχές των μεταγενεστέρων μελετητών, που ετυμολογούν την ονομασία είτε από πελοποννησιακή οικογένεια (Καράκαλλου ή Καρακαλλά), είτε από παράφθορά της τουρκικής ονομασίας του παράκτιου πύργου της (καρά-κουλές), είτε των πλησιόχωρων φουντουκιών (καρυαί- καλαί), χαρακτηρίζονται από αμφισβητήσιμες έως αβάσιμες.
Εξέλιξη
Η επόμενη αναφορά, την οποία διέσωσε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, συνδέει το μοναστήρι με τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη (1068-1071). Μάλιστα, στη μονή σώζεται το μολυβδόβουλο, που σφράγιζε το χαμένο επί των ημερών μας αυτοκρατορικό έγγραφο, με το οποίο επικυρώνονταν εδαφικές εκτάσεις στην κυριότητά της. Έκτοτε, και για το διάστημα έως τη λατινική κατάκτηση του 1204 παραδίδονται αρκετά ονόματα ηγουμένων, που επιβεβαιώνουν τη συνεχή ύπαρξη της μονής. Κατά την περίοδο της λατινοκρατίας όμως, η μονή ερημώθηκε και η αδελ- φότητά της αιχμαλωτίσθηκε. Τα λύτρα για την απελευθέρωση των μοναχών κατέβαλε αρχικά η μο- νή Μεγίστης Λαύρας με την υποχρέωση όμως να μετατραπεί η μονή σε μετόχι της. Κατόπιν όμως ο άγιος Συμεών της μονής Χιλιανδαρίου, απέβαλε και αυτήν την εξάρτηση, με την καταβολή του ποσού στη Λαύρα και επιπρόσθετα προέβη σε ευρύτατες επισκευές των κατεστραμμένων κτηρίων.
Ακμή
Η σταδιακή ανάκαμψη της μονής μετά το τέλος της λατινοκρατίας οδήγησε στη συνεχή από- κτηση εδαφικών εκτάσεων και κορυφώθηκε στα 1294, όταν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος με χρυσόβουλο που εξέδωσε, εξασφάλισε για τη μονή προνόμια και κατοχύρωσε τα μετόχια της τόσο εντός του Αγίου Όρους, όσο και εκτός, όπως στη Θεσσαλονίκη, τη Λήμνο, τη Θάσο, τον Στρυμόνα και αλλού. Η ακμή συνεχίστηκε και κατά τον 14ο αι, εποχή κατά την οποία η μοναστική κοινότητα έχει αυξηθεί, ώστε πλέον να χαρακτηρίζεται ως πολυάνθρωπος. Οι αυξημένες ανάγκες του πλήθους των μοναχών συνέβαλαν στην παραχώρηση πρόσθετων μετοχίων στην Ιερισ- σό και την Κασσάνδρα, αλλά και εκτάσεων εντός του Αγίου Όρους και στην περιοχή του Ζυγού. Εκτός από μαρτυρίες για εδαφικές διενέξεις και ονόματα ηγουμένων της μονής, έως και την οθωμανική κατάκτηση δεν παραδίδεται κάτι αξιομνημόνευτο.
Οθωμανική Περίοδος
Στις αρχές της οθωμανικής περιόδου η μονή εξακολουθεί να διατηρεί την ευρωστία της, καθώς εμφανίζεται έκτη στην τάξη των μονών του Αγίου Όρους. Για την εποχή όμως αυτή παραδίδεται και η μοναδική μαρτυρία περί εγκαταβιώσεως Σέρβων μοναχών, προερχόμενη από τον γνωστό περιηγητή της εποχής Κυριακό Αγκωνίτη. Στα μέσα του 16ου αι. είτε εξαιτίας μεγάλου σεισμού του 1509, είτε λόγω μη επιβεβαιωμένης πυρκαγιάς στα 1530, το κτηριακό συγκρότημα πρέπει να παρουσίαζε αρκετές καταστροφές. Η ανοικοδόμηση, που ακολούθησε, συντελέσθηκε με χορηγίες πρωτίστως του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Ιωάννη Πέτρου Ε’ Ράρες (1527-1538) και της κόρης του Ρωξάνδρας, του κτήτορος Ιωάσαφ, του ηγεμόνος της Ιβηρίας Αρτχίλ και του αδελφού του Γεωργίου Βαχτάγ και άλλων. Μάλιστα, για τις επισκευές αυτές εκδόθηκε στα 1536 με μεσολάβηση του Πέτρου Ράρες φιρμάνι από τον ίδιο τον Σουλεϋμάν Α’ τον Μεγαλοπρεπή. Ενδεικτικό της ισχύος της μονής κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, αποτελεί και το γεγονός ότι διέθετε και σκήτη, που αριθμούσε πλήθος κελιών και μοναζόντων. Η λειτουργία της μαρτυρείται τουλά- χιστον για το διάστημα από το 1476 έως και τις αρχές του 18ου αι., ενώ μεμονωμένα κελιά της συνέ- χισαν να λειτουργούν και μεταγενέστερα.
Νεότερα χρόνια
Στα νεότερα χρόνια, η μονή μετείχε στους απελευθερωτικούς αγώνες από τον τουρκικό ζυγό, με τον ηγούμενό της Δαμασκηνό να συνδράμει τον Τσάμη Καρατάσο στα 1854. Στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα στη μονή, όπως και σε άλλες του Αγίου Όρους, προσπάθησαν να εισχωρήσουν Ρώσοι μοναχοί, στο πλαίσιο της ρωσικής επεκτατικής πολιτικής της εποχής. Στα 1813 μετατράπηκε σε κοινοβιακή, ενώ, τέλος, στα 1874 πυρπολήθηκε και καταστράφηκε μεγάλο μέρος του μοναστηρι- ακού συγκροτήματος, με τα αντίστοιχα κτήρια να αποκαθίστανται εκ νέου. Στα νεότερα χρόνια, πυρκαγιά κατέκαυσε και τους τρεις ανώτερους ορόφους της βόρειας πτέρυγας το 1988.
Το μοναστηριακό συγκρότημα
Η σημερινή μονή είναι αποτέλεσμα των τριών οικοδομικών περιόδων που προαναφέρθηκαν. Παρ’ όλ’ αυτά σε κάτοψη δεν πρέπει να διέφερε αρκετά από τη διάταξη της βυζαντινής περιόδου, καθώς ο Σουλεϋμάν ο Μεγαλοπρεπής με το προαναφερθέν φιρμάνι, μολονότι διέτασσε την ανοικο- κοδόμηση του μοναστηριού, όριζε παράλληλα, «να μην τους αφήσης να θεμελιώσωσι και κτίσωσί τι επί νέων θεμελίων». Η θεμελίωση, λοιπόν, των πτερύγων της μονής καθώς και του Καθολικού κατά τον 16ο αι. πρέπει να σεβάστηκε την πρότερη διάταξη. Ο πύργος της εισόδου στα δυτικά φέρεται ότι έφερε κτητορικές πλάκες, οι οποίες σύμφωνα με τον Σμυρνάκη αποσπάσθηκαν σε μεταγενέστερη μετασκευή και χάθηκαν, ώστε σήμερα να μη γνωρίζουμε πλέον την ακριβή χρονολόγησή του. Πάντως, τα μορφολογικά στοιχεία του οδηγούν στην εκτίμηση ότι αποτελεί και αυτός κτίσμα του 16ου αι. Αποτελείται από ισόγειο και πέντε ορόφους, συνολικού ύψους 28 μ., με οδοντωτές επάλ- ξεις, καταχύστρες και τυφλά αψιδώματα στην ανώτερη στάθμη. Η νότια πτέρυγα της μονής προέρχεται από ανακατασκευή μετά την πυρκαγιά του 1875, ενώ η βορειοανατολική πτέρυγα ομοίως ανακαινίσθηκε στα 1991 μετά την πυρκαγιά του 1988.
Διαρρυθμίσεις και προσθήκες
Η εκ νέου θεμελίωση του Καθολικού μετά το φιρμάνι του 1536, πραγματοποιήθηκε το 1548 με τις εργασίες να ολοκληρώνονται το 1563. Από τον βυζαντινό ναό, που προϋπήρχε στην ίδια θέση φαίνεται να προέρχεται το πεντόμφαλο μαρμαροθέτημα στο δάπεδο, χρονολογούμενο στον 11ο αι. Στα 1710 προστέθηκε το καμπαναριό και στα 1714 εξωνάρθηκας. Αρχιτεκτονικά ανήκει στον εγγεγραμμένο σταυροειδή ρυθμό, αθωνικού τύπου. Ο κυρίως ναός ιστορήθηκε στα 1716 από τους ιερομονάχους Ιωάννη και Δαμασκηνό, η λιτή στα 1750 από τους Γιαννιώτες ιερομονάχους Κοσμά και Σεραφείμ, ενώ ο εξωνάρθηκας στα 1763, με αξιοπρόσεκτο τον κύκλο με σκηνές από την Αποκάλυψη. Τα θυρόφυλλα της εισόδου του κυρίως ναού χρονολογούνται στα 1592 και η διακό- σμησή τους είναι έργο του μοναχού Θεοφάνη, ο οποίος μάλλον φιλοτέχνησε και τα θυρόφυλλα του Καθολικού στη μονή Ιβήρων. Το τέμπλο του ναού είναι έργο του 18ου αι., ξυλόγλυπτο και επιχρυ- σωμένο. Η δεσποτική εικόνα των τιμώμενων αγίων Πέτρου και Παύλου είναι έργο του Διονυσίου εκ Φουρνά, φιλοτεχνημένη στα 1722, όπως και άλλες τρεις δεσποτικές εικόνες. Άξια μνείας είναι και η εικόνα του Ασπασμού των Αποστόλων σε προσκυνητάρι εντός του κυρίως ναού, έργο του Κωνσταντίνου Παλαιοκαπά στα 1540, ενώ θαυματουργή θεωρείται και η φορητή εικόνα της Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου στο προσκυνητάρι αριστερά του Ιερού Βήματος.
Η Τράπεζα της μονής, ενσωματωμένη στη νότια πτέρυγα, είναι κτίσμα του 1876, χωρίς τοιχο- γραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό, σε αντίθεση με την προγενέστερη, με τοιχογραφίες του 1687. Φιάλη δεν υπάρχει λόγω της στενότητας στο εσωτερικό της αυλής.
Παρεκκλήσια
Εκτός από το Καθολικό, εντός της Μονής υπάρχουν άλλα επτά παρεκκλήσια. Στον πέμπτο όροφο του πύργου της εισόδου, στα δυτικά του οικοδομικού συγκροτήματος, βρίσκεται το παρεκκλήσι της Αγίας Άννης. Παλαιές μαρτυρίες παραδίδουν ότι έως και το 1744 τουλάχιστον προϋπήρχε στην ίδια θέση παρεκκλήσι, τιμώμενο όμως στον Προφήτη Ηλία. Στον πύργο του κα- μπαναριού βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αγίων Παντελεήμονος και Γεωργίου, ενώ στις πτέρυγες τα παρεκκλήσια του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, του Αγίου Ιωάσαφ, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του οσιομάρτυρος Γεδεών. Το παρεκκλήσι αυτό, που βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγα, είναι αφιερωμένο στον ομώνυμο νεομάρτυρα, ο οποίος καταγό- ταν από το χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος. Σε νεαρή ηλικία αιχμαλωτίσθηκε από έναν μου- σουλμάνο και αναγκάσθηκε να αλλαξοπιστήσει. Μετανοημένος, δραπέτευσε και μετά από περιπε- τειώδες ταξίδι στην Κρήτη, εκάρη μοναχός στη μονή, από την οποία, αφού διέμεινε για τριάντα πέντε περίπου χρόνια, αναχώρησε, για να υποστεί οικειοθελώς μαρτυρικό θάνατο στις 30 Δεκεμβρί- ου 1818 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας. Λίγα χρόνια αργότερα, οι κάτοικοι του χωριού απέστειλαν τμήματα του λειψάνου του στη Μονή. Εκτός της μονής αξιόλογος είναι ο κοιμητηριακός ναός των Αγίων Πάντων με τοιχογραφίες του 1768 και ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο.
Βιβλιοθήκη και ιερά λείψανα
Στη βιβλιοθήκη της Μονής, που βρίσκεται στο ισόγειο της ανατολικής πτέρυγας, φυλάσσονται 2.500 έντυπα βιβλία και 279 χειρόγραφοι κώδικες, εκ των οποίων 42 περγαμηνοί. Αρχαιότερος όλων, ένα ευαγγέλιο με μεγαλογράμματη γραφή του 9ου αι. Ανατολικά της βιβλιοθήκης, στο ισόγειο της ΝΑ γωνίας στεγάζεται το εικονοφυλάκιο. Στη μονή φυλάσσονται οι τίμιες κάρες των αγίων Βαρθολομαίου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τμήματα λειψάνων των αγίων Θεοδώρου Τήρωνος, Μερκουρίου, Ιωάννου του Ελεήμονος, καθώς και του Βαπτιστού Ιωάννου. Επίσης, φυλάσσεται και τμήμα του Τιμίου Ξύλου.
Εξωτερικά προσκτίσματα
Εκτός μονής αξιόλογος είναι ο παραθαλάσσιος πύργος και ο μπαρμπακάς δίπλα στον αρσανά. Ο μπαρμπακάς κατασκευάσθηκε το 1534 από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Πέτρο Ε’ Ράρες. Ο πύργος όμως είναι προγενέστερος και πιθανόν να είναι υστεροβυζαντινός. Είναι εφοδιασμένος με κατα- χύστρες, ενώ στην κορυφή φέρει περίδρομο με επάλξεις για τις ανάγκες των αμυνομένων. Άλλα εξαρτήματα αποτελούν τα 17 συνολικά κελιά, εκ των οποίων τα τρία στις Καρυές. Στην ιεραρχία των μονών του Αγίου Όρους, η μονή έχει πλέον παγιωθεί στην εντέκατη θέση.