Τελικά οι άνθρωποι χτυπιούνται μεταξύ τους!
31.03.2013
Η πληρότητα του φωτός είναι προσιτή μόνο σε μια μειονότητα. Δύσκολα τη δέχεται η ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό η αυστηρότητα, ο φανατισμός και η σκληρότητα χαρακτηρίζουν συχνά τους Χριστιανούς στην ιστορία. Ο άνθρωπος αφομοιώνει ένα μέρος της αλήθειας και ικανοποιείται. Έχοντας την ικανότητα να διαστρέφει τα πάντα, μετατρέπει κι αυτή την απόλυτη αλήθεια σε όργανο των παθών του. Οι μαθητές που βρίσκονταν κοντά στο θείο Διδάσκαλο και δέχονταν το φως που εκχυνόταν από την προσωπικότητά Του «παραμόρφωσαν» κι οι ίδιοι ως ένα σημείο το Χριστιανισμό. Κατάλαβαν πολλές φορές την αλήθεια του Χριστού με τον τρόπο τους, υπερβολικά ανθρώπινα και την προσάρμοσαν στην περιορισμένη εβραϊκή τους αντίληψη.
Το πρόβλημα γενικά παρουσιάζεται άστοχα, όταν επικρίνεται ο Χριστιανισμός του Μεσαίωνα και κατηγορείται η χριστιανική πίστη για τις πυρές της Ιερής Εξέτασης, το φανατισμό, την αυστηρότητα και τη σκληρότητα. Η επίθεση ενάντια στο μεσαιωνικό Χριστιανισμό ξεκινά από μια διαπίστωση αναμφισβήτητων γεγονότων και δεν είναι διόλου μια επίθεση ενάντια στον καθαρό Χριστιανισμό, αλλά μάλλον ενάντια στους ανθρώπους, τους Χριστιανούς. Τελικά άνθρωποι χτυπιούνται μεταξύ τους.
Η θεοκρατική αρχή ήταν αποκλειστικότητα του Ρωμαιοκαθολικισμού του Μεσαίωνα. Χάρη σ’ αυτήν την αρχή η Εκκλησία αντιμετωπιζόταν σαν κράτος. Η ίδια αρχή πρόσφερε στους Πάπες μια ολότελα κοσμική εξουσία. Για τη σκληρότητα όμως και τη μεσαιωνική αναλγησία είναι υπεύθυνη η βάρβαρη φύση του ανθρώπου κι όχι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν επιρρεπής στην αναρχία, γιατί διακατεχόταν από άγρια και αιμοδιψή ένστικτα. Η Εκκλησία προσπαθούσε να τον οργανώσει, επιχειρούσε να τον δαμάσει και να τον εκχριστιανίσει. Αλλά πάντοτε δεν το πετύχαινε, γιατί ήταν μεγάλη η αντίσταση της ανθρώπινης φύσης που έμεινε μακριά από το φως. Ο κόσμος του Μεσαίωνα ήταν μόνο τυπικά χριστιανικός, αφού στην ουσία του, ήταν μισός χριστιανικός και μισός ειδωλολατρικός. Η ίδια η εκκλησιαστική ιεραρχία ήταν στο σύνολό της αμαρτωλή, αφού έκανε το παν για να περάσει τα ανθρώπινα πάθη της στη ζωή της Εκκλησίας. Ήταν φανερά κενόδοξη και πολύ συχνά παραμόρφωνε την αλήθεια του Χριστού. Πάντως το θείο στοιχείο έμεινε άθικτο στην Εκκλησία και συνέχιζε να φωτίζει τους ανθρώπους. Η ευαγγελική φωνή του Χριστού αντηχούσε πάντοτε στην αυθεντική της καθαρότητα. Χωρίς την Εκκλησία και το Χριστιανισμό ο μεσαιωνικός απάνθρωπος και αιμοχαρής κόσμος θα πνιγόταν στο αίμα και θα χανόταν οριστικά ο πνευματικός πολιτισμός. Γιατί ο αρχαίος ελληνορωμαϊκός πολιτισμός διατηρήθηκε από την Εκκλησία στο υψηλό επίπεδο που έφτασε, και μ’ αυτό μεταδόθηκε από την Εκκλησία στο νέο κόσμο. Οι μοναδικοί σοφοί, φιλόσοφοι και διανοούμενοι του Μεσαίωνα ήταν μοναχοί. Χάρη στο Χριστιανισμό έγινε δυνατή η διαμόρφωση του τύπου του «ιππότη», στον οποίο ημέρεψαν κι εξευγενίστηκαν η σκληρότητα κι η αγριότητα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γνώρισε την Ιερή Εξέταση, ούτε και παρόμοιες βιαιότητες στα θέματα πίστης και συνείδησης. Ο φανατισμός δεν τη χαρακτήρισε άμεσα. Το ιστορικό της αμάρτημα οφείλεται στην υπέρμετρα μεγάλη της υποταγή στην εξουσία της Πολιτείας. Οι παραμορφώσεις και τα ανθρώπινα αμαρτήματα υπήρχαν και στη Ρωμαιοκαθολική και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά οι πλάνες του Χριστιανισμού σ’ ολόκληρο τον κόσμο ήταν πάντοτε πλάνες των Χριστιανών και προέρχονταν ουσιαστικά απ’ την ανθρώπινη αδυναμία τους. Αν δεν ζείτε σύμφωνα με την αλήθεια και την παραμορφώνετε, θα κατακριθείτε σεις οι ίδιοι κι όχι η αλήθεια.
Οι άνθρωποι ζητούν την ελευθερία και τη θέλουν μόνον όταν υποχρεώνονται για το καλό. Δεν παύουν όμως να κατηγορούν το Θεό για τις συνέπειες της απεριόριστης ελευθερίας που τους πρόσφερε.
Ποιός λοιπόν είναι υπεύθυνος για το ότι η ανθρώπινη ζωή είναι πνιγμένη στο κακό; Ο Χριστιανισμός ή ο Χριστός;
Ο Χριστός ποτέ δεν δίδαξε αυτό που επικρίνεται και απορρίπτεται στο Χριστιανισμό. Αν οι άνθρωποι είχαν ακολουθήσει τις εντολές Του, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να επαναστατούν ενάντια στη χριστιανική θρησκεία.
Στον Wells υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στους ανθρώπους και το Θεό. Οι άνθρωποι διαμαρτύρονται στο Θεό για τις δυστυχίες, τους πόνους, τους πολέμους και τις καταχρήσεις, που γεμίζουν τη ζωή τους και την κάνουν ανυπόφορη, κι ο Θεός τους απαντά: «Αν αυτό δε σας ευχαριστεί, μη το κάνετε». Ο διάλογος αυτός, αξιόλογος για την απλότητά του, είναι πολύ διδακτικός. Ο Χριστιανισμός συγκρούεται στον κόσμο με την ανήκουστη αντίδραση των δυνάμεων του κακού, παλεύει μ’ ένα σκοτεινό κόσμο. Μπροστά του ορθώνονται όχι μόνο το ανθρώπινο, αλλά και το υπέρ-ανθρώπινο κακό. Οι δυνάμεις του άδη ξεσηκώνονται ενάντια στο Χριστό και την Εκκλησία. Οι δυνάμεις όμως αυτές εργάζονται όχι μόνον έξω από την Εκκλησία και το Χριστιανισμό, αλλά και μέσα τους με τελικό σκοπό να καταστρέψουν την πρώτη και να εκφυλίσουν τον δεύτερο. Η βδελυρότητα, που είναι η αιτία της φθοράς, κυριαρχεί και στο χώρο του ιερού, αλλά δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο ιερή, εκεί μέσα ακτινοβολεί περισσότερο. Αν οι άνθρωποι διέθεταν καθαρή πνευματική δράση, χωρίς αμφιβολία θα καταλάβαιναν πως σταυρώνουν το Χριστό, όταν διαστρέφουν το Χριστιανισμό και τον αναθεματίζουν για το κακό που δεν ευθύνεται. Ο Χριστός χύνει αιώνια το αίμα του για τις αμαρτίες του κόσμου, για τις αμαρτίες κι εκείνων που τον αγνοούν και τον σταυρώνουν.
Κανείς δεν μπορεί να κρίνει την Αλήθεια σύμφωνα με τη λογική των ανθρώπων και γενικά σύμφωνα με τα κριτήρια των πιο κακών απ’ αυτούς. Πρέπει την αλήθεια να τη δεις κατά πρόσωπο, για να δεις το φως που ακτινοβολεί. Πρέπει να κρίνουμε τη χριστιανική πίστη από τους Αποστόλους, τους μάρτυρες, τους ήρωες και τους αγίους της, κι όχι από τη μάζα των μισών Χριστιανών και μισών ειδωλολατρών που κάνουν το παν για να παραμορφώσουν την εικόνα της στον κόσμο.
Στη χριστιανική ανθρωπότητα επιφυλάχτηκαν δυό μεγάλες δοκιμασίες, η δοκιμασία του διωγμού κι η δοκιμασία του θριάμβου. Οι Χριστιανοί ξεπέρασαν την πρώτη και έγιναν μάρτυρες και ήρωες. Θριάμβευσαν στην αρχή του Χριστιανισμού, αφού υπέμειναν τους διωγμούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ξεπερνούν ανάλογους διωγμούς στη Ρωσία, καθώς βασανίζονταν από την κομμουνιστική καταδίωξη. Όμως είναι πιο δύσκολο να αντέξει κανείς τη δοκιμασία του θριάμβου. Όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος γονάτισε μπροστά στο Σταυρό κι ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, τότε άρχισε μια περίοδος δοκιμασίας του θριάμβου. Κι οι Χριστιανοί άντεξαν τη δοκιμασία αυτή με πιο πολλές απώλειες σε σχέση με το διωγμό.
Συχνά οι ίδιοι οι διωκόμενοι μεταμορφώθηκαν σε διώκτες. Αφέθηκαν μόνοι τους στον πειρασμό της εξουσίας και της κυριαρχίας του κόσμου. Τότε πέρασαν στο Χριστιανισμό παραμορφώσεις που έγιναν στη συνέχεια πηγές κατηγοριών ενάντια σ’ αυτόν. Αλλά δεν είναι υπεύθυνη η χριστιανική πίστη γι’ αυτό που, από τη χαρά του θριάμβού τους στον κόσμο, δεν κατάλαβαν οι άνθρωποι. Ο Χριστός ξανασταυρώθηκε για άλλη μια φορά από εκείνους που θεωρούνταν υπηρέτες Του στη γη και ξέχασαν ποιό Πνεύμα τους είχε ενδυναμώσει.
(Nicolas Berdiaeff, Χριστιανισμός και Κοινωνική πραγματικότητα, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ.235-239).