Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης» (βιβλιοπαρουσίαση)


05.09.2012

 Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης, Ιερά Σταυποπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2012. σσ. 528.

 Στην πάντοτε προσεγμένη σειρά των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, προστέθηκε ένα ακόμα εξαίρετο βιβλίο, εμπνευσμένο από τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο και γραμμένο από το αγαπητό πνευματικό τέκνο και συνεχιστή του έργου του αρχιμανδρίτη Ζαχαρία. Το βιβλίο αυτό σκιαγραφεί τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής με βάση την θεολογία του Γέροντα Σωφρονίου.

Εισαγωγικά παρουσιάζεται με αριστουργηματικό τρόπο ο χαρακτήρας και η εξελεκτική πορεία της πίστεως. Η εισαγωγική πίστη δεν γεννιέται από φόβο, αλλά προηγείται του φόβου και γεννά ακολούθως τον ευεργετικό φόβο του Θεού που αιχμαλωτίζει την καρδιά του ανθρώπου. Επισημαίνονται λανθασμένα είδη πίστεως και «ένα δαιμονικό είδος της, που δεν οδηγεί στη σωτηρία, διότι δεν περιέχει αγάπη• είναι σκέτη πεποίθηση -ψυχρή, διανοητική και νεκρή» (σ. 17). Ο δεύτερος βαθμός πίστεως, που συνδέεται με την χαρισματική απόγνωση, είναι αυτός που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ελπίδα παρ’ ελπίδα». Τέτοια ήταν η πίστη του Αβραάμ. Πρόκειται για την πίστη που μεταφέρει τον άνθρωπο «από την όχθη της κτιστής πραγματικότητας στην όχθη της άκτιστης, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου» (σ. 30). Ο τρίτος τέλος βαθμός πίστεως είναι εκείνος που δεν αφήνει περιθώριο και για το πιο ελάχιστο ίχνος αμφιβολίας. Τέτοια είναι η πιστότητα του δικαίου.

Παραμερίζοντας ακολούθως τις γνωστές διακρίσεις των σταδίων της πνευματικής ζωής, που συχνά παρουσιάζονται σε βιβλία ορθόδοξης «πνευματικότητας» (κάθαρση, φωτισμός, θέωση), παρατηρεί ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν απρόθυμος στην διατύπωση γενικεύσεων και παρομοίαζε την πνευματική ζωή με σφαίρα• οποιοδήποτε σημείο της αγγίξουμε, μας φέρνει σε επαφή με το όλο. Κάθε φορά που ο Θεός αγγίζει την καρδιά μας, κατεργάζεται μέσα μας κάθαρση, φωτισμό και θέωση από την αρχή της ζωής μας κοντά του. Η οδός κάθε ανθρώπου προς τον Θεό και η σχέση του μαζί του είναι κάτι μοναδικό. Έτσι και η αρχική ακόμα χάρη που λαμβάνει κάποιος, μπορεί να φθάνει το μέτρο των τελείων. Έχοντας όμως παρατηρήσει ότι μερικά φαινόμενα επαναλαμβάνονται διαχρονικά στην ζωή των ανθρώπων, κατέληξε στην θεώρηση της πνευματικής ζωής στα ακόλουθα τρία στάδια: α) Στην επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία ο άνθρωπος συνάπτει διαθήκη με τον Θεό, β) στον μακροχρόνιο και σκληρό αγώνα που διέρχεται ο άνθρωπος, όταν ο Θεός αποσύρει την χάρη του και γ) στην μόνιμη ανάκτηση της χάριτος. Η έμφαση βέβαια βρίσκεται στο δεύτερο στάδιο, ενώ ο ίδιος είχε ζήσει όλα τα στάδια αυτά, και γι’αυτό ήταν σε θέση να αναγνωρίζει καθένα και να προσφέρει βοήθεια σε όσους κατέφευγαν σε αυτόν.

Το εισαγωγικό μέρος του βιβλίου τελειώνει με την παράγραφο «Μετά τον συσσεισμό, το Πνεύμα της αληθείας» (σ. 57-77). Η συντριβή, παρατηρεί ο συγγραφέας, είναι ο πρόδρομος της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Η συντριβή αυτή ταπεινώνει την καρδιά του ανθρώπου, και η ταπείνωση την διευρύνει, ώστε να μπορεί να δεχθεί το Πνεύμα το Άγιο. Το «πολυτελές και εύθραυστο χάρισμα του ταπεινού Αγίου Πνεύματος» χρειάζεται την ορθή ανταπόκριση του ευεργετημένου ανθρώπου. Αν αυτός προβεί σε επίδειξή του κινούμενος από υπερηφάνεια, θα το χάσει, αλλά και θα προκαλέσει τους άλλους. Γι’αυτό οι μοναχοί αγωνίζονται να κρύψουν οποιοδήποτε δώρημα της χάριτος και να μη φανερώσουν την εσωτερική τους κατάσταση.

Το κύριο μέρος του βιβλίου διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στο πρώτο στάδιο της πνεύματικής ζωής με επιγραφή το βιβλικό κείμενο «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α’ Ιω. 4,19). Τό δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο με τις επίσης βιβλικές επιγραφές «Ο Κύριος της δόξης εβρόντησε» ( Ψαλμ. 21,3) και « Άπαντα κατεργασάμενοι στήναι» (Εφεσ. 6,13) αντίστοιχα, αναφέρονται στο δεύτερο στάδιο. Τέλος στο τρίτο στάδιο αναφέρεται το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με την επιγραφή «Εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» ( Ψαλμ. 2,4).

Όσο βαθιά και αν έχει διαφθαρεί η καρδιά μας από την αμαρτία, παρατηρεί ο συγγραφέας, έρχεται ώρα που σαν τον Ζακχαίο φλεγόμαστε από τον πόθο να γνωρίσουμε τον Κύριο, να μάθουμε ποιός ακριβώς είναι. Η θεωρία του προσώπου του Κυρίου είναι το «εν ου εστι χρεία». Στο τέλος της πρώτης ενότητας του πρώτου κεφλαίου, όπως και αρκετών άλλων ενοτήτων του βιβλίου, παρατίθενται ερωταποκρίσεις που διευκρινίζουν και αναλύουν πτυχές του προηγηθέντος θέματος.

Εύστοχα τονίζεται ότι η θεολογία είναι σαν τις εμπειρικές επιστήμες. Πειραματιζόμαστε και μαθαίνουμε για τον Θεό και τις οδούς του. Θέτουμε την αλήθεια του Θεού υπό δοκιμασίαν, διατυπώνοντας ως υπόθεση τις εντολές του Χριστού. Έτσι π.χ. στην περίπτωση του μακαρισμού των πενθούντων («Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται») ως υπόθεση τίθεται το ότι, αν πενθούμε, θα λάβουμε παράκληση από τον Θεό. Αυτό μπορεί να βιωθεί εμπειρικά. Το μόνο που χρειάζεται είναι να θελήσει ο άνθρωπος να εκτελέσει το πείραμα (σ. 106-107).

Κάθε συνάντηση με τον Θεό αποτελεί έκπληξη. Από τα παραδείγματα του Ζακχαίου, του Ναθαναήλ και της Σαμαρείτιδας διαπιστώνεται η δυνατότητα της συναντήσεως με τον Θεό οπουδήποτε και σε οποιαδήποτε στιγμή της ανθρώπινης ζωής. Η επίσκεψη της χάριτος αποτελεί το προοίμιο μιας προσωπικής συμφωνίας με τον Θεό, που επικυρώνεται στο Βάπτισμα η στην μοναχική κουρά. Το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής είναι μία δυναμική περίοδος μεγάλου πνευματικού πλουτισμού, που εμπνέει ορισμένους να εγκαταλείψουν τον κόσμο και να ακολουθήσουν την μοναχική ζωή. Όταν συμβεί αυτό, η νίκη επάνω στον κόσμο κατορθώνεται κατά το ήμισυ. Με την αναχώρηση από τον κόσμο γίνεται η σταύρωση του κόσμου. Υπολείπεται όμως να γίνει και το δεύτερο ήμισυ, η σταύρωση δηλαδή του ανθρώπου για τον κόσμο, που απαιτεί τιτάνιο αγώνα. Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από την υποστολή της χάριτος, οπότε ο άνθρωπος καλείται να αποδείξει ότι είναι αληθινά τέκνο του Θεού. Όπως επισήμαινε ο Γέροντας Σωφρόνιος, παρατηρεί ο συγγραφέας, «δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικότητα στον άνθρωπο που δεν διδάχθηκε από τον Θεό και δεν βίωσε την άρση της χάριτος. Η έλλειψη της εμπειρίας αυτής τον καθιστά ατελή και τον αποκλείει από το σύνολο των πιστών» (σ. 197).

Σε γενικές γραμμές, παρατηρεί ο συγγραφέας, το δεύτερο στάδιο της πνευματικής ζωής αποτελεί περίοδο σταυρώσεως σε δύο είδη σταυρών• έναν ορατό και έναν αόρατο. Σημειώνει μάλιστα ότι και η προσεκτικότερη εξέταση των Μακαρισμών φανερώνει ότι αυτοί «ξεκινούν από τον αόρατο σταυρό, δηλαδή την πνευματική πτωχεία, για να καταλήξουν στον ορατό σταυρό της διώξεως η του μαρτυρίου» (σ. 258). Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται από τον συγγραφέα στην εύρεση της «βαθειάς καρδιάς». Αν δεν αγωνιστούμε φιλότιμα, γράφει, να ζούμε μέσα στην καρδιά μας, θα μείνουμε τυφλοί, υποχείριοι στα ατιθάσευτα πάθη μας. Οι ροπές της καρδιάς και της διάνοιάς μας ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας και αμαρτάνουμε είτε το επιθυμούμε είτε όχι. Έχουμε χρέος να διατηρούμε και να καλλιεργούμε το έδαφος της καρδιάς μας, γιατί ο κρυπτός της καρδιάς άνθρωπος είναι «πολυτελής» ενώπιον του Θεού (σ. 347).

Παρουσιάζοντας το τρίτο στάδιο της πνευματικής ζωής ο συγγραφέας σημειώνει ότι συγκρινόμενο με το πρώτο είναι κατά πολύ πλουσιότερο και ότι η χάρη του Θεού ενοικεί πλέον στον άνθρωπο μόνιμα και σταθερά. Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται ακόμα από την σταθερότητα μιας βαθύτερης αγάπης. Αναλύοντας ακολούθως την έννοια της ευαγγελικής αγάπης παρατηρεί ότι αυτή οδηγεί σε πολύ υψηλότερα από τα συνήθη μέτρα και η εκπλήρωσή της καθιστά τους ανθρώπους όμοιους προς τον Θεό. Όποιος φτάνει στο μέτρο της αγάπης προς τους εχθρούς, αυτός νικά τον θάνατο. Η αγάπη αυτή είναι η «αφροσύνη» της χριστιανικής πίστεως και «η μωρία του σταυρού» (σ. 481).

Η τελευταία παράγραφος του τρίτου σταδίου, με την οποία κλείνει και το βιλίο, αναφέρεται στην «χαρισματική ταπείνωση». Οι Πατέρες της Εκκλησίας περιγράφουν πολλά είδη ταπεινώσεως. Ο συγγραφέας τυποποιεί τρία είδη• α) την ψυχολογική ταπείνωση, κατά την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αμαρτωλότητά του και αισθάνεται την ανάγκη της θεραπείας, β) την ασκητική ταπείνωση, κατά την οποία θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο από όλους, και γ) την απόλυτη η τέλεια ταπείνωση, την οποία ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αποκαλεί «ταπείνωση του Χριστού». Ο άγιος Σιλουανός έθεσε ως στόχο της ζωής του την ταπείνωση και αξιολογούσε τον εαυτό του με βάση την τελειότητα της ταπεινώσεως (σ. 507). Η ταπείνωση αυτή, που έχει χαρισματικό χαρακτήρα, ελευθερώνει την καρδιά του ανθρώπου από το φορτίο των προσκολλήσεών της και την οδηγεί στην θεία παγκοσμιότητα. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται πίνακας αγιογραφικών χωρίων.