Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων ως πηγή για το πολίτευμα της Εκκλησίας
28.01.2013
Η Διδαχή, μολονότι δεν είναι ένα κείμενο ιδιαίτερης φιλολογικής η θεολογικής αξίας[1], αποτελεί εντούτοις μία ιδιαίτερα σημαντική πηγή και μαρτυρία για το πολίτευμα της αρχέγονης Εκκλησίας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα σύντομο πρακτικό οδηγό για τις νέες χριστιανικές κοινότητες[2], στο δεύτερο μέρος του οποίου, μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος και “περί … των αποστόλων και των προφητών”[3]. Η σημασία των εκεί παρεχομένων, σχετικών με το ζήτημα του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, πληροφοριών, καθίσταται μεγάλη, καθ’ όσον η Διδαχή αποτελεί κείμενο του 90-110 μ.Χ., διασώζοντας όμως και πληροφορίες, ειδικά για θέματα εκκλησιαστικής ευταξίας, προγενέστερης περιόδου (περί το 60-70 μ.Χ.)[4].
Το κείμενο της Διδαχής μας πληροφορεί για το γεγονός της παρουσίας ψευδοπροφητών, που ταλανίζουn την Eκκλησία, καθώς και για τα κριτήρια διάκρισής τους από τους αληθινούς προφήτες[5]. Για αυτούς τους προφήτες, αλλά και για άλλους αξιωματούχους της Εκκλησίας το κείμενο της Διδαχής μας παρέχει τις εξής σημαντικές πληροφορίες:
“Τοῖς δὲ προφήταις ἐπιτρέπετε εὐχαριστεῖν ὅσα θέλουσιν[6]… Περὶ δὲ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν κατὰ τὸ δόγμα τοῦ Εὐαγγελίου· πᾶς δὲ ἀπόστολος ἐρχόμενος πρὸς ὑμᾶς δεχθήτω ὡς κύριος· οὐ μενεῖ δέ, εἰμὴ ἡμέραν μίαν· ἐὰν δὲ ᾖ χρεία, καὶ τὴν ἄλλην· τρεῖς δὲ ἐὰν μείνῃ ψευδοπροφήτης. Ἐξερχόμενος δὲ ὁ ἀπόστολος, μηδὲν λαμβανέτω, εἰ μὴ ἄρτον, ἕως οὗ αὐλισθῇ· ἐὰν δὲ ἀργύριον αἰτῇ, ψευδοπροφήτης ἐστὶ. Καὶ πάντα προφήτην λαλοῦντα ἐν πνεύματι οὐ πειράσετε οὐδὲ διακρινεῖτε· πᾶσα γὰρ ἁμαρτία ἀφεθήσεται. Οὐ πᾶς δὲ λαλῶν ἐν πνεύματι προφήτης ἐστὶν, ἀλλ’ ἐὰν ἔχῃ τοὺς τρόπους κυρίου. Ἀπὸ οὖν τῶν τρόπων γνωσθήσεται ὁ ψευδοπροφήτης καὶ ὁ προφήτης. Καὶ πᾶς προφήτης ὁρίζων τράπεζαν ἐν πνεύματι, οὐ φάγεται ἀπ’ αὐτῆς, εἰ δὲ μήγε, ψευδοπροφήτης ἐστί. Πᾶς δὲ προφήτης διδάσκων τὴν ἀλήθειαν, εἰ ἃ διδάσκει οὐ ποιεῖ, ψευδοπροφήτης ἐστί, πᾶς δὲ προφήτης δεδοκιμασμένος ἀληθινός, ποιῶν εἰς μυστήριον κοσμικὸν ἐκκλησίας, μὴ διδάσκων δὲ ποιεῖν ὅσα αὐτὸς ποιεῖ, οὐ κριθήσεται ἐφ’ ὑμῶν· μετὰ Θεοῦ γὰρ ἔχει τὴν κρίσιν· ὡσαύτως γὰρ ἐποίησαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι προφῆται[7] … Πᾶς δὲ προφήτης ἀληθινός, θέλων καθῆσθαι πρὸς ὑμᾶς, “ἄξιος ἐστι τῆς τροφῆς αὐτοῦ”… Πᾶσαν οὖν ἀπαρχὴν γεννημάτων ληνοῦ καὶ ἅλωνος, βοῶν τε καὶ προβάτων λαβὼν δώσεις τὴν ἀπαρχὴν τοῖς προφήταις· αὐτοὶ γάρ εἰσιν οἱ ἀρχιερεῖς ὑμῶν· ἐὰν δὲ μὴ ἔχητε προφήτην, δότε τοῖς πτωχοῖς· ὡσαύτως κεράμιον οἴνου ἢ ἐλαίου ἀνοίξας τὴν ἀπαρχὴν, λαβὼν δὸς τοῖς προφήταις[8] … Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀξίους τοῦ κυρίου, ἄνδρας πραεῖς καὶ ἀφιλαργύρους καὶ ἀληθεῖς καὶ δεδοκιμασμένους· ὑμῖν γὰρ λειτουργοῦσι καὶ αὐτοὶ τὴν λειτουργίαν τῶν προφητῶν καὶ διδασκάλων. Μὴ οὖν ὑπερίδητε αὐτοὺς· αὐτοὶ γάρ εἰσιν οἱ τετιμημένοι ὑμῶν μετὰ τῶν προφητῶν καὶ διδασκάλων…[9]“.
Το κείμενο της Διδαχής είναι σαφές. Ξεκινώντας από τους προφήτες, είναι ευδιάκριτη στο κείμενο η μεγάλη σημασία της θέσης τους μέσα στην Εκκλησία. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για περιοδεύοντα στελέχη της Εκκλησίας[10], των οποίων το κύρος είναι τεράστιο και τούς καθιστά ικανούς να εγκαθίστανται “ως Κυριος”[11] σε κάποια τοπική εκκλησία[12]. Το έργο του προφήτη είναι μόνιμο μέσα στην Εκκλησία και δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το ελεύθερο προφητικό χάρισμα[13]. Το έργο αυτό χαρακτηρίζεται γενικώς από τον συγγραφέα της Διδαχής ως “τρόποι Κυρίου”[14] και θα πρέπει να συνίσταται αφ’ ενός στην διδασκαλία, αφ’ ετέρου στην τέλεση του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, η οποία μπορεί να τελεστεί από τον προφήτη σε κάποια τοπική εκκλησία ελεύθερα[15]. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι ο προφήτης εγκαθιστάμενος σε κάποια τοπική εκκλησία καθίσταται αρχιερεύς της[16], ολοκληρώνοντας έτσι, και όχι καταργώντας, το τοπικό ιερατείο[17].
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο χαρακτηρισμό των προφητών από τον συγγραφέα της Διδαχής ως αποστόλων. Η συσχέτιση των δύο αυτών όρων θα παρέπεμπε φυσιολογικά στους 12 μαθητές του Κυρίου. Επειδή όμως βρισκόμαστε ήδη στην α’ μεταποστολική γενεά (η Διδαχή, όπως προαναφέραμε, είναι έργο του 90-110 μ.Χ.) μία τέτοια ταύτιση θα ήταν άστοχη. Αν όμως συσχετίσουμε τους δύο αυτούς όρους με τις πληροφορίες των Πράξεων, τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως ως προφήτες και στην Διδαχή δηλώνονται οι διάδοχοι, οι μαθητές και συνεργάτες των 12 μαθητών-αποστόλων του Κυρίου, οι οποίοι περιοδεύοντες συνεχίζουν το ιεραποστολικό τους έργο και εξ αυτού ακριβώς του γεγονότος αντλούν το κύρος τους και την τιμή από την κάθε τοπική εκκλησιαστική κοινότητα[18].
Το κύρος του προφήτου γίνεται ιδιαίτερα αισθητό κυρίως με τον χαρακτηρισμό του ως αρχιερέως[19]. Στην τέλεση της Ευχαριστίας ο προφήτης πλαισιώνεται από το τοπικό ιερατείο (επίσκοποι-διάκονοι)[20]. Όπως και με τον όρο “απόστολος”, η ερμηνεία των λέξεων επίσκοπος -διάκονος, που εδώ βρίσκονται σε άμεση σχέση, δεν προϋποθέτει μία διαφορετική, από αυτή που έως τώρα γνωρίζουμε, δομή του τοπικού ιερατείου, αλλά αντιθέτως παραπέμπει στο παύλειο σχήμα “επίσκοπος-διάκονος” για τον χαρακτηρισμό του τοπικού ιερατείου. Οι επίσκοποι -διάκονοι “λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών…”, γεγονός που υποδηλώνει ξεκάθαρα την ισότιμη σχέση τους με τους προφήτες[21]. Η θέση τους στην τοπική εκκλησιαστική κοινότητα θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα υψηλή και τιμητική, σύμφωνα και με την μαρτυρία του κειμένου: “αυτοί γαρ εισιν οι τετιμημένοι υμών μετά των προφητών και διδασκάλων…”, αλλά σε σαφώς υποδεέστερη θέση έναντι των προφητών[22].
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να πρέπει να πούμε πως η σπουδαιότητα των μαρτυριών της Διδαχής για το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι τεράστια. Η Εκκλησία βρίσκεται κατά την περίοδο αυτή προς το τέλος της α’ μεταποστολικής γενεάς (90-110 μ.Χ.). Οι ερευνητές τονίζουν ιδιαιτέρως την μαρτυρία του κειμένου περί εγκαταστάσεως των προφητών, των διαδόχων δηλ. των αποστόλων, σε τοπικές κοινότητες. Μια τέτοια εγκατάσταση ενός προφήτη, τον καθιστούσε αυτομάτως αρχιερέα της τοπικής εκκλησίας. “Επίσκοπος” πλέον της κοινότητας ήταν ο εγκαθιστάμενος προφήτης, πλαισιωμένος από τους “επισκόπους και διακόνους” του τοπικού ιερατείου. Η εγκατάσταση όμως του προφήτου σε μία τοπική εκκλησία, του στερούσε αυτομάτως την δυνατότητα άμεσης επίβλεψης άλλων τοπικών εκκλησιών, γεγονός που θα είχε άμεσες συνέπειες στην δομή του ιερατείου αυτών των τοπικών εκκλησιών[23]. Τετοιες πληροφορίες δεν μας δίνει η Διδαχή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Πατρολογία Α’, Αθήνα 1991, σελ. 172.
[2] Οπ.π., σελ. 170-171. Α. LEMAIRE, Les ministères…, σελ. 139.
[3] ΧΙ, 7 (ΒΕΠΕΣ 2, 219, 4). Πρβλ. Α. LEMAIRE, οπ.π.
[4] ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Πατρολογία Α’, σελ. 172
[5] Όπ.π., σελ. 171.
[6] ΔΙΔΑΧΗ, Χ 7 (ΒΕΠΕΣ 2, 218, 37-38).
[7] ΔΙΔΑΧΗ, ΧΙ 3-12 (ΒΕΠΕΣ 2, 219, 4-20).
[8] ΔΙΔΑΧΗ, ΧΙΙΙ 1-6 (ΒΕΠΕΣ 2, 219, 32-39).
[9]ΔΙΔΑΧΗ, XV 1- 2 (ΒΕΠΕΣ 2, 220, 10-14).
[10] Β. ΦΕΙΔΑΣ, Το πολίτευμα …, σελ. 139. Του ιδίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, σελ. 73.
[11] ΔΙΔΑΧΗ, ΧΙ 3 (ΒΕΠΕΣ 2, 219, 4).
[12] Πρβλ. Α. LEMAIRE, Les ministères…, σελ. 141.
[13] Β. ΦΕΙΔΑΣ, όπ.π.
[14] ΔΙΔΑΧΗ, ΧΙ 8 (ΒΕΠΕΣ 2,219, 13).
[15] ΔΙΔΑΧΗ, Χ 7 (ΒΕΠΕΣ 2, 218, 37-38). ΧΙ, 10 (ΒΕΠΕΣ 2,219, 15-16). Πρβλ. Β. ΦΕΙΔΑΣ, Το πολίτευμα …, σελ. 139-140. Του ιδίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, σελ. 74.
[16] ΔΙΔΑΧΗ, ΧΙΙΙ 5 (ΒΕΠΕΣ 2, 219, 36-37). Πρβλ. Χ. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Το μυστήριον…, σελ. 35, όπου ο καθηγητής εκτιμά ότι το γεγονός ότι οι προφήτες χαρακτηρίζονται ως “αρχιερείς”, βεβαιώνει ότι έφεραν, ως διάδοχοι των αποστόλων, το πλήρωμα της ιερωσύνης.
[17] Β. ΦΕΙΔΑΣ, Το πολίτευμα…, σελ. 140. Του ιδίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, σελ. 74.
[18] Το λεξιλόγιο της Διδαχής παραπέμπει στο Πραξ. 14,4·14, που σύμφωνα με τους ερευνητές προέρχεται από το εν χρήσει λεξιλόγιο της χριστιανικής κοινότητας της Αντιόχειας, γεγονός που ενισχύει την αντιοχειανή η την Συριακή γενικώτερα προέλευση της Διδαχής. Πρβλ. Α. LEMAIRE, Les ministères…, σελ. 140 και 141. Χ. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Το μυστήριον…, σελ. 34-35.
[19] Ο σεβασμός της κοινότητας απέναντι στον προφήτη διαφαίνεται επίσης και από τις προσφορές του πιστού λαού προς αυτόν [ΔΙΔΑΧΗ, ΧΙΙΙ 3 και 6 (ΒΕΠΕΣ 2, 219, 32-39)].
[20] Α. LEMAIRE, Les ministères…, σελ. 142.
[21] Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Γενική Εκλησιαστική Ιστορία, σελ. 142. Είναι εύλογη η παρατήρηση του ιδίου [Περί της φερομένης διαφοράς μορφών του εκκλησιαστικού πολιτεύματος (34-156 μ.Χ.), εν Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 32 (1957)], ότι ο συγγραφέας της Διδαχής προσπαθεί να δείξει ότι οι επίσκοποι – διάκονοι, ως μόνιμοι λειτουργοί, “λειτουργούσι την ίδιαν λειτουργίαν των προφητών και διδασκάλων, δυνάμενοι άρα είτε μόνοι είτε μετά των ανωτέρω να τελέσωσι την Θείαν Ευχαριστίαν” και ότι “ένεκα τούτου είναι τετιμημένοι“. Ο λόγος για την προσπάθεια αυτή κρύβεται πίσω από τον φόβο του ότι οι χριστιανοί συνηθισμένοι “εις τους περιοδεύοντας χαρισματούχους … θα παρέβλεπον (θα ψηφούσαν) τον θεσμόν των μονίμων λειτουργών και δεν θα εξέλεγον μονίμουςλειτουργούς”. Είναι επίσης άξια προσοχής και η θέση του Σ. Αγουρίδου (Ο Χριστιανισμός…, σελ. 38), όπου στον στίχο αυτό διαβλέπει ότι η τάξη των χαρισματούχων αρχίζει για διαφόρους λόγους να εκλείπει, και ότι τα κενά λειτουργήματά τους συμπληρώνονται με τους “πρεσβυτέρους”, τους “επισκόπους – διακόνους”. Πρβλ. H.W. BEYER, Επισκέπτομαι…, σελ. 620.
[22] Β.ΦΕΙΔΑΣ, Το πολίτευμα της Εκκλησίας…, σελ. 140. Του ιδίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 74.
[23] Β.ΦΕΙΔΑΣ, Το πολίτευμα της Εκκλησίας…, σελ. 142. Του ιδίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 76-77.