Το πολιτικό και θεολογικό υπόβαθρο της Εικονομαχίας – ΙΙ


27.03.2013

Η σύγκληση νέας Συνόδου ήταν αναπόφευκτη. Η πρώτη προσπάθειά της Ειρήνης για τη σύγκληση συνόδου το 786, απέτυχε εξαιτίας παρεμβάσεως της στρατιωτικής ηγεσίας που παρέμενε πιστή στην εικονομαχική διδασκαλία[25]. Τελικά συνήλθε η Σύνοδος το 787 στη Νίκαια. Πατριάρχης υπήρξε τότε ο εικονόφιλος Ταράσιος. Σε αυτήν καταδικάσθηκε η εικονομαχία ως αίρεση, αποφασίστηκε η καταστροφή των εικονομαχικών συγγραμμάτων και η αναστήλωση των εικόνων[26]. Οι αποφάσεις της Συνόδου σήμαναν και το τέλος της πρώτης φάσης της εικονομαχίας, ενώ παράλληλα έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από κλήρο και λαό.

ICON

Η πρώτη αντίδραση στη Σύνοδο ήλθε από τη Δύση. Το 794, ο Καρλομάγνος συγκάλεσε σύνοδο στη Φρανκφούρτη. Εκεί απόρριψε τις αποφάσεις της Συνόδου σχετικά με τις εικόνες, αλλά δέχθηκε την τιμητική προσκύνηση τόσο των αγίων όσο και των ιερών λειψάνων. Ο πάπας υποστήριξε μέσω επιστολής ότι έπρεπε να γίνουν δεκτές οι αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά δεν εισακούσθηκε[27].

Τα πράγματα άλλαξαν, όταν το 813 ο Λέων Ε΄  έγινε αυτοκράτορας. Το 814 ανέθεσε σε συνεργάτες του τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το ζήτημα της λατρείας των εικόνων. Τα πορίσματα απορρίφθηκαν από τον πατριάρχη Νικηφόρο, που εκθρονίστηκε. Το 815 συγκλήθηκε νέα σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη[28]. Τα πρακτικά της, εκτός ελαχίστων αποσπασμάτων, δε διασώθηκαν. Καταδικάστηκε η εικονοφιλία χωρίς να υπάρξει τιμωρία για τους εικονόφιλους. Καταδικάστηκε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος και αποκαταστάθηκε η Σύνοδος της Ιέρειας.

Σηματοδότηση για την έναρξη της δεύτερης φάσης της εικονομαχίας υπήρξε πάλι η καθαίρεση της εικόνας του Χριστού της Χάλκης. Υπέρμαχοι των εικόνων αναδείχθηκαν ο εξόριστος πατριάρχης Νικηφόρος και ο Θεόδωρος Στουδίτης[29]. Τα Χριστούγεννα του 820 ο Λέων Ε΄ δολοφονήθηκε από τον Μιχαήλ Τραυλό. Λίγο μετά την άνοδό του στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Μιχαήλ Β΄  αν και εικονομάχος κράτησε μία μετριοπαθή στάση και προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Απαγόρευσε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με το θέμα αυτό ενώ ακύρωσε τις αποφάσεις των συνόδων της Ιέρειας και της Ζ΄ στη Νίκαια[30]. Σύντομα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη στάση του Θωμά του Σλάβου (821-823). Ο τελευταίος παρουσιάσθηκε τώρα ως αντίπαλος της Εικονομαχίας, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη του λαού[31]. Το 823 ο Σλάβος ηττήθηκε και ο Μιχαήλ σκλήρυνε τη στάση του εναντίον των εικονοφίλων.

Μετά το θάνατο του Μιχαήλ, στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Θεόφιλος το 829, που έδειξε απίστευτη σκληρότητα απέναντι στους εικονόφιλους, με διωγμούς μοναχών και λαϊκών. Οι διωγμοί λήγουν με το θάνατό του και την ανάληψη της εξουσίας από τη χήρα του Θεοδώρα, ως επιτρόπου του ανήλικου παιδιού τοyς Μιχαήλ Γ΄. Η Θεοδώρα ήταν εικονόφιλη, συγκάλεσε σύνοδο το 843, που επικύρωσε τις αποφάσεις και των επτά Οικουμενικών και αναστήλωσε θριαμβευτικά τις εικόνες. Ο τελικός θρίαμβος της Ορθοδοξίας έναντι της εικονομαχίας εορτάζεται πανηγυρικά κάθε Κυριακή της Ορθοδοξίας.

2. Η θεολογική διδασκαλία των εικονομάχων και των εικονόφιλων.

 Η καταστροφή εικονομαχικών έργων μας εμποδίζει να συνθέσουμε πλήρως τη θεολογική σκέψη των εικονομάχων. Παρόλα αυτά με τη βοήθεια των εικονόφιλων έργων θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία κατά το δυνατόν πληρέστερη εικόνα.

Οι εικονομάχοι πίστευαν ότι η προσκύνηση των εικόνων ταυτιζόταν με την ειδωλολατρία. Ήταν αντίθετη με το Χριστιανισμό και την Αγία Γραφή, ενώ δε συμφωνούσε με όσα είχαν διακηρύξει οι Οικουμενικές[32]. Η απεικόνιση του Χριστού βασιζόταν στις αιρέσεις του Νεστοριανισμού και του Μονοφυσιτισμού[33]. Οι εικονομάχοι υποστήριζαν ότι η απεικόνιση του Χριστού συνέχεε η χώριζε τις δύο φύσεις του Χριστού. Το εικονομαχικό πρόβλημα στηριζόταν πρωτογενώς στην πίστη για την απώλεια της περιγραπτής σάρκας του Χριστού μετά την Ανάσταση, αναγόταν δηλ. στο ίδιο το ενσημαινόμενο των ιερών εικόνων και δευτερευόντως στο χειροποίητό τους, σύμφωνα με μία μανιχαΐζουσα η μονοφυσιτίζουσα χριστολογία που μάλλον ασυνείδητα κατελάμβανει τη σκέψη των εικονομάχων[34].

Η μανιχαϊστική νοοτροπία των εικονομάχων, που κατέληγε στο εικονομαχικό τους μένος, τους οδήγησε στο να αντιλαμβάνονται κατά ανάλογο τρόπο το νόημα της αντιειδωλολατρικής διδασκαλίας της Αγίας Γραφής, όπως και τη σημασία του ειδώλου εν γένει. Είδωλον για αυτούς σήμαινε αυτήν καθεαυτή την ύλη, που μεταμορφώνεται σε χειροποίητη εικόνα του Θεού[35].

Οι εικονομάχοι υποστήριζαν ότι δεν απομένει τίποτα από την αισθητή φύση του Χριστού και των αγίων μετά την Ανάσταση, ώστε να περιγραφεί εικαστικά. Το μόνο που παραμένει στην αιωνιότητα είναι η θεία φύση, η οποία βέβαια είναι απερίγραφτη. Όταν εξαλείφεται η αισθητή φύση τόσο του Χριστού όσο και των αγίων, μόνον οι νοητές τους ιδέες εξακολουθούν θεωρητικά να υφίστανται, η μνήμη τους χωρίς τη δυνατότητα να εξεικονιστούν[36].

Σχετικά με την άποψη που υποστήριζαν οι εικονομάχοι, η Ει. Κοσμίδου[37]: «Αυτή η εικονομαχική θέση, στηρίζεται στην πεποίθηση ότι το σώμα του Χριστού διέφερε από το σώμα του συγκεκριμένου και κοινού ανθρώπου. Υποστήριζαν ότι δεν το περιέβαλλε σταθερό περίγραμμα, διότι ο Χριστός προσέλαβε τον καθόλου άνθρωπο. Έτσι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες από τους τρεις Αντιρρητικούς Λόγους του αγίου Θεοδώρου, παρατηρούμε ότι για τους εικονομάχους, ο προσφιλέστερος όρος για να αποδώσει το σώμα του Χριστού, είναι ο όρος «σαρξ», διότι είναι λιγότερο συγκεκριμένος από τον όρο «σώμα». Εδώ είναι εμφανής η Πλατωνική επίδραση στους εικονομάχους. Η Πλατωνική αντίληψη ήθελε τις γενικές έννοιες, -στην προκειμένη περίπτωση την έννοια άνθρωπος- να έχουν δική τους ύπαρξη, να είναι αυθύπαρκτες πραγματικότητες[38]. Έχοντας, λοιπόν, οι εικονοκλάστες ως έρεισμα την παραπάνω αντίληψη, μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι ο Χριστός ήταν σε θέση να υπάρχει ως άνθρωπος, λαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση γενικώς, ως έννοια και όχι σε μία συγκεκριμένη υπόσταση»[39].

 Οι εικονόφιλοι σημείωναν ότι ολόκληρη η κτίση αποτελούσε την εικόνα του Θεού. Έτσι οι ιερές εικόνες εξεικονίζουν το θείον αρχέτυπον, όποτε και παραπέμπουν σε αυτό. Εξάλλου ο Θεός Λόγος ενανθρωπίστηκε σε αυτά τα δεδομένα της υλικής και νοεράς κτίσεως[40]. H εικόνα γίνεται κατά μίμηση του πρωτοτύπου και λαμβάνει τα υποστατικά του ιδιώματα, κατεξοχήν τα ονόματά του[41]. Τα ιδιώματα λοιπόν του ενσάρκου Θεού Λόγου κοινοποιούνται στην εικόνα του ομωνύμως και την χαρακτηρίζουν αντί αυτού[42]. Τέλος η λατρεία ανήκει αποκλειστικά στο Θεό, ενώ η προσκύνηση των εικόνων, των αγίων, των ιερών λειψάνων αλλά και του Σταυρού είναι τιμητική και μεταβαίνει στον ίδιο το Θεό.

  Οι εικονόφιλοι χρησιμοποίησαν αρχικά τη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου για την εικόνα. Η Τριαδολογική διδασκαλία του Μ. Βασιλείου και η εν γένει θεολογία του όσον αφορά στην ενδοτριαδική σχέση εικόνας και πρωτοτύπου αποτέλεσε σημαντικό επιχείρημα για τους εικονοφίλους τόσο του Η΄ όσο και του Θ΄ αιώνα, που χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη της δογματικής διδασκαλίας σχετικά με την ύπαρξη και προσκύνηση των τεχνητών εικόνων της Εκκλησίας. Ο Μ. Βασίλειος  δίδασκε ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει»[43]. Με βάση τη ρήση αυτή μπόρεσαν οι εικονόφιλοι να εξηγήσουν τη σχέση της τεχνητής εικόνας με το εικονιζόμενο πρωτότυπό της[44] και να υποστηρίξουν θεολογικά το ορθό της χρήσεως των τεχνητών εικόνων της Εκκλησίας.

 Η διδασκαλία των εικονοφίλων πατέρων γίνεται καλύτερα κατανοητή, εάν αρχικά ξεκαθαριστεί η οντολογική γίνει διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας στον Τριαδικό Θεό. Έτσι θα ερμηνευθεί το πως οι εικόνες της Εκκλησίας θεωρούνται και είναι φορείς της άκτιστης θείας ενέργειας και χάρης, την οποία φέρουν και τα εικονιζόμενα πρωτότυπα. Θεολογώντας με βάση τα παραπάνω ο Θεόδωρος ο Στουδίτης εξηγεί ότι «και εν εικόνι είναι την θεότητα ειπών τις ουκ αν αμάρτη του δέοντος… αλλ’ ου φυσική ενώσει»[45]. Η παρουσία δηλαδή της θεότητας στις εικόνες των εικονιζομένων πρωτοτύπων δεν είναι «κατ’ ουσίαν» αλλά, όπως διευκρινίζει ήδη ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είναι «χάριτι και ενεργεία»[46] είναι με άλλα λόγια χαρισματική. Εδώ είναι προφανές ότι υποδηλώνεται με σαφήνεια η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού[47]. Παράλληλα, επειδή ο ανθρώπινος λόγος είναι ανεπαρκής για να αναφερθεί στο Θεό, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης προσπάθησε να καταδείξει ότι δεν μπορεί α συλληφθεί το θείο από τον ανθρώπινο νου χρησιμοποίησε αποφατικές λέξεις για να μιλήσει για το Θεό εκφράστηκε αποφατικά. Ο Τριαδικός Θεός υποστήριξε είναι ασύλληπτος και απερίγραπτος και επιπλέον «άπειρον και αόριστον και ασχημάτιστον, και όσα δια της αφαιρέσεως των άπερ ουκ έστι, λέγεται παντί που δήλον»[48].

[Συνεχίζεται]

25. Χριστοφιλοπούλου, σ. 137.

26. Mansi, XII, στ. 373-380.

27. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήναι 1992, σ. 792.

28. Περισσότερα για την εικονομαχική Σύνοδο της Αγίας Σοφίας και για το συνοδικό θεσμό εν γένει, κατά τη δεύτερη φάση της εικονομαχίας, βλ. στην μελέτη του Β. Τσίγκου, «Ἡ Λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ κατά τή δεύτερη εἰκονομαχική περίοδο», Θεολογία 73, 2, (2002), σελ. 571: «Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς σύντομες συνεδριάσεις, ἡ σύνοδος μὲ τὶς ἀποφάσεις της ἀποκήρυξε τὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενική».

29. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήναι 1992, σσ. 794, 795.

30. Αυτόθι, σ.  797.

31.  Χ. Μακρυπούλια , όπ. π.

32. P. Schaff, H. Wace (επιμ.) Nicene and Post-Nicene Fathers, 2nd Series, XIV,  N.Y 1900, σ. 543.

33. Mansi, XIII, 269, 252-260. Πατριάρχη Νικηφόρου, Ἀντιρρητικός Α΄, PG 100, 301.

34. Κ. Ι. Γεωργιάδη, Πηγές και Θεολογία της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 14.

35. Αυτόθι, σ. 245.

36. Αυτόθι, σ.  259.

37. Ει. Κοσμίδου, Το Μυστήριο της θείας Οικονομίας στους «ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΥΣ ΚΑΤΑ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥΣ» του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, μεταπτυχιακή διατριβή, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 52.

38. Βλ. Κ. Ι. Κορναράκη, Η θεολογία των ιερών εικόνων κατά τον Όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, όπ. παρ., σελ. 112.

39. Π. Ευδοκίμωφ, «Η τέχνη της Εικόνας, Θεολογία της Ωραιότητος», (μτφ. Κ. Χαραλαμπίδη), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 154.

40. Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, 1, 4 και 3, 6 B. Kotter, σ. 7628-29. (=PG 94, 1236A, 1324C).

41. Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός Β´, 16 PG 99, 360D.

42. Αυτόθι, Γ, 3 PG 99, 432D-433A.

43. Μ. Βασιλείου,  Περί Αγίου Πνεύματος  ΙΗ, 45, PG 32, 149C.

44. Mansi XII, 1146Α και XIII, 69D-377E.

45. Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολή προς Πλάτωνα, PG 99, 344Β.

46. Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Α, 19, PG 94, 1249Β.

47. Δ. Τσελεγγίδη, «Η χαρισματική παρουσία του πρωτοτύπου στην εικόνα του κατά την εικονολογία της Εκκλησίας», δημοσιεύτηκε (2012) στο www.impantokratoros.gr/ikonologia.print.el.aspx

48. Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός Α’, 2, PG 99, 329C.