Το πολιτικό και θεολογικό υπόβαθρο της Εικονομαχίας – ΙΙI
30.03.2013
Ως απάντηση στους εικονολάτρες ότι στην ΠΔ απαγορευόταν η απεικόνιση του Θεού, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει ότι «Πάλαι μεν ο θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω θεού το ορώμενον. Ου προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται. Σέβω δε ουχ ως θεόν –άπαγε· πως γαρ το εξ ουκ όντων την γένεσιν εσχηκός θεός; – ει και το του θεού σώμα θεός δια την καθ’ υπόστασιν ένωσιν γεγονός αμεταβλήτως, όπερ το χρίσαν, και μείναν, όπερ ην τη φύσει, σαρξ εψυχωμένη ψυχή λογική τε και νοερά, ηργμένη, ουκ άκτιστος. Την δε γε λοιπήν ύλην σέβω και δι’ αιδούς άγω, δι’ ης η σωτηρία μου γέγονεν, ως θείας ενεργείας και χάριτος έμπλεων»[49].
Εκείνο, όμως, το οποίο εικονίζουμε δεν είναι η θεία φύση του Χριστού, αλλά σύμφωνα με τον Θεόδωρο Στουδίτη, η υπόσταση, το γεγονός του προσώπου του Χριστού, ο οποίος είναι «εικών του Θεού του αοράτου»[50]. Ο Θεόδωρος τόνιζε ότι: «Επειδή ο Χριστός είχε πρόσωπο που περιγράφεται με κάποια δικά του χαρακτηριστικά, γι’ αυτό μπορεί να εξεικονιστεί σύμφωνα με τη σωματική Του εικόνα, όπως ακριβώς είναι και απερίγραπτος όσον αφορά στην αθέατη ουσία του»[51]. Όλη η διδασκαλία του αγίου Θεοδώρου βασίζεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. Στο γεγονός, ότι ο Χριστός έγινε τέλειος και αληθινός άνθρωπος στηρίζεται ολη η ορθόδοξη εικονολογία. Η εξεικόνιση δεν αφορά τις δύο φύσεις του Χριστού, αλλά το Πρόσωπο, την υπόστασή Του[52]. Κατ’ επέκταση η τεχνητή εικόνα απεικονίζει «παντός εικονιζομένου, ουχ η φύσις, αλλ’ η υπόστασις εικονίζεται»[53].
Συνοπτικά οι εικονόφιλοι προέβαλαν έναντι των εικονομάχων τα επιχειρήματα α) ότι δεν τιμάται η ίδια εικόνα και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη, όπως συνέβαινε με τα είδωλα αλλά η τιμή ανάγεται στο πρωτότυπο, β) το εικονιζόμενο πρόσωπο δεν αποτελεί αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας, όπως τα είδωλα αλλά υπήρξε πρόσωπο πραγματικό που μπορεί να απεικονισθεί. Φυσικά τον αγιογράφο δεν τον απασχολεί να αποδώσει το εικονιζόμενο πρόσωπο όσο πιο πιστά μπορούσε με την πραγματικότητα και γ) τέλος η τιμή των εικόνων αναφέρεται με αναγωγικό τρόπον στον ίδιο το Θεό[54].
3. Η σημασία της επικράτησης των εικονόφιλων για τη Βυζαντινή Εκκλησία και τη μετέπειτα εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης.
Ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της αγιογραφίας στις εκκλησίες, η οποία συνδέθηκε τόσο με τις ανάγκες της θεολογίας όσο και της λειτουργικής. Με την αγιογραφία μέσα σε ένα ναό, ο πιστός μπορεί να γνωρίσει γεγονότα της Αγίας Γραφής, να μάθει για διάφορους αγίους.
Ταυτόχρονα ο βυζαντινός ναός παρίσταται ως ενιαίο λειτουργικό εικονογραφικό πρόγραμμα[55]. Η επικράτηση των εικονομάχων θα είχε σαν αποτέλεσμα οι Ορθόδοξοι Ναοί να μοιάζουν με τους ναούς των ετεροδόξων δυτικών Ευρωπαίων. Παράλληλα δεν θα είχαν δημιουργηθεί οι ψηφιδωτές εικόνες ούτε και οι φορητές.
Η ορθόδοξη αγιογραφία αποβλέπει στην απεικόνιση του αοράτου ως απαυγάσματος του φωτός της Ιδέας, ενώ η δυτική τέχνη, ακόμα κι όταν έχει θρησκευτικό περιεχόμενο, είναι αναπαράσταση και απομίμηση του εξωτερικού κόσμου, είναι δηλαδή είδωλο ειδώλου. Γι’ αυτό στις ιερές εικόνες απουσιάζει παντελώς η φυσικότητα, ο ρεαλισμός. Οι εικονιζόμενοι άγιοι έχουν άκαμπτα όπως τα νευρόσπαστα μέλη, ρικνές επιδερμίδες, τραβηγμένα σώματα, αδρά χαρακτηριστικά προσώπου, τεράστια μάτια, μακριές μύτες και μετωπικές στάσεις. Έτσι που κοιτάζουν πάντοτε κατ’ ενώπιον, κατάματα, τους δεομένους, αποκαθιστούν μυστική επικοινωνία μαζί τους και συγχρόνως μεσιτεύουν γι’ αυτούς προς το Θεό[56].
Η ύπαρξη εικόνων σε ένα ναό βοηθά τους ανθρώπους να κατανοήσουν καλύτερα τα γεγονότα της Αγίας Γραφής, ενώ τα πρόσωπα των αγίων τους υπενθυμίζουν συνεχώς τον αγώνα τους για να κερδίσουν τη Βασιλεία των Ουρανών. Άλλωστε οι εικόνες αποτελούν τα βιβλία των αγραμμάτων. Χαρακτηριστικά ο Ουσπένσκυ αναφέρει «Η Εκκλησία υπερασπίζοντας τις εικόνες δεν υπεράσπιζε μόνο τον διδακτικό ρόλο τους η την αισθητική τους μορφή, αλλά την ίδια την βάση της χριστιανικής πίστης. Έτσι εξηγείται η σταθερότητα των ορθοδόξων στην υπεράσπιση των εικόνων, η αδιαλλαξία τους και η παράδοση στο μαρτύριο»[57].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Η εικονοκλαστική περίοδος συντάραξε την αυτοκρατορία χωρίζοντας τους κατοίκους σε εικονόφιλους και εικονομάχους. Τα αίτια ήταν θεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά.
Η επιχειρηματολογία των εικονοκλαστών στηριζόταν στο αδύνατο απεικονίσεως του Χριστού αλλά και στην ειδωλολατρική λατρεία των εικόνων. Έτσι ξαναεμφανίστηκαν ο μανιχαϊσμός και οι χριστολογικές αιρέσεις προηγούμενων αιώνων.
Η Ορθοδοξία υπερπήδησε αυτές τις δύο αντικρουόμενες τάσεις, επιβεβαιώνοντας τη χριστολογική βάση της εικόνας και την αυστηρά προσωπική της αξία (και όχι την αξία της ουσίας). Η βασική αρχή είναι ότι μπορούμε να αγιογραφούμε και να σεβόμαστε τις εικόνες, γιατί ο Χριστός ενσαρκώθηκε και αγίασε το σώμα και όλη την κτίση και η μη τιμητική προσκύνηση των εικόνων είναι τρόπον τινά μια εκσάρκωση του Λόγου. Έπειτα, η τιμή των ιερών εικόνων διαβαίνει στο πρωτότυπο, και εκείνος που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί την υπόσταση του εγγραφομένου σε αυτήν. Η ύλη αυτή έχει αξία, γιατί αγιάζεται από την άκτιστη Χάρη του Θεού, αφού η θεία Χάρη δια του ανθρώπου διαπορθμεύεται και στην άλογη δημιουργία[58].
Οι εικόνες αποκαλύπτουν την απρόσιτη στους οφθαλμούς πραγματικότητα. Και βέβαια δεν απεικονίζεται ο αόρατος Θεός στην εικόνα, αλλά η σάρκα που είναι ορατή. Και ενώ στον Ιουδαϊσμό δεν μπορούσαν να απεικονίσουν εκείνο που δεν είδαν, εμείς το μπορούμε επειδή Τον είδαμε[59].
Τέλος, οι εικόνες είναι λειτουργικά σκεύη, τα οποία φέρνουν τους πιστούς σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου, αφού και η ύλη αγιάζεται μέσα στην Εκκλησία. Δεν είναι είδωλα ούτε αντικείμενα λατρείας αλλά προσκύνησης, αφού τη λατρεία την αποδίδουμε μόνο στον Θεό. Άλλωστε τα είδωλα διαφέρουν από τις εικόνες επειδή περιέχουν πάντοτε το ψεύδος, είτε ως προς τη μορφή, αφού εικονίζουν ανύπαρκτα όντα, είτε ως προς το περιεχόμενο όταν αναπαριστάνουν ανύπαρκτους θεούς. Οι εικόνες αντιθέτως αποτελούν υπομνήσεις προσώπων η θαυμάτων η γεγονότων. Επομένως, οι εικόνες διαφέρουν από τα είδωλα επειδή: α) αποτελούν απεικονίσεις πραγματικών ιστορικών προσώπων και γεγονότων, τα οποία βρίσκονται σε άμεση προσωπική και ουσιαστική σχέση αγιότητας με τον Ένα και μόνο αληθινό Θεό, και β) δεν τις θεοποιούμε[60].
49. Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Α, 6, PG 94, 1245ΑΒ. Και Αυτόθι Γ, 8, PG 94, 1328D-1329A.
50. Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός Β´, 16 PG 99, 360D.
51. Αυτόθι, Γ , PG 99, 463Α.
52. Ιω. Τσερεβελάκη, «Από τη βυζαντινή εικονομαχία στη σύγχρονη εικονολατρία», Άγκυρα Ελπίδος, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπτύνης και Σητείας, 66 (2012) 20.
53. Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός Β´, 16 PG 99, 360D.
54. Όλη η θεολογία υπέρ των εικόνων συνοψίζεται μέσα στον όρο της Ζ Οικουμενικής Συνόδου: «Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων ψηφίδος ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι εσθήσι, τοίχοις τε σανίσιν, οίκοις τε οδοίς? της τε του Κυρίου Θεού Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, πάντων άγιων και οσίων άνδρων. Όσω γαρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτο και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις άσπασμον και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει- άλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελιοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται. η «γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει», και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον», Mansi, XIII, 377-380.
55. Φειδά, σ. 801.
56. http://piombinos.blogspot.com/p/blog-page_8620.html (2012)
57. Λ. Ουσπένσκυ, Η Θεολογία της εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, (μτφ. Σπ. Μαρίνη), εκδ. Αρμός, Ἀθήνα 1989, σελ. 136:
58. http://www.alopsis.gr/modules. (2012)
59. http://piombinos.blogspot.com/p/blog-page_8620.html (2012)
60. http://piombinos.blogspot.com/p/blog-page_8620.html