Μήνυμα Οικουμενικού Πατριάρχου για το νέο έτος (2013)
02.01.2013
Αντιφώνησις
της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικου Πατριάρχου
κ.κ. Β α ρ θ ο λ ο μ α ί ο υ
κατά την Δεξίωσιν επί τη πρώτη του έτους
(1 Ιανουαρίου 2013)
Ιερώτατοι καί προσφιλέστατοι αδελφοί εν Χριστώ,
Ευλαβέστατοι λειτουργοί καί διάκονοι του Θυσιαστηρίου Κυρίου,
Εντιμολογιώτατοι Αρχοντες,
Εντιμότατε κύριε Πρόξενε της Ελλάδος ενταύθα,
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά καί πάντες οι συμπαρόντες εις τήν εόρτιον εκκλησιαστικήν ταύτην σύναξιν,
“Ο χρόνος αύξησις συμπαθείας, καί προσθήκη φίλτρου, ουχί αφορμή κόρου τοίς πειραθείσιν εγγίνεται”, διακηρύττει ο σήμερον τιμώμενος Μέγας Βασίλειος (Επιστολή 28, τη Εκκλησία Νεοκαισαρείας παραμυθητική, P.G.32,308A.2)
Η σημερινή εορτή της κατά σάρκα περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί της μνήμης του ουρανοφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, συμπίπτουσα προς τήν έναρξιν του νέου ημερολογιακού έτους, αποτελεί αφορμήν υπομνήσεως των ευεργεσιών τάς οποίας εχαρίσατο εις ημάς ο Θεός κατά τόν μόλις παρελθόντα ενιαυτόν, αλλά καί αναθεωρήσεως της αναστροφής ημών καί περισκέψεως διά τήν πορείαν μας κατά τό μόλις αρξάμενον έτος, ομού δέ καί, ως όντων πάντων ημών τέκνων του Αδάμ, περισκέψεως διά τό μέλλον του αψύχου κόσμου καί της διά ζώσης πνοής τιμηθείσης ανθρωπότητος ολοκλήρου.
“Ιησούς Χριστός χθές καί σήμερον ο αυτός καί εις τούς αιώνας”, (Εβρ. ιγ΄,8-9) είναι τό διαχρονικόν μήνυμα, τό οποίον κομίζει εις τόν αποπροσανατολιζόμενον καί τεταραγμένον κόσμον η Αγία Εκκλησία μας. Είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς.
Του Κυρίου μας τήν μέχρι πλήρους κενώσεως “αλληλεγγύην” πρός τόν άνθρωπον μιμουμένη η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως εκήρυξε τόν ανατείλαντα ενιαυτόν “Έτος πανανθρωπίνης αλληλεγγύης”, επιθυμούσα νά διαδηλώση ότι μόνον ο Θεός ημπορεί νά δώση εις τόν άνθρωπον τήν σωτηρίαν καί την λύτρωσιν, μόνον Αυτός ημπορεί νά δώση εις τόν κόσμον τόν προσανατολισμόν καί τήν αιτίαν της υπάρξεώς του· μόνον Αυτός ημπορεί νά εξαγάγη τούς ανθρώπους, αλλά καί λαούς από των αδιεξόδων καί του σκότους. Ο Κύριος Ιησούς, ο τά πάντα πρός τό αληθές συμφέρον οικονομών, είναι η μόνη ε λ π ί ς ημών. Μή καυχάσθω, λοιπόν, ο σοφός εν τη σοφία αυτού, “καί μή καυχάσθω ο δυνατός εν τη δυνάμει αυτού, καί μή καυχάσθω ο πλούσιος εν τώ πλούτω αυτού” (Α´ Βασιλ. β΄,9), καθότι “Κύριος θανατοί καί ζωογονεί, κατάγει εις άδου καί ανάγει· Κύριος πτωχίζει καί πλουτίζει, ταπεινοί καί ανυψοί” (Α´ Βασιλ. β΄,6-7), αναλόγως προς τήν προαίρεσιν καί τήν καθαρότητα του νοός των ανθρώπων.
Δέν είναι δυνατόν ασφαλώς κατά τήν εύσημον ταύτην ημέραν δι’ όλον τόν κόσμον νά μή ενθυμηθώμεν, όπως πολλάκις κατά τό παρελθόν έτος, καί νά μή στρέψωμεν τά όμματα ημών εις τούς εν όλω τώ κόσμω, αλλά καί ειδικώς εν Συρία χειμαζομένους υπό σκληράς δοκιμασίας αδελφούς ημών, ανεξαρτήτως θρησκείας καί πολιτικής τοποθετήσεως. Ιδιαιτέρως δέ εις τούς εκείσε δοκιμαζομένους χριστιανούς, οι οποίοι, παρά τόν ειρηνικόν καί φιλήσυχον βίον των, υφίστανται τάς θλιβεράς συνεπείας της αδελφοκτόνου αιματοχυσίας. Ευχόμεθα διαπύρως ο Θεός νά συντομεύση τόν χρόνον της δοκιμασίας καί νά δίδη δύναμιν καί ενίσχυσιν καί υπομονήν, η οποία ουδέποτε καταισχύνει, εις τόν βαρύν τούτον σταυρόν, ώστε νά παραμείνουν εις τάς εστίας των καί εις τούς τόπους αυτούς της θεοφανείας καί θείας επισκέψεως, ένθα εβάδισαν οι πόδες του Κυρίου καί των Αγίων Αποστόλων.
Αδελφοί, Πατέρες καί Τέκνα,
Ήχθημεν, ως γνωστόν, εις τήν απόφασιν όπως παραλλήλως αφιερώσωμεν τό παρόν έτος, τόν χρόνον τούτον της ζωής των ανθρωπείων καί της συνωδινούσης εις αεί μετά του πλάσματος κτίσεως, εις τήν θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ή ν ε λ ε υ θ ε ρ ί α ν , καί συγκεκριμένως εις τό Διάταγμα των Μεδιολάνων, διά του οποίου ο αγιώτατος Βασιλεύς καί ιδρυτής της πόλεως ταύτης Κωνσταντίνος ο Μέγας έπαυσε τούς διωγμούς κατά των χριστιανών καί έθεσε τά θεμέλια, ώστε η μέν Εκκλησία του Χριστού νά συνεχίζη ειρηνικώς, κατά τό ανθρωπίνως δυνατόν, τήν πορείαν αυτής, η δέ κοινωνία του κράτους νά μεταβληθή εις κοινωνίαν χριστιανικήν, ερειδομένην εις τάς αρχάς του αγίου Ευαγγελίου, εις την οποίαν επετρέπετο και η ελευθέρα έκφρασις εκάστης θρησκευτικής πεποιθήσεως.
Ούτω, λοιπόν, επ’ αφορμή της 1700ής επετείου από της εκδόσεως του εν λόγω Διατάγματος κρίνομεν από του Ιερού τούτου Κέντρου της Ορθοδοξίας, του συλλαμβάνοντος καί αξιολογούντος τά σημεία των καιρών, ότι τό έτος 2013, πέραν του ότι δέον όπως βιωθή υπό πάντων ως έτος πανανθρωπίνης αλληλεγγύης, πρέπει νά αποτελέση καί έτος μνήμης του κεφαλαιώδους διά τήν Εκκλησίαν καί τόν σύμπαντα κόσμον γεγονότος τούτου της θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ή ς ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς, διά τήν οποίαν η ανθρωπότης πάντοτε εργάζεται καί κηρύττει καί προσπαθεί, χωρίς όμως καί μέχρι των ημερών μας νά την πραγματοποιή εμπειρικώς καί αληθώς.
Όμως, η προσπάθεια συνεχίζεται, καί δέον νά εντείνεται καθημερινώς εν χ ρ ό ν ω καί α – χ ρ ό ν ω ς. Ο χρόνος έχει αρχήν καί ο ά-χρονος είναι ο μόνιμος, ο αληθινός. Όθεν, εις μ ν ή μ η ν, αλλά καί εις α φ ύ π ν ι σ ι ν καί ε ρ γ α σ ί α ν καί σ υ μ β ο λ ή ν εις τήν θρησκευτικήν ελευθερίαν, απεφασίσαμεν μετά της περί ημάς Αγίας καί Ιεράς Συνόδου όπως οργανώσωμεν ουχί εορταστικάς, αλλά επετειακάς εκδηλώσεις μνήμης, αξιολογήσεως του παρελθόντος, διαπιστώσεως του ενεστώτος, καί προβλεπτικής μελέτης του αχρόνου μέλλοντος όσον αφορά εις τήν θρησκευτικήν ελευθερίαν. Αι εκδηλώσεις αύται προγραμματίζονται διά τήν Αναστάσιμον περίοδον, διά της προσκλήσεως πρός συμμετοχήν εκπροσώπων των κατά τόπους αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών καί συλλειτουργίας μετ’ αυτών εν τη καθ’ ημάς Ιερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή της Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή, τη Κυριακή των Μυροφόρων, εν τη οποία ιστορική καί περιπύστω Μονή ανά τούς αιώνας ρέει τό ύδωρ τό ζών του θαύματος καί της ανακουφίσεως καί της ελευθερίας, ήτις μεταλαμβάνεται διά του ζωοδόχου ύδατος καί μεταποιεί τόν μεταλαμβάνοντα εις ειρηνικόν, εις ελεύθερον, εις πλήρη αγάπης καί ευδοκίας, και τόν αναβιβάζει υπέρ τά μάταια καί τά γήϊνα. Από του ιστορικού, λοιπόν, καί ιερού τούτου χώρου του θαύματος καί της μαρτυρίας θά εξαγγείλωμεν διά Πατριαρχικού ημών και Συνοδικού Μηνύματος τό άχρονον του Μυστηρίου, καί θά αναπέμψωμεν μίαν εκτενή, μίαν α ν α φ ο ρ ά ν, προσευχής καί μνήμης, καί ικετευτικήν αξιολόγησιν των ν ο η τ ω ν εις τόν πεπερασμένον ανθρώπινον νούν καί των α(στερητικόν α)-ν ο ή τ ω ν (τών μή νοουμένων), των οποίων κύριος καί ρυθμιστής καί κυβερνήτης είναι ο “δι’ ημάς καθ’ ημάς γενόμενος άνθρωπος” Κύριος Ιησούς. Εν τώ πλαισίω τούτω του εορτασμού παγκοσμίως της επετείου ταύτης έχει προγραμματισθή καί επίσκεψις της ημετέρας Μετριότητος εις τόν τόπον της εκδόσεως του Διατάγματος, εν Μεδιολάνοις της Ιταλίας, εις τήν ιστορικήν έδραν του Αγιωτάτου Επισκόπου Αμβροσίου.
Συγχρόνως όμως, πρός τη αφιερώσει του αρξαμένου ενιαυτού εις τά δύο κορυφαία ταύτα γεγονότα, της α λ λ η λ ε γ γύ η ς καί της θ ρ η -σ κ ε υ τ ι κ ή ς ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς, τιμώμεν καί τήν μνήμην όλων των ενδόξων αγίων Μαρτύρων, οσίων καί δικαίων, οι οποίοι άχρι της δοθείσης υπό του θεοστέπτου Βασιλέως Κωνσταντίνου θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ή ς ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς εξέχεαν τό αίμα των καί έδωκαν τήν μαρτυρίαν των διά τόν τά “πάντα περιέχοντα δρακί” Χριστόν, καί ετίμησαν τό “υπέρ ημών καί πολλών εκχυθέν εις άφεσιν αμαρτιών” Αίμα του Κυρίου διά του ιδίου αυτών αίματος. Διά τούτο αισθανόμεθα εσωτέραν τήν ανάγκην νά υπενθυμίσωμεν καί κατά τήν ιεράν ταύτην στιγμήν, ότι η επέτειος, άλλως, της α ν ε ξ ι θ ρ η σ κ ε ί α ς δέν είναι μόνον επέτειος χαρμόσυνος καί τροπαιοφόρος, της νίκης του Χριστού καί της Εκκλησίας Του. Ταυτοχρόνως υπενθυμίζει εις ημάς ότι, πρό του θριάμβου της χριστιανικής πίστεως, προηγήθη καί προηγείται πάντοτε τό μαρτύριον. Πρό της Αναστάσεως η ανάβασις του Γολγοθά. Αποτελεί αληθώς χρέος οφειλετικόν της Εκκλησίας νά ευαγγελίζεται πάσι τά μαρτύρια των πρώτων χριστιανών, “ά ήκουσε καί εώρακε καί εψηλάφισεν”, ώστε νά αναμιμνησκώμεθα οι πάντες δόξης Θεού, καί οι νύν δι’ ακοής ακούοντες, κοινωνίαν έχωμεν μετά των αγίων μαρτύρων καί δι’ αυτών μετά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, “τού πιστού καί αληθούς μάρτυρος καί πρωτοτόκου των νεκρών καί αρχηγού της ζωής του Θεού” όπως λέγει το (Μαρτύριον των εν Λουγδούνω τελειωθέντων, τά μαρτύρια των αρχαίων χριστιανών, ΕΠΕ 30, σελ. 220). Διά τά “μαρτύρια” ταύτα λίαν προσφυώς μαρτυρεί ο Αγιορείτης μοναχός Καισάριος Δαπόντες, ότι κατέλιπον ημίν ταύτα οι Άγιοι Μάρτυρες ως “αρραβώνας πώς έχομεν νά σμίξωμεν μετ’ αυτών εις τούς χρυσούς αιώνας. Εις τήν πατρίδα μας εκεί, εις τόν Παράδεισόν μας (εφ’ όσον τόν αξιωθώμεν λόγω της ανθρωπίνης ματαιοδοξίας καί δοξομανίας μας), εκείνοι μέ τό αίμά των, ημείς μέ τόν σταυρόν μας” (Μαρτύριον νεομάρτυρος Χρήστου, “῾Η αυτόγραφη νεομαρτυρολογική συλλογή του μοναχού Καισαρίου Δαπόντες (1713-1784), έκδ. Μυγδονία, σελ. 303).
Εάν, λοιπόν, άρωμεν καί κατά τό έτος τούτο μεθ’ υπομονής καί αγάπης καί ανεξικακίας, “συγχωρούντες εαυτούς καί αλλήλους” εν ανωτερότητι, τόν σταυρόν μας, είναι βέβαιον ότι θά νικήσωμεν καί θά συγκαταριθμηθώμεν μέ αυτούς οι οποίοι έδωκαν τό αίμά των διά τόν Χριστόν. Εις πάντας ο Κύριος δίδει ένα σταυρόν, ο οποίος είναι αι διάφοροι σωματικαί, ψυχικαί καί πνευματικαί ασθένειαι· είναι η μή συνειδητοποίησις της ματαιότητος· η αδυναμία βιώσεως της αγάπης “καθώς εστι”· η μανία καί τάσις πρός τό κακόν, πρός τήν εκδίκησιν· καί, τέλος, η έφεσις καί προαίρεσις του ανθρώπου νά είναι προσκολημμένος εις τήν “γηΐνην δυσωδίαν” καί νά αποφεύγη τήν “μελέτην του θανάτου”∙ αξιολογούμεν πάντοτε οι άνθρωποι τόν χρόνον ως “παίγνιον επί της γής” ως “φύσημα μή κρατούμενον”, ως “πτήσιν ορνέου παρερχομένου”, ως “ναύν επί θαλάσσης ίχνος ουκ έχουσαν”.
Αυτόν τόν σταυρόν δέν πρέπει νά τόν αρνούμεθα καί νά επιδιώκωμεν νά φύγη αφ’ ημών, αλλά νά τόν αίρωμεν μέ χαράν “ως αρετής περιουσίαν”· τοιουτοτρόπως θά προκόπτωμεν εις τόν αγώνα μας. Όλη η ζωή μας θά γίνεται μία γ έ φ υ ρ α, μετάγουσα ημάς όχι εις τήν ανθρωπίνην δήθεν επιτυχίαν καί δόξαν, τήν οποίαν ματαίως επιδιώκομεν, αλλ’ εις τόν ουρανόν.
Ουδέποτε όμως, εξ ετέρου, λημονούμεν εν τη Πόλει ταύτη ότι τόν μεγαλύτερον σταυρόν τόν εσήκωσαν, μετά τόν Θεάνθρωπον Κύριον καί τήν Παναγίαν Μητέρα Του, οι Άγιοι Μάρτυρες, μέ πρώτον τόν Πρωτομάρτυρα καί Αρχιδιάκονον Στέφανον καί τούς Αγίους Αποστόλους, τον Πρωτόκλητον Ανδρέαν, αλλά καί οι πατέρες καί οι προπάτορες ημών, οι οποίοι “εταπεινώθησαν έως θανάτου” διά νά ζώμεν ελευθέρως κατά τό εφικτόν ημείς οι επιγενόμενοι.
Αδελφοί καί τέκνα,
Ο Κύριος μας καλεί νά διέλθωμεν τό έτος τούτο 2013 ειρηνικώς, “εξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισιν”, “συνιέντες τί τό θέλημα του Κυρίου” (Εφεσ. ε΄,16-18). Ας μή καταλίπωμεν διά της πολιτείας καί της απανθρώπου πολλάκις καί εκδικητικής συμπεριφοράς μας στάσιν καί πόλεμον τοίς αδελφοίς, αλλά χαράν καί ειρήνην καί ομόνοιαν καί αγάπην, προχωρούντες κατά πάντα νικηφόροι πρός τόν Θεόν, μέ τήν βεβαιότητα ότι “ουκ άξια τά παθήματα του νύν καιρού πρός τήν μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς” (Ρωμ. η΄,18-19). Οι ποιμένες καί λειτουργοί του Αγίου Θυσιαστηρίου καί οι εκκλησιαστικοί διάκονοι ας πορευθώμεν “άμεμπτοι εν πάσαις ταίς εντολαίς καί δικαιώμασι του Κυρίου, καί πάση τη πρός τόν πλησίον λειτουργία, άοκνοι, ζήλον Θεού πολύν έχοντες καί ζέοντες τώ πνεύματι” (Μαρτύριον των εν Λουγδούνω τελειωθέντων, σελ. 194).
Ας αγωνισθώμεν μέ όλας τάς δυνάμεις της ψυχής καί του νοός μας νά αρέσωμεν εις τόν Θεόν, μετερχόμενοι πάσαν πρακτικήν αρετήν, νηστείαν, εγκράτειαν, προσευχήν, πτωχείαν, χωρίς νά απορροφώμεθα τελείως υπό της φροντίδος των γηΐνων καί σωματικών αναγκών, επιδιώκοντες “επίπλαστον δόξαν”, αλλά ηδόμενοι καί ενασχολούμενοι μέ τά θεία νοήματα, εντρυφώντες εις τά κάλλη καί τήν δόξαν καί τό φως του Κυρίου, καί διανύοντες τήν ζωήν μας εν οσιότητι, δικαιοσύνη καί ασκήσει.
Δοξάζομεν από καρδίας τόν Κύριον δι’ όσα αγαθά εχαρίσατο ημίν κατά τόν παρελθόντα ενιαυτόν. Μετ’ ευγνωμοσύνης ενθυμούμεθα, μεταξύ άλλων, τον καθαγιασμόν του Αγίου Μύρου, τήν τέλεσιν υπό της ημετέρας Μετριότητος των εγκαινίων των Καθολικών δύο γυναικείων Ιερών Μονών, της Παναγίας Χρυσοπηγής Χανίων καί του Τιμίου Προδρόμου Ακριτοχωρίου Σερρών, καί άλλων μικρών καί μεγάλων γεγονότων, απάντων κρινομένων κατά τά ανεξιχνίαστα κρίματα υπό του μοναρχούντος καί κατευθύνοντος τήν ιστορίαν καί τά ανθρώπεια Κυρίου.
Εν τώ πλαισίω τούτω της μαρτυρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου “εκτός των τειχών” προγραμματίζομεν καί εφέτος ιεράς αποδημίας, μέ πρώτην τήν εντός των ημερών πρός τήν Αγιωτάτην Εκκλησίαν της Γεωργίας, διά νά τιμήσωμεν τήν 80ήν επέτειον ζωής καί τήν 35ην Πατριαρχικήν του προσφιλούς αδελφού Μακαριωτάτου Πατριάρχου καί Καθολικού πάσης Γεωργίας κυρίου Ηλία.
Ταύτα πάντα καί εαυτούς καί αλλήλους εναποθέμενοι εις τόν Θεόν, τόν “κυριεύοντα πάσης κτίσεως”, ικεσίαν εκτενή αναπέμπομεν πρός Αυτόν όπως ευοδώση πάσας τάς πρωτοβουλίας της Μητρός Εκκλησίας διά τό ενταύθα “μικρόν λήμμα” καί διά τό ευρύτερον ανά τήν οικουμένην, καί επικαλούμεθα τήν παραμυθίαν, τήν βοήθειαν καί τάς πρεσβείας της Κυρίας Θεοτόκου καί των Αγίων Του, ιδιαιτέρως δέ του εορτάζοντος Μεγάλου Βασιλείου του Καππαδόκου, των Θεοστέπτων βασιλέων καί Ισαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ελένης, καί των μαρτύρων των πρώτων χριστιανικών αιώνων καί μέχρι σήμερον, ευχόμενοι καρποφόρον καί ειρηνικόν τόν νέον ενιαυτόν διά πάντας, αδελφοί καί τέκνα.
Καί κατακλείομεν καί πάλιν μετά του Φωστήρος της Καππαδοκίας εορταζομένου καί τιμωμένου Μεγάλου Βασιλείου, επιλέγοντος ως πρός τήν σημασίαν, τό περιεχόμενον καί τήν χρήσιν του δωρουμένου υπό του Κυρίου εις τόν καθένα μας χ ρ ό ν ο υ: “Χρόνος δε εστι τό συμπαρεκτεινόμενον τη συστάσει του κόσμου διάστημα· ω πάσα παραμετρείται κίνησις, είτε αστέρων, είτε ζώων, είτε ουτινοσούν των κινουμένων. Καθό λέγομεν ταχύτερον ή βραδύτερον έτερον ετέρου· ταχύτερον μέν το εν ελάττονι χρόνω πλείον διάστημα μεταβαίνον· βραδύτερον δέ, τό έλαττον εν πλείονι χρόνω κινούμενον” (P.G. 32,560 Β-C) “ως ουκ έστι ρεύμα ποταμού στήσαι, ει μή τις, κατά τήν πρώτην έντευξιν καί προσβολήν ανελόμενος, εις δέον τώ ύδατι χρήσαιτο˙ ούτως, ουδέ τόν χρόνον ταίς αναγκαστικαίς περιόδοις ελαυνόμενον επισχείν, ουδέ παρελθόντα αναλύσαι εις τό κατόπιν, ει μή τις προσάγοντος λάβοιτο”. (Μεγάλου Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος καί Εν λιμώ καί αυχμώ, (P.G. 31,324 B).
Η δέ Χάρις καί τό πλούσιον Έλεος του σαρκωθέντος και Επιφανέντος τώ κόσμω Λόγου του Θεού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, “τού καιρούς καί χρόνους εν τη ιδία εξουσία θεμένου” καί “εν Ω ζώμεν καί κινούμεθα καί εσμέν”, ας είναι μαζί μέ όλους, “κατευθύνων τάς σκέψεις, τάς ενεργείας, τάς πράξεις, τά διανοήματα, τάς εισόδους καί τά εξόδους ημών”. Αμήν.
Χρόνια πολλά!