Η Παλαιά Διαθήκη ως Αγία Γραφή της Εκκλησίας
03.04.2012
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξη η διαπίστωση, η Εκκλησία στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης και της δράσης της έζησε όχι με την Καινή Διαθήκη, που δεν είχε ακόμη γραφεί, αλλά με την Παλαιά Διαθήκη. Αυτή συνεπώς ήταν η Γραφή της. Η Καινή Διαθήκη άρχισε να γράφεται στα μέσα του Α΄ μ.Χ. αιώνα, με πρώτο κείμενο την Α΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου και τις πρώτες διηγήσεις ή τα πρώτα γραπτά λόγια του Ιησού που σε διευρυμένη μορφή απετέλεσαν στην 6η και 7η δεκαετία τα γνωστά μας Ευαγγέλια. Είχε, ωστόσο, πριν από αυτά η Εκκλησία αφενός μεν την Γραφή της και αυτή ήταν, όπως είπαμε, η Παλαιά Διαθήκη και αφετέρου το πρόσωπο του Ιησού Χριστού που από τη μια ερμήνευε αυθεντικά τη Γραφή κι από την άλλη την εκπλήρωνε («ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι», (Ματθ. 5,17) στο πρόσωπό του, ιδιαίτερα με τη ζωή, το θάνατο και την ανάστασή του. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς παρουσιάζει το πρώτο κήρυγμα του Ιησού ένα Σάββατο στη συναγωγή της Ναζαρέτ (Λκ. 4,16-28) με τον έξης χαρακτηριστικό τρόπο: Μπήκε στη συναγωγή «κατά το ειωθός», του δόθηκε το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα να διαβάσει, και εκείνος το ξετύλιξε (ήταν βέβαια σε μορφή ειληταρίου) και διάβασε το μεσσιανικό χωρίο «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέν με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με…» (Ησ. 61,1 έξ.). Και προς μεγάλη έκπληξη όλων αμέσως πρόσθεσε: «Σήμερον πεπλήρωται η γραφή αύτη εν τοις ωσίν υμών» (Λκ. 4,21). Από τη στιγμή αυτή αρχίζει δημόσια η αυθεντική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, ερμηνεία χριστολογική και χριστοκεντρική. Η ερμηνεία αυτή, η οποία αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά ήδη με τη γέννηση του Χριστού στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας -αφού έτσι πραγματοποιείται σχετική προφητεία-, θα αναδειχθεί στο εξής η κυριαρχούσα ερμηνεία της Εκκλησίας.
Όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης στη συνέχεια είναι κατάσπαρτα από εκφράσεις όπως π.χ. «γέγραπται», «κατά τας γραφάς», «λέγει η γραφή», «είρηται», «επαγγελίας γαρ ο λόγος ούτος», «Ησαΐας δε κράζει», «αλλά τί λέγει ο χρηματισμός;», «προϊδούσα δε η γραφή… προευηγγελίσατο τω Αβραάμ ότι…» κ.ά.π., εκφράσεις που εισάγουν κατά λέξη ή υπαινίσσονται κατά το νόημα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Χριστός βλέπει παντού στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης σαν σε καθρέπτη τον εαυτό του και την Εκκλησία. Το ίδιο θα κάνουν κατόπιν και οι απόστολοι στα πρώτα τους κηρύγματα και στα γραπτά τους κείμενα. Ο Απόστολος Παύλος, μάλιστα, ερμηνεύει μεσσιανικά ακόμη και χωρία που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται να περιγράφουν τον Μεσσία. Ένα παράδειγμα: Αναφερόμενος στη διήγηση του Βιβλίου της Εξόδου (17,6), σύμφωνα με την οποία ο Μωυσής, αντιμετωπίζοντας το γογγυσμό του λαού, κτύπησε με εντολή του Θεού με το ραβδί του την πέτρα στο όρος Χωρήβ από όπου ανέβλυσε νερό, σημειώνει: «έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α΄Κορ. 10,4).
Εάν ρίξει κανείς μια ματιά στις κριτικές εκδόσεις της Καινής Διαθήκης (όπως π.χ. στις πιο πρόσφατες: 27η έκδοση Νονum Τestamentum Graece των Νestle- Aland ή την 4η έκδοση Τhe Greek New Testament των Ενωμένων Βιβλικών Εταιρειών), οι οποίες περιέχουν στο τέλος πίνακες χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης παρατιθεμένων στα βιβλία της Καινής και οι οποίες τυπώνουν τα παλαιοδιαθηκικά παραθέματα της Καινής με έντονα, πλάγια ή αραιά (ή εν πάση περιπτώσει διαφορετικά) γράμματα, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι νοητή η Καινή Διαθήκη χωρίς την Παλαιά, την οποία ερμηνεύει, όπως και δεν είναι κατανοητή και η Παλαιά χωρίς την Καινή την οποία προαναγγέλλει. Από τον ίδιο Θεό προέρχονται και οι δύο. Χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Ει δε μη του αυτού είεν Δεσπότου, ούτε αύτη Καινή ούτε εκείνη Παλαιά δύναιτ’ αν λέγεσθαι. Ώστε αύτη η εν τοις ονόμασιν διαφορά την συγγένειαν εκατέρας ενδείκνυται, και η διαφορά δε αύτη ου κατά την ουσίαν αλλά κατά την των χρόνων εναλλαγήν έστιν» (ΡG 51, 282). Και άλλου λέγει επιγραμματικά ο ίδιος πατέρας: «Προέλαβε την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσε την Πάλαιαν η Καινή… ου καινά τα καινά· προέλαβε γαρ τα παλαιά· ουκ εσβέσθη τα παλαιά· ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή» (ΡG 50, 796). Προφανώς ο ιερός Χρυσόστομος στρέφεται κατά των αιρετικών που δεν δέχονται την ταυτότητα του Θεού της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και θεωρούν τον Θεό της Παλαιάς ως μη ταυτιζόμενο με τον Θεό της χριστιανικής πίστης. Μια τοποθέτηση που δεν μας είναι άγνωστη σήμερα…
Θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι, αν αφαιρέσουμε από την Καινή Διαθήκη τα χωρία της Παλαιάς, δεν μένει παρά η εικόνα ενός Ιησού που διακηρύττει μια απλή ηθική διδασκαλία και επιτελεί θαύματα. Η αλήθεια είναι πως τόσο η Παλαιά, όσο και η Καινή αποτελούν μια συνέχεια, υπομνηματίζουν την ιστορία ενός λαού, που αν έχει κάποια ιδιαιτερότητα, αυτή συνίσταται στην οικουμενική αποστολή και ευθύνη που έχει έναντι των άλλων λαών να κηρύξει το παγκόσμιο μήνυμα της σωτηρίας, αποστολή και ευθύνη που έχει στην αρχή ο παλαιός Ισραήλ και στη συνέχεια η χριστιανική Εκκλησία. Έξω από αυτή την ιστορικά συνεχιζόμενη κοινότητα, παλαιού και νέου Ισραήλ, δύσκολα κατανοείται και ακόμη πιο δύσκολα ερμηνεύεται η Παλαιά Διαθήκη. Η έννοια της αποκλειστικότητας ενός λαού είναι ξένη προς την παγκόσμια βιβλική προοπτική των ανοικτών οριζόντων. Χρέος τόσο του παλαιού όσο και του νέου Ισραήλ είναι το άνοιγμα του σωτηριολογικού ορίζοντα προς την οικουμένη ολόκληρη. Εκκλησιαστικές ομάδες σήμερα που έχουν την τάση -με τις ευγενέστερες συνήθως διαθέσεις- να αποκλείουν άλλους, ακόμη και της ίδιας της Εκκλησίας τους, από τα αγαθά της σωτηρίας ή, ακόμη χειρότερα, να προβλέπουν τιμωρίες γι’ αυτούς, δείχνουν ότι δεν κατάλαβαν και δεν έζησαν με συνέπεια την παγκοσμιότητα της θείας αγάπης.
Ορισμένοι στην εποχή μας διερωτώνται: Πώς είναι δυνατόν ένα βιβλίο, που αφηγείται τους πολέμους του Ισραηλιτικού λαού και περιγράφει πράξεις που σήμερα μας φαίνονται άγριες και απολίτιστες, να αποτελεί χριστιανική Αγία Γραφή; Πρέπει να ομολογηθεί ότι υπάρχει άγνοια σε πολλούς ως προς το πού βρίσκεται ο αποκαλυπτικός και βιβλικός χαρακτήρας του μέρους της Αγίας Γραφής που ονομάζεται Παλαιά Διαθήκη.
Το βιβλίο αυτό, ακριβέστερα τα βιβλία που την αποτελούν, διαπνέονται από μια συνεχιζόμενη ιστορία διαδοχικών επεμβάσεων του Θεού, ιστορικών σωτηριωδών γεγονότων, κατευθύνσεων των προσδοκιών των ανθρώπων προς μια μεσσιανική εποχή. Διαπνέονται δηλαδή από αυτό που στη θεολογική γλώσσα ονομάζεται «ιστορία της θείας οικονομίας» (και από τους ξένους χαρακτηρίζεται με το γερμανικό όρο Heilsgeschichte). Ό,τι βρίσκεται έξω από αυτήν την ιστορία της θείας οικονομίας, η οποία αποκορυφώνεται στο γεγονός του Χριστού, μπορεί να σχετίζεται είτε α) με πολιτιστικά στοιχεία της εποχής εκείνης, τα οποία διαφέρουν από αυτά της δικής μας εποχής και είναι φυσικό να προκαλούν αντίδραση (εκείνο που χρειάζεται είναι η ερμηνεία αυτών των στοιχείων και η τοποθέτησή τους στα πλαίσια των αντιλήψεων της δικής τους εποχής), είτε β) με ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές συνθήκες της κατά κόσμον ιστορίας, μέσα στην οποία βέβαια και όχι εκτός τόπου και χρόνου, εκτυλίσσεται η ιστορία της θείας οικονομίας, είτε γ) με διάφορα άλλα εποχιακά φαινόμενα, όπως άλλωστε τούτο δεν αποκλείεται και από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης (κόμμωση γυναικών, καλύπτρα επί της κεφαλής, που είναι συνηρτημένα με τις κοινωνικές απόψεις της εποχής).
Η αποκάλυψη είναι μια συνεχής ενέργεια ζωής και πρόνοιας του Θεού μέσα στην ιστορία, τα δε βιβλία της Αγίας Γραφής καταγράφουν και υπομνηματίζουν αυτή τη σχέση Θεού και κόσμου. Ο Χριστός συζητώντας με τους Ιουδαίους για τις Γραφές είπε: «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν και εκείναι εισίν αι μαρτυρούσαι περί εμού και ου θέλετε ελθείν προς με ίνα ζωήν έχητε» (Ιω. 5,39-¬40). Όσο αδιανόητο είναι για τον Χριστό και την Εκκλησία να διαβάζει κανείς την Παλαιά Διαθήκη και να μην οδηγείται στο Χριστό στον οποίον απολήγουν ο νόμος και οι προφήτες, άλλο τόσο ακατανόητο είναι να διαβάζει την Καινή και να μην οδηγείται στο Χριστό μέσα σε μια ζωή ελευθερίας και αγάπης, αλλά να προσκολλάται στο γράμμα των καινοδιαθηκικών κειμένων, στον τύπο, αγκυλωμένος σ’ ένα γλωσσικό ή άλλης φύσεως φονταμενταλισμό: «Το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β΄Κορ. 3,6).
Ο Χριστιανισμός χαρακτηρίζεται συνήθως ως θρησκεία του βιβλίου (όπως άλλωστε και ο Ιουδαϊσμός και ο Μωαμεθανισμός). Το βιβλίο όμως αυτό, η Άγια Γραφή, δεν δόθηκε ξαφνικά στους ανθρώπους πέφτοντας από τον ουρανό, αλλά γράφτηκε από θεόπνευστους μεν ανθρώπους, ωστόσο από ανθρώπους με διαφορετικό γλωσσικό και άλλον εξοπλισμό ο καθένας, σε διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες ζώντας ο καθένας, από διαφορετικά αίτια προκαλούμενος και προσκαλούμενος να γράψει, όλοι όμως την ίδια σωτηριολογική αλήθεια διακηρύττοντας. Το έδαφος όλων των συγγραφέων είναι η ιστορία, δεδομένου ότι ασχολούνται με τα συγκεκριμένα προβλήματα των ανθρώπων μέσα σ’ αυτή και περιγράφουν τις λυτρωτικές ενέργειες του Θεού μέσα σ’ αυτήν (Έξοδος από την Αίγυπτο, αποστολή προφητών, υπόσχεση για τον Μεσσία, έσχατα). Με άλλα λόγια ή χριστιανική αποκάλυψη είτε ως προετοιμασία κατά την Παλαιά Διαθήκη, είτε ως πραγματικότητα κατά την Καινή έχει ένα σαφή ιστορικό χαρακτήρα. Η άγνοια ή αφαίρεση αυτού του ιστορικού χαρακτήρα οδήγησε κατά τους πρώτους αιώνες στο Γνωστικισμό αλλά και σήμερα στην ιδεολογικοποίηση της πίστης και την απονεύρωση του μηνύματος της σωτηρίας. Η Εκκλησία των πρώτων αιώνων πάλεψε σκληρά εναντίον των γνωστικών αιρέσεων (που είχαν ως επί το πλείστον πλατωνική ή νεοπλατωνική προέλευση) που μέσα σ’ ένα διαρχικό πνεύμα αδυνάτιζαν το συγκεκριμένο ιστορικό έδαφος και κατεύθυναν τους ανθρώπους σε άυλες σφαίρες πνευματικότητας που έδιναν την αίσθηση μιας δήθεν βαθύτερης ικανοποίησης. Σ’ αυτήν την εκτροπή η Εκκλησία δεν αντέταξε μια χριστιανική μεταφυσική, αλλά το «σκάνδαλο» του ιστορικού γεγονότος του σταυρού του Χριστού, που είναι το αποκορύφωμα όλης της ιστορίας της θείας οικονομίας, για την οποία κάναμε λόγο προηγουμένως. Ο Λόγος του Θεού «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1,14), για να μεταμορφώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο μαζί του, όχι μόνο εσχατολογικά αλλά και ιστορικά στο παρόν.
Η Παλαιά Διαθήκη μαζί με την Καινή απετέλεσε την Αγία Γραφή της Εκκλησίας, ερμηνεύτηκε πλούσια και πολύπλευρα από τους Πατέρες της Εκκλησίας σε ένα πλήθος συγγραμμάτων και υπήρξε η βαθιά πηγή έμπνευσης των υμνογράφων και αγιογράφων. Οι Ψαλμοί της Παλαιάς Διαθήκης μπήκαν από την αρχή ακόμη στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και πολλοί ύμνοι της Εκκλησίας άντλησαν την έμπνευσή τους από τα βασικά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης. Οι δε αγιογράφοι και καλλιτέχνες αποτύπωσαν μέσα στους ναούς σκηνές και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης (μαζί με αυτά της Καινής) για να τα βλέπουν οι πιστοί στο χώρο της λατρείας τους και ιδιαίτερα όσοι δεν μπορούν να τα διαβάσουν και να αποτελούν έτσι τόσο τον καλλιτεχνικό όσο και τον διδακτικό τους περίγυρο. Άλλωστε το εορτολόγιο της Εκκλησίας εμπλουτίστηκε με μορφές και γεγονότα και της Παλαιάς Διαθήκης.
Πάνω απ’ όλα όμως πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε από το εβραϊκό πρωτότυπο στα Ελληνικά, προσέλαβε γλωσσικά και πολιτιστικά στοιχεία από τον Ελληνισμό και στη συνέχεια προσελήφθη η ίδια στην ελληνική της μορφή μέσα στη σάρκα της Εκκλησίας, μένοντας καταγεγραμμένη σε πλήθος χειρογράφων των μονών και βιβλιοθηκών που αποτελούν φορείς πολιτισμού με το περιεχόμενό τους και τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους. Για την πρόσληψη της ελληνικής σκέψης από τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα αρκεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Η αποκάλυψη του ονόματος του Θεού στον Μωυσή μέσα από τη φλεγόμενη βάτο στα ε¬βραϊκά «Εγώ είμαι εκείνος που είμαι» μεταφράζεται στην ελληνική Βίβλο με Πλατωνική ορολογία «Εγώ ειμί ο Ων» (Εξοδ. 3,14). Αυτή η ονομασία θα αναγραφεί στις βυζαντινές εικόνες του Χριστού: Ο ΩΝ -απόδειξη της ταυτότητας και συνέχειας του Θεού της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με όλα τα «εγώ ειμί» (η οδός, η αλήθεια, η ζωή, η ανάπαυση, ο ποιμήν, η θύρα κ.λπ.) του Χριστού που αποτυπώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και με αποκορύφωμα το «Εγώ ειμί ο Ων, ο ην και ο ερχόμενος» της Αποκάλυψης του Ιωάννη.
Ύστερα από αυτό καταλαβαίνει κανείς γιατί η Εκκλησία την έζησε την Παλαιά Διαθήκη ως βιβλίο δικό της και την ενσωμάτωσε στη Γραφή της, όχι βέβαια για τους πολέμους που εκθέτει αναπόφευκτα στα πλαίσια φυσικά της κατά κόσμον ιστορίας, ούτε για τις διάφορες πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις του λαού που περιγράφει και που είναι ξένες προς τα σημερινά ήθη. Ούτε επίσης γιατί με τη νομοθεσία της επιτρέπει μια ανθρωπινότερη μεταχείριση του ανθρώπου από το συνάνθρωπο και από την οργανωμένη κοινωνία, ούτε βέβαια γιατί παρέχει οικολογικές συμβουλές χρήσιμες και για την εποχή μας, όπως π.χ. να μη κόβουν οι Ισραηλίτες οπωροφόρα δέντρα όταν κυριεύουν κάποια περιοχή (Δευτ. 20,19), ή να σκεπάζουν τις ακαθαρσίες τους στην έρημο με ραβδάκι που πρέπει να φέρουν πάντα μαζί τους (Δευτ. 23,14), αλλά γιατί περιέχει την ιστορία της θείας οικονομίας, την προετοιμασία της λύτρωσης, τη συνεχή σχέση του Θεού με τον άνθρωπο και τον κόσμο, την επαγγελία για έναν καλύτερο κόσμο, με ένα λόγο γιατί προτυπώνει και προαναγγέλλει τον Ιησού Χριστό.
Είναι άξια μνείας εδώ η πατερική ερμηνεία κατά την οποία προ της ενσάρκου παρουσίας του μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ο Λόγος του Θεού ενεφανίζετο ασάρκως κατά τις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης, που είναι θεοφάνειες του τριαδικού Θεού, αποτελώντας έτσι τον άξονα γύρω από τον οποίον στρέφεται τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης υπογραμμίζει ήδη στον πρόλογο του Ευαγγελίου του ότι η εκκλησία «εθεάσατο» τη δόξα του Λόγου του Θεού που έγινε «σαρξ» μέσα στην ιστορία (Ιω. 1,14).
(Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος, «Βιβλικές Μελέτες, Γ΄», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νἰκη 2004, σ. 208-217)