Ασκητικοί αγώνες του Αγ. Νεοφύτου του Εγκλείστου
01.06.2013
Και όμως! Ο άγιος «ως στερρός αδάμας» χωσμένος στα σπλάχνα της γης δέχεται «πληγάς και πολέμους αναρριθμήτους», και ουδόλως παύει του σκοπού του.
«Η πράξις του Σταυρού διπλή έστιν και του προς το διπλούν της φύσεως το διαιρούμενον εις δύο μέρη. Και η μεν, προς το υπομείναι τας θλίψεις της σαρκός, τας πληρουμένας τη ενεργεία του θυμικού μέρους της ψυχής έστι, ήτις και καλείται πράξις• η δε, εν τη λεπτή εργασία του νου και εν τη θεία ευρίσκεται αδολεσχία, έτι δε και εν τη διαμονή της προσευχής, και εις τα εξής, ήτις διαπράττεται εν τω επιθυμητικώ μέρει και καλείται θεωρία. Και η μεν μία, ήγουν η πράξις, το παθητικόν μέρος της ψυχής καθαρίζει εν τη δυνάμει του ξύλου, η δ’ άλλη την ενέργειαν της ψυχής». Αυτά είναι τα περιθώρια κάθε αγωνιζομένου και σ’ αυτά επιδόθηκε ο όσιος πατέρας μας.
Ζωσμένος κατάσαρκα με βαρειές αλυσίδες έβαλε όρο στον εαυτό του να μην γευθή καθόλου οιοδήποτε πράγμα που ψήνεται σε φωτιά, και έτσι 30 ολόκληρα χρόνια δεν έφαγε τίποτα άλλο, ούτε ψωμί, παρά μόνο βρεγμένα όσπρια, κι αυτά πάλιν με μέτρο και εγκράτεια. Η σκληροτάτη χαμαικοιτία στο πέτρινο «χαράδριό» του ξεκούραζε για λίγο το πολύμοχθο σώμα του. Οι ατέλειωτες γονυκλισίες, οι παννύχιες στάσεις, οι πύρινες προσευχές και η συνεχής ανάγνωση και μελέτη των θείων Γραφών ανέδειξαν τον όσιο «αρετής αγωνιστήν πρακτικώτατον».
«Τίς έγνω νουν ανθρώπου ησυχαστού σώματί τε και πνεύματι;», διερωτάται εξ ιδίας εμπειρίας ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Πώς μπορούμε αλήθεια να γνωρίσωμε και να κατανοήσωμε τον νουν, την κατάσταση του ανθρώπου που έχει γίνει θρόνος και όχημα της μακαρίας θεότητος;
Η ξενιτεία και η αίσθησις της ματαιότητος χαρακτηρίζουν την πνευματικήν κατάσταση του οσίου. Κρυμμένος μέσα στο έρημο σπήλαιο, μακριά από κάθε ανθρώπινη παρηγοριά, περνά τις μέρες και τις νύκτες του κλαίοντας, πενθώντας και επικαλούμενος με κραυγές γοερές και «στεναγμούς αλαλήτους» τον Θεόν, τον Ισχυρόν, τον σώζοντα από «ολιγοψυχίας παθών» και από «λογισμών καταιγίδος». «Επί κοίτην μου, εν νυξί των παθών εζήτησα ον ηγάπησεν η ψυχή μου, εζήτησα Αυτόν και ουχ εύρον Αυτόν… Αναστήσομαι δη από της δειλίας και από των δαιμόνων και της των παθών τυραννίδος και κυκλώσω εν τη πόλει, εν ταις πλατείαις και εν ταις αγοραίς και ζητήσω όν ηγάπησεν η ψυχή μου… Μή ον ηγάπησεν η ψυχή μου είδετε;».
Η έρημος αντηχούσε από τους ολοκάρδιους αδαμιαίους θρήνους του, με τους οποίους μπόρεσε να διαπεράση την σκοτεινή νύκτα των παθών και να συντρίψη τη σκληρότητα του νου και την αναισθησία της καρδίας. Έτυπτε το στήθος και φώναζε:
«Οίμοι, οίμοι, βοήθησον Κύριε,
Πρόσχες, Κύριε, Πρόφθασον Κύριε,
ρύσε Κύριε της ανάγκης εκείνης.
Προ εκείνης της ώρας ελθέτω σου το έλεος.
Προ της ημέρας εκείνης προύτεινε βοήθειαν.
Εν τω πελάγει τούδε του βίου και του σαρκίου
βοήθειάς μοι ως τω Πέτρω ποτέ έκτεινον χείρα.
Σκάφος ειμί, γενού κυβερνήτης.
Πηλός ειμί, χρήζω τεχνίτου.
Γενού μοι τεχνήτης,
ο τη Σοφία σου τεχνουργήσας τα πάντα,
και χρηστόν σου Σκεύος απάρτισόν με.
Πρόβατον πέλω απολωλός, ποιμενάρχα.
Ζήτησον ευρέ, ο ποιμήν ο καλός με,
σώσον εκ λύκων δαιμόνων και θηρίων παθών με
και κλεπτών λογισμών και ηδονών δολερών με.
Μη με κατάβρωμα τούτων συγχωρήσης γενέσθαι,
μη σου της ποίμνης διακριθώ της αγίας.
Μη μνησθής εκουσίων σφαλμάτων,
μήτ’ ακουσίων, Χριστέ και Σωτήρ μου.
Έθρεψά μου την σάρκα έτεσι πλείστοις,
φιλοκτήμονος βίου εραστής εγενόμην.
Του χρηστού σου και ελαφρού ζυγού και φορτίου
το βαρύ και άχρηστον προέκρινα βαστάζειν φορτίον.
Αλλά δός μοι αρτίως και ψυχήν διαθρέψαι
και μισοκτήμονος βίου εραστήν με γενέσθαι
και του αχρήστου ζυγού και βαρέως φορτίου
τον χρηστόν σου προκρίνειν ζυγόν και φορτίον.
Δός μοι μαθείν από σου το πράον,
δός μοι ταπεινήν έχειν καρδίαν.
Ως διδάσκαλος, τούτων γενού και Δοτήρ,
Πλουσιοπάροχε Κύριε.
Ός γαρ αξιωθεί τα δύο ταύτα μαθείν από Σου,
εύρεν όντως ψυχής ευρωστίαν.
Δός μοι εξ όλης, Χριστέ μου, αγαπάν Σε καρδίας,
Δός μοι εκείνην την στενήν της ζωής λεωφόρον,
την φέρουσαν προς Σε την Ζωήν και ζωής Λεωφόρον.
Δός μοι ευρείν την οδόν των οσίων σου δούλων
και συνέπεσθαι δε και φρονείν ως εφρόνησαν ούτοι.
Δος δε μοι προ πάντων θανάτου έννοιαν και μνήμην εξόδου.
Δός μοι απαλλαγήναι και παθών τυραννίδος.
Θυμός γάρ και επιθυμία και γαστρός τυραννίς
ραθυμία τε και ακηδία και αιχμαλωσία καρδίας
η παράνομός τε μνησικακία και η της προσευχής οκνηρία
και η των λοιπών παθών πολιορκία με καθ’ εκάστην συντρίβει,
και εντεύθεν έργω και λόγω και διανοία
λυπώ σου την ευσπλαγχνίαν, μακρόθυμε Κύριε».
Η πενθική κατάσταση και η συντριβή της καρδιάς του ενώπιον του Κυρίου μαζί με το ταπεινό του φρόνημα, ήλκυσαν την θείαν χάριν μέσα του.
Έθεσε τον εαυτό του υποκάτω πάσης κτίσεως, ανάξιον να βλέπη καν πρόσωπο ανθρώπου και να ονομάζεται και αυτός άνθρωπος, για το πλήθος των αμαρτιών του.
«Εμοί ου πρέπει να λαλώ, ουδέ να συντυχαίνω
Ου πρέπει εμέ να βλέπωμαι ουδέ να βλέπω άλλους.
Ουδέ να τρέφωμαι τροφήν την πρέπουσαν ανθρώποις.
Εμένα πρέπει να θρηνώ ημέραν εξ ημέρας,
να τρώγω δε τον χουν της γης και των δένδρων τα φύλλα,
να πίνω δε τα δάκρυά μου διά τας αισχράς μου πράξεις
ότι ενίκησα υπερβολικώς τον άσωτον εκείνον».
Η νοσταλγία του παραδείσου του κατέτρωγε την ψυχήν. Η αίσθησις ότι απώλεσε την θεωρία του Θεού, με την πτώση, του γεννούσε αφόρητη οδύνη. Η επίγνωσις της αξίας του ως εικόνος Θεού και η γνώσις της αθλιότητας της μεταπτωτικής καταστάσεως τον έκαναν να θρηνή απαρηγόρητα ζητώντας να ιδή και πάλιν στον εαυτόν του «την κατ’ εικόνα Θεού ωραιότητα».
Τα πάντα γι’ αυτόν ήσαν αδιάφορα και ξένα, για τα πάντα αυτός ξένος και παρεπίδημος, νοσταλγός αδιάκοπος της χαμένης πατρικής αγκαλιάς.
«Πότε να υπάγω επί τα εμά, πότε να αναλύσω! Μεγάλου εγώ Βασιλέως υιός υπήρχον ποτέ• πατρίδα δε είχον και χώραν και λαόν, ην εκείνοι επίστανται μόνοι, όσοι ηδυνήθησαν αυτήν κατιδείν ως ιδείν δυνατόν. Πλούτον δε είχον παντελώς ανεκλάλητον, ον οφθαλμός χαμερπής ουκ είδεν ποτέ και ους φιλοκόσμου ουκ ήκουσεν και επί καρδίαν ανθρώπου νωθρού ή φιλήδονου ουκ ανέβη ποσώς. Πάντων ουν τούτων αθλίως εγώ μακρυνθείς και αιχμάλωτος γεγονώς και εις χώραν μακράν και πτωχήν, πολύπονόν τε ομού και πολύκακον και πολύθλιβον, πολύμοχθόν τε ομού και πολυώδυνον μικρού δειν και ακάθαρτον επενεχθείς, πως ου δει με στενάζειν διά την πολλήν μου ταύτην και δεινήν δυστυχίαν; Άρα ου δει με συνεχώς μνημονεύειν του μεγάλου και αγίου και αγαθού μου εκείνου πατρός άμα και βασιλέως και της καθαράς και αγίας και ολοφώτου εκείνης πατρίδος και χώρας και του αγίου μου λαού και του ανεκφράστου μου πλούτου και της απόνου ζωής και των λοιπών αγαθών, ων εθησαύρισέ μοι εκεί ο πλουσιοπάροχός μου Βασιλεύς και πατήρ; Άρα ου δει με κατά διάνοιαν φέρειν ταύτα πάντα και θρηνείν;».
«Πότε να υπάγω επί τα εμά, πότε να επαναλύσω;
Ότι ο ξένος πάντα θλίβεται, ο ξένος πάντα κλαίει,
ο ξένος πάντοτε θρηνεί παραμυθίαν ουκ έχων.
Διά τούτο πάντα θλίβομαι, διά τούτο πάντα κλαίω
διά τούτο πάντοτε θρηνώ εις τον ξένον κόσμον τούτον,
και απαναλύσαι επιποθώ προς την αρχαίαν πατρίδα…
Ψυχή μου, ανάνηψον λοιπόν εκ της αιχμαλωσίας
και βόησον τω βασιλεί τω πανταχού παρόντι•
ο βραβευτής και πληρωτής πάσης δικαιοσύνης,
διάρρηξόν μου τα δεσμά και χάλασον τα τείχη,
εδάφισον τας φυλακάς και ρύσαί με ως δεσπότης
και δίκασον τον τύραννον ως άδικον τελείως,
ως πάλαι αυτόν εδίκασαν εν τη φρουρά του Άδου,
και τους προπάτορας ημών και πάντας τους Αγίους
λαβών αποκατέστησας προς την αρχαίαν πατρίδα.
Και ημάς προς σε ανακάλεσαι από της ξενιτείας
μη μακρυνθώμεν παντελώς και ξενωθώμεν άγαν.
Ότι ο ξένος πάντα θλίβεται, ο ξένος πάντα κλαίει,
ο ξένος πάντοτε θρηνεί παραμυθίαν ούκ έχων,
οι δε ενδημήσαντες προς Σε από της ξενιτείας
χαράς πολλής πλησθήσονται και δόξης αεννάου
και βασιλείας ουρανών φωτός τε ανεσπέρου
και γλυκεράς διαγωγής ζωής τε αθανάτου».
Αγωνιζόμενος έτσι υπεράνθρωπα, «μισών έτι και την εαυτού ψυχήν», για την αγάπη του Χριστού, άρχισε να δέχεται τις προαγωγές της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος.
Με την Θείαν Χάρη, ο κόπος του γίνεται ανάπαυση και η πτωχεία πλούτος, η έρημος γλυκύτητα και το πένθος χαρά.
«Έως πότε τω κοπιώντι προς αρετήν ο πόνος καθάπτεται; Έως ου του αγιαστικού πνεύματος καταξιωθή γενέσθαι οικητήριον• μετά ταύτα δε και τα επαχθή των έργων κουφότερα αυτώ καταφαίνεται».
Ο Θείος έρωτας ανάβει για καλά στην γενναία καρδιά του και καθαρά εποπτεύει το θείον κάλλος.
Ήτο νους καθ’ ολοκληρίαν πυρακτωμένος υπό των πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής, όπου με τόση ευκολίαν απεστήθιζε και ερμήνευε την Γραφήν και με τόσην οξύνοια εισέδυεν εις τα βάθη του πνεύματος και συνήρμοζε με τόσην ευχέρειαν τα νοήματα των θείων λόγων με την εκάστοτε συμπίπτουσαν περίστασιν της ζωής, ώστε και αλληγορικώς και τροπολογικώς να συναρμόζη εκάστου γεγονότος την πρόσφορον θεραπείαν. Εις τας εξαιρέτους στιγμάς, όπου τα κύματα της Χάριτος πλημμύριζαν την φωτεινοτάτην του διάνοιαν, στο υπερεκχείλισμα αυτό, άφηνε να φανεί έξωθεν η υπέρ φύσιν θεία ενέργεια δι’ ης ελάλει και έγραφε.
Ποίος στις άτονες και ξερές αυτές ημέρες θα βρεθεί ικανός να χαρακτηρίσει και να περιγράψει το μαρτύριον μίας φιλοθέου ψυχής, απ’ εκείνες που εξ ολοκλήρου, κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, ετήρησαν το περιεκτικό νόημα των δύο μεγάλων και κυριωτέρων εντολών; «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι από του Κυρίου μας έως των ημερών μας διήλθον το μαρτυρικό στάδιο της εκκλησίας μας απέραντη στρατειά αριστέων μιμητών του προτύπου. «Τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει». Περισσότερη, βέβαια, εντύπωση προκαλεί το πλησιέστερον προς την γενεάν μας βίωμα και παράδειγμα, παρά το εις τας παλαιοτέρας γενεάς. Αυτό σκέπτομαι και εγώ περιγράφοντας τον προκείμενόν μας αριστέα, που μακρύνει από την ιδική μας γενεάν περί τους 8 αιώνας. Όμως είναι τόσο ζωντανά τα σύμβολα και σημεία της δικής του παρουσίας, η αγία εγκλείστρα και η Ιερά Μονή του, τα συγγράμματά του και αυτό εισέτι το άγιόν του λείψανον, που είναι η απόδειξις και επισφράγησις της όλης του επιτυχίας. Η πράξη μας αυτή δεν αποβλέπει στην προβολή των προβεβλημένων, αυτών που ο Θεός εδόξασε και η εκκλησία τιμά, καθώς πρέπει στα τέκνα της, αλλά στην επισήμανση της θεοπνευστίας των Θεοδιδάκτων αυτών ανδρών, που λαλούν και γράφουν «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις», αλλά μόνον «Πνεύματι Αγίω φερόμενοι».
Είναι κοπιώδης η προσπάθεια για έναν ανειδίκευτον και ταπεινόν άνθρωπον να περιγράψη τα υπέρ φύσιν, που μόνον «διδακτοί Θεού» μπορούν να τα εκφράσουν. Πώς όμως πάλιν θα γίνη, όταν αυτοί σιωπούν και εμείς λιμώ απολλύμεθα και κινδυνεύομεν και αστατούμεν μέσα στον κυκεώνα της συγχύσεως και της πλάνης;
Στο πρόσωπόν του αναφερομένου φωστήρος συγκεντρώνονται τα κυριώτερα στοιχεία της κατά χάριν θείας τελειότητος, που είναι ακριβώς το κέντρον του πανανθρωπίνου ενδιαφέροντος. Το ένα είναι ο τρόπος, το μέσον της αναβάσεως του ανθρώπου σ’ αυτήν την προκοπήν, και μετά, αυτό τούτο το θείον χάρισμα. «Όσοι γαρ έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι».
Στην απορία των ίσως μελλόντων ερωτάν «πόθεν τούτω η σοφία και πώς οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς;». Με ταπεινόφρονα συστολή απεκάλυπτε «δαδουχούμενος το όμμα της διανοίας υπό του Παναγίου Πνεύματος, επιθαρρών χάριτι και εμπνεύσει φωτιστική».
Τόση ήτο η ερωτική διάθεσίς του προς την Μακαρία Τριάδα και ιδίως προς τον Σωτήρα μας Χριστόν, που συνηρπάζετο ολόκληρος, οσάκις του εδίδετο αφορμή. «Είθε ήμεν και ημείς», έγραφε, «εν εκείνοις τοις χρόνοις, εν οις ο Δεσπότης ημών αυτόπτης εφαίνετο, και της Αυτού Θεανδρικής πολιτείας και γλυκυτάτης όψεως απηλαύομεν».
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, «Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος», Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1998.