Η Μετάνοια


13.04.2014

Φωτο:dpgr.gr
Φωτο:dpgr.gr

Μετάνοια, η μόνη σωτηρία από την πανανθρώπινη δυστυχία. Μετάνοια, η μόνη ελπίδα για τον απελπισμένον άνθρωπο τον οποίον η πτώση αχρείωσε και διέστρεψε τις λογικές του δυνάμεις και τη θεοειδή μορφή του. Μετάνοια, η παμμέγιστη δωρεά και χάρις της θείας αγαθότητας και φιλανθρωπίας. Μετάνοια, η πανάγαθος του Θεού οικονομία για τη θεραπεία και ισορροπία της διασαλευθείσης ανθρώπινης προσωπικότητας, το κυριότερο μέσον επαναφοράς των ψυχοσωματικών δυνάμεων του ανθρώπου στη φυσική τους λειτουργία, ο τρόπος για την επανεύρεση του πρώτου κάλλους της «κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν» του Θεού δημιουργίας.

Εάν δεν μας εδίδετο η μεγάλη αυτή δωρεά της μετανοίας, ελάχιστοι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την σωτήρια ανακαίνιση που έφερε η ενσάρκωση του Θεού Λόγου. Η διάνοιά μας που «είναι συνέχεια κακή από την νηπιότητά της»(Γεν. η’ 21), η διαστροφή που προκαλούν οι παρά φύσιν νόμοι της αμαρτίας, αλλά και η δαιμονική κακουργία δημιουργούν το γενικό κακό και παρασύρουν τον ταλαίπωρο άνθρωπο στο να πράττει «όχι αυτό που θέλει, αλλ’ εκείνο που μισεί» (Ρωμ. ζ’ 15). Αν και στον άνθρωπο «υπάρχει η θέληση να κάνει το καλό», εν τούτοις «δεν βρίσκει τη δύναμη να το κάνει πράξη» (ζ’ 18). Σ’ αυτή λοιπόν την αδιάκοπη πάλη παρασύρεται ο άνθρωπος από την αμαρτία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας από το μεγάλο αυτό κακό, δεν υπήρχε άλλο είδος θεραπείας της θανάσιμης αυτής αρρώστιας από τη μετάνοια, την οποία η του Θεού οικονομία χάρισε στον άνθρωπο, γι’ αυτό δίκαια χαρακτηρίζεται σαν η δεύτερη μεγάλη δωρεά μετά την πρώτη, τη θεία συγκατάβαση που εκδηλώθηκε στη σάρκωση του Θεού Λόγου.

Μετάνοια σημαίνει ανάκληση του νου εκεί απ’ όπου εξέφυγε, σημαίνει αλλαγή φρονήματος, μεταμέλεια για τα διαπραχθέντα αμαρτήματα. Η ιδιότητά μας ως δημιουργημάτων εξυπακούει την κατ’ ανάγκην εξάρτησή μας από το δημιουργό και προνοητή Θεό, πράγμα που συνεπάγεται υπακοή στους νόμους Του και στις εντολές Του. Η εξάρτηση αυτή κάθε όντος από την πηγή της υπάρξεώς του, από την αιτία που το έφερε στο είναι και που είναι η μόνη που μπορεί να το οδηγήσει στο ευ είναι, είναι η μόνη φυσιολογική κατάσταση.

Η υποτακτική αυτή θέση του ανθρώπου διασαλεύθηκε, όπως γνωρίζουμε, και προκάλεσε την πτώση. Η μοιραία αυτή καταστροφή δεν τον στέρησε μόνο από τη θέση και αξία που κατείχε ανάμεσα στα δημιουργήματα, αλλά και τον διέστρεψε ψυχοσωματικά ώστε να αντιστέκεται, να σκληρύνεται, να αντιδρά και να παρακούει στο θείο θέλημα. Αυτός είναι ο παρά φύσιν νόμος που φυτεύθηκε στα μέλη μας, όπως λέει ο Απ. Παύλος (Ρωμ. ζ’ 23). Όταν ο άνθρωπος ανανήψει με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού και θελήσει να επιστρέψει σ’ Αυτόν, που είναι το κατά φύσιν, αυτό λέγεται μετάνοια. Μετάνοια λοιπόν στην καθολική της έννοια είναι η επιστροφή του πλανηθέντος ανθρώπου στο Θεό και η υποταγή στο θείο Του θέλημα. Την εντολή Του ήταν που αθέτησε ο άνθρωπος, γύρω από την εργασία των εντολών Του λοιπόν περιστρέφεται η μετάνοια.

Το δώρο αυτό της μετάνοιας το χάρισε η πανάπειρος του Θεού αγαθότητα στη δική μας φύση και όχι στους αγγέλους. Τη φύση της μετάνοιας την αισθάνεται κάθε λογική ψυχή σαν ένα φυσικό επόμενο, αρκεί να μην έχει φθαρεί τελείως από την αμαρτία, κατά το «η ψυχή που έφθασε σε βάθος κακών, καταφρονεί». Γι’ αυτό συναντούμε τη μετάνοια και στους πρώτους ανθρώπους, τους προ του Νόμου, όπου δεν ήταν αποτέλεσμα θείας διδασκαλίας αλλά φυσικό αίσθημα της λογικής ψυχής.

Παραδείγματα αληθινής μετάνοιας υπάρχουν αναρίθμητα σ’ όλη την ιστορία της Εκκλησίας, και στις τρεις περιόδους της. Στη μεν πρώτη περίοδο, την προ του Νόμου, εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί ο Ιώβ, ο οποίος λέγει τα εξής αξιοσημείωτα: «(αν αμάρτησα) δεν ντράπηκα τον πολύ λαό, ώστε να μην ομολογήσω το σφάλμα μου  ενώπιόν του» (λα’ 34). Στην περίοδο του Νόμου ξεχωριστή θέση κατέχει ο Δαυίδ, της ειλικρινούς μετάνοιας του οποίου καρπόν αποτελεί ο περίφημος 50ος  ψαλμός, που περιγράφεται ανεπανάληπτα το αληθινό φρόνημα του μετανοούντος. Όσον αφορά, τέλος, την εποχή της Καινής Διαθήκης, ας θυμηθούμε τον ληστή, την πόρνη, τον άσωτο, τον τελώνη…

Η μεγάλη χάρη και δωρεά της μετάνοιας δεν δόθηκε απλά και τυπικά στον άνθρωπο, αλλά ενισχυόταν και επροκαλείτο από τον Θεό, για την ενδυνάμωση του αμαρτωλού και τη σωτηρία στα προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης που παρακινούν τον Ισραήλ σε μετάνοια, ώστε θαυμάζει κανείς την επιμονή της θείας αγάπης να προκαλεί συνεχώς σε επιστροφή και μετάνοια τον αμαρτωλό μέχρι που να βεβαιώνει με όρκο ότι ο Θεός δεν θέλει το θάνατό του.

Την ολοκλήρωση και τελειοποίηση της μετάνοιας βρίσκουμε στη νέα περίοδο της χάριτος, την εποχή δηλ. του Χριστού. Το κήρυγμα της μετάνοιας, αρχίζοντας από τον θείο Πρόδρομο ο οποίος κήρυττε βάπτισμα μετανοίας για άφεση αμαρτιών, έφθασε στο ανώτατο όριό του όταν ο Χριστός υψώθηκε πάνω στο Σταυρό προσφέροντας την εξιλαστήρια θυσία Του για μας, «απαιτώντας απ’ όλους τους ανθρώπους σε κάθε τόπο να μετανοούν» (Πράξ. ιζ’ 30). «Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε κι είστε φορτωμένοι (από το βάρος των αμαρτιών), κι εγώ θα σας ξεκουράσω»· «δεν ήλθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς» και «αυτόν που θα έρθει κοντά μου, εγώ δεν θα τον αποδιώξω», διεκήρυττε ο Χριστός (Ματθ. ια’ 28. θ’ 13) (Ιω. στ’ 37). Η μετάνοια στην εποχή της χάριτος δεν γνωρίζει περιορισμό: σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου μας προς τον πρωτοκορυφαίο απόστολό Του η άφεση σε όσους θέλουν να μετανοήσουν δεν δίδεται μόνον «έως επτάκις», αλλά «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. ιη’ 22), δηλ. απεριόριστα, επ’ άπειρον.

Λόγω αυτής της απεριόριστης αγάπης του Θεού προς τον πεσόντα άνθρωπο και λόγω της ευμετάβλητης και φιλαμαρτήμονος φύσεως και διαθέσεως του ανθρώπου, η αγία μας Εκκλησία καθιέρωσε την μετάνοια σαν ένα αναγκαίο για τη σωτηρία μυστήριο. Ο Κύριός μας ιδρύοντας την Εκλησία του έδωκε στους μαθητές Του και στους διαδόχους του το χάρισμα του «να συγχωρούν αμαρτίες». «Λάβετε Πνεύμα Άγιον· σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες· σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι»(Ιω. κ, 23) και «ό,τι κρατήσετε ασυγχώρητο στη γη, θα είναι ασυγχώρητο στον ουρανό· και ό,τι συγχωρήσετε στη γη θα είναι συγχωρημένο και στον ουρανό» (Ματθ. ιη’ 18).

Στο επεισόδιο με την αμαρτωλή γυναίκα, που μετανοημένη του έπλυνε τα πόδια με το μύρο (Λουκ. ζ’ 37-50), έδειξε ο πανάγαθος Κύριός μας όλους τους οικτιρμούς του και τη συμπάθειά του προς τον μετανοούντα. Η παναγάπη του όμως εκδηλώθηκε ακόμα πιο πολύ στην περίπτωση της γυναίκας που συνελήφθη να μοιχεύει, οπότε είπε τα γλυκύτατα εκείνα της συμπαθείας λόγια: «ούτε εγώ σε κατακρίνω» (Ιω. η’ 3-11). Αληθινό όρο μετανοίας βρίσκουμε στην παραβολή του ασώτου, ο οποίος, αφού συνειδητοποίησε την ενοχή και ελεεινότητά του (Εγώ δε λιμώ απόλλυμαι), πήρε τη σταθερή απόφαση της επιστροφής και με πολλή ταπείνωση είπε τα θαυμάσια εκείνα λόγια της μετανοίας, «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμι άξιος κληθήναι υιός σου». Παρόμοια εικόνα μετανοίας βρίσκουμε και στην παραβολή του τελώνου, που μέσα σε λίγες γραμμές περιγράφονται η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ταπείνωση της ειλικρινά μετανοούσης ψυχής. Κτυπούσε ο τελώνης το στήθος, εκεί που είναι η πρώτη αφορμή της αμαρτίας, η καρδία, από την οποίαν πηγάζουν όλα τα κακά και τα καλά που έχει ο άνθρωπος, και έλεγε συντετριμμένος «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».

Εκτός από τα αναρίθμητα παραδείγματα που αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα, βρίσκουμε στην Αγία Γραφή και παραδείγματα γενικής μετάνοιας, που αφορά το σύνολο, το πλήθος, την κοινωνία, όπως π.χ. η περίπτωση των Νινευϊτών, στην οποία αξίζει να σταθούμε για λίγο, γιατί και η δική μας κοινωνία βρίσκεται σήμερα σε παρόμοια, αν όχι και χειρότερη κατάσταση. «Σήκω και πήγαινε στη Νινευί την πόλη την μεγάλη —λέει ο Θεός στον Ιωνά— και κήρυξε σ’ αυτήν επειδή έφθασε η κακία της μέχρι σ’ εμένα» (Ιωνά α’ 2). Η κοινωνία των Νινευϊτών είχε κατρακυλίσει σε βάθη κακών, γι’ αυτό δεν μπορούσε να έλθει σε συναίσθηση, αφού κατά τον προφήτη, «ψυχή που έφθασε στο βάθος κακών, καταφρονεί». Γι’ αυτό αναλαμβάνει η πανάγαθος του Θεού φιλανθρωπία την πρωτοβουλία για την αφύπνισή τους. «Μετά από τρεις ημέρες η Νινευί θα καταστραφεί». Η ολιγόχρονη αυτή προθεσμία της μακροθυμίας του Θεού τους έφερε σε συναίσθηση της καταστάσεώς τους: «και πίστεψαν οι Νινευίτες στον Θεό και κήρυξαν νηστεία και φόρεσαν σάκκους σε ένδειξη πένθους, μεγάλοι και μικροί. Και εγκατέλειψαν όλοι τη ζωή της πονηριάς και της αδικίας». Νηστεία, κακοπάθεια, μεταμέλεια, συντριβή: μετάνοια σ’ όλη της την έκταση. Ο άνθρωπος αμαρτάνει ενώπιον του Θεού σαν ενιαία ψυχοσωματική οντότητα· γι’ αυτό και η μετάνοια είναι κατ’ ανάγκην διπλή: πένθος, λύπη, ταπείνωση, μεταμέλεια, συντριβή για τη ψυχή, και νηστεία, κακοπάθεια, αγώνας, ασκηση ή και ελεημοσύνη για το σώμα.

«Και είδε ο Θεός τα έργα τους ότι (όχι τυπικά αλλά ουσιαστικά) εγκατέλειψαν τις πονηρές τους πράξεις, και άλλαξε ο Θεός την απόφαση του για την καταστροφή, και δεν την πραγματοποίησε»· εδώ εφαρμόζεται το προφητικό «κατακαυχάται έλεος κρίσεως» (δηλ. το έλεος του Θεού υπερνικά την καταδικαστική απόφασή του). Κι ενώ είναι «αξιόπιστος σε όλους τους λόγους του», εν τούτοις βλέπουμε ότι η μετάνοια και το έλεος τον αναγκάζουν συχνά να ανακαλεί τις αποφάσεις Του. Εδώ ακριβώς στηρίζεται και ο Ιωνάς για να δικαιολογήσει την άρνησή του να πάει στη Νινευΐ και τη φυγή του: «Ω Κύριε, αυτοί δεν είναι οι λόγοι για τους οποίους, όταν  ήμουν στη χώρα μου δεν ήθελα να σε υπακούσω; Γι’ αυτό αποφάσισα να φύγω εις Θαρσίς, διότι γνώριζα ότι συ είσαι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοείς προκειμένου να επιβάλεις τιμωρίες στους ανθρώπους για τις κακίες τους» (Ιωνάς, δ’ 1).

Ωραίο είναι και το παράδειγμα του Μανασσή, βασιλέως Ιούδα, ο οποίος έκανε φοβερά κακά, «και παραπλάνησε τους Ιουδαίους … ώστε να πέσουν στο μεγάλο κακό της ειδωλολατρίας». Τότε, κατά παραχώρηση Θεού, αιχμαλωτίσθηκε από τους Ασσυρίους και μεταφέρθηκε δέσμιος στη Βαβυλώνα. Μπροστά στα δεινά και τον κίνδυνο του θανάτου (κατά την παράδοση τον έκλεισαν μέσα σε χάλκινο ξόανο για να τον κάψουν), συναισθάνθηκε το βάρος της ενοχής του και ήλθε σε μετάνοια. Εκεί, λέει η παράδοση συνέταξε και απάγγειλε την περίφημη ευχή, «Κύριε παντοκράτορ, ο Θεός των πατέρων ημών», που αναφέρεται στο Μέγα Απόδειπνο. «Και επειδή πιέστηκε πολύ από τη θλίψη, ικέτευσε Κύριον τον Θεόν, ταπεινώθηκε πάρα πολύ ενώπιον του Θεού των πατέρων του. Και προσεύχήθηκε προς αυτόν, και άκουσε τη θερμή προσευχή του, τον απελευθέρωσε και τον επανέφερε  στην Ιερουσαλήμ στο βασιλικό του θρόνο»(Β’ Παραλ. λγ’ 11-13).

Είναι απαραίτητο κάθε άνθρωπος να συνειδητοποιήσει ότι η αμαρτία δεν είναι άλλο παρά άρνηση του θείου θελήματος και γι’ αυτό προκαλεί την απώλεια της ζωοποιού χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποία δεχθήκαμε στο Βάπτισμα. Η αμαρτία κατασπιλώνει το «ένδυμα γάμου» μας και μας αποκλείει από τον ουράνιο Νυμφώνα, ματαιώνει την επιδιωκόμενη «καινότητα ζωής» και, σαν τον άσωτο, μας απομακρύνει από το Θεό και από όλα του τα χαρίσματα, μας παραδίδει σε πνευματικό λιμό, σε σκοτισμό του νου, ο οποίος παραδινόμενος στην περιεκτική πλάνη της ματαιοφροσύνης, είτε κτηνώδης γίνεται, είτε δαιμονιώδης. Η αμαρτία καταστρέφει κάθε τι το ευγενές, το ωραίο, το λογικό που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα.

Η αμαρτία ήταν που προκάλεσε το θάνατο και τη φθορά στην οποίαν υπέταξε όχι μόνο τον άνθρωπο, μα και όλη την κτίση που είχε δημιουργηθεί από το Θεό «λίαν καλή»· «ξέρουμε  ότι ως τώρα όλη η κτίση στενάζει και κραυγάζει από πόνο» (Ρωμ. η’ 22). Η αμαρτία που έκλεισε τον Παράδεισο της τρυφής και αντ’ αυτού έφερε ακάνθας και τριβόλους, πόνο, κόπο και ιδρώτα, φόβο, τρόμο και αβεβαιότητα. Η αμαρτία ήταν που κατέρριψε τον Εωσφόρο και τα αγγελικά τάγματά του από την πάμφωτη δόξα τους και τους μετέβαλε σε σκοτεινούς και πονηρούς δαίμονες. Μια αμαρτία έκανε ο Εωσφόρος και δεν φύλαξε την αρχή του, και επέφερε την καταστροφή σ’ όλο του το τάγμα. Μια παράβαση του θείου θελήματος διέπραξε ο πρωτόπλαστος Αδάμ και συμπαρέσυρε όλη την κτίση στη φθορά.

Το πόσο μεγάλο κακό είναι η αμαρτία, το αποδεικνύει και ο τρόπος της σωτηρίας του ανθρώπου. Ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος ήταν δυνατό να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα της αμαρτίας, γι’ αυτό ευδόκησε ο Θεός Λόγος να «κενώση εαυτόν» γενόμενος άνθρωπος, για να αναπλάσει τη φθαρείσα εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, και να τον ελευθερώσει από την τυραννία του θανάτου και του Διαβόλου. «Αποτασσόμενος» τον σατανά και την αμαρτία κατά το Βάπτισμα ο άνθρωπος, λαμβάνει τη σώζουσα Χάρη του Χριστού και εισέρχεται στην «καινή ζωή» της Εκκλησίας.

Μπορούμε να πούμε ότι η μετάνοια αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του πρακτικού μέρους της σωτηριολογίας. Διότι, ποιός μπόρεσε ποτέ να φυλάξει τη χάρη του θείου βαπτίσματος και την ακριβή τήρηση των θείων εντολών, όπως υποσχέθηκε όταν βαπτιζόταν; Ασφαλώς κανείς, έστω κι’ αν η ζωή του ήταν μόνο μια ημέρα πάνω στη γη, κατά τον προφήτη. Καλούμαστε, βλέπετε, άνκαι είμαστε αμαρτωλοί και εμπαθείς, και ζώντας μέσα σε περιβάλλοντα αμαρτωλά και αντίθετα, να βαδίσουμε το δρόμο των αρετών και του αγιασμού. Η προτίμηση του καλού είναι εύκολη, η εφαρμογή όμως θέλει αγώνα· «το μέν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής». Επομένως, η μετάνοια είναι η μόνη ελπίδα και βοήθεια που απέμεινε στον αμαρτωλό άνθρωπο για να πετύχει τον προορισμό του.

Γι’ αυτό ακριβώς η αγία μας Εκκλησία, εφαρμόζοντας την εντολή του Κυρίου, συνεχίζει το σωτήριο αυτό έργο υπό την μυστηριακή μορφή της μετάνοιας – εξομολογήσεως, ώστε μέσω αυτού κάθε άνθρωπος να μπορεί να ανταποκριθεί στα χριστιανικά του καθήκοντα, μετανοώντας για όσα είτε από πρόθεση είτε από αδυναμία έπραξε. Το μυστήριο της μετανοίας– εξομολογήσεως μοιάζει με παγκόσμιο λογιστήριο στο οποίο η ανθρωπότητα προσέρχεται και συμφιλιώνεται με τον Θεό, ομολογώντας το χρέος και λαμβάνοντας δωρεάν την εξόφληση. Αφού δηλ. ο άνθρωπος έλθει σε συναίσθηση της ενοχής του, προσέρχεται στον αρμόδιο λειτουργό της Εκκλησίας όπου ομολογεί με ταπείνωση τις αμαρτίες του για να λάβει την άφεση. Εδώ ακριβώς βρίσκει εφαρμογή και το ψαλμικό, «είπα, εξαγορεύσω την ανομία μου στον Κύριο, και συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου», και «λέγε συ πρώτον τις αμαρτίες σου για να συγχωρηθείς».

Στην αποστολική εποχή το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως ετελείτο δημοσίως στη σύναξη των πιστών, ενώπιον του Επισκόπου: «Πολλοί από τους πιστούς έρχονταν εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τις πράξεις τους» (Πράξ. ιθ’ 18). Αργότερα όμως το σύστημα αυτό καταργήθηκε και οι Επίσκοποι προχείρισαν «πρεσβυτέρους επί της μετανοίας», στους οποίους οι μετανοούντες εξομολογούντο ιδιαιτέρως, πράγμα που ισχύει μέχρι και σήμερα: ο μετανοών, προσέρχεται προς τον εντεταλμένο για τον σκοπό αυτό πρεσβύτερο, τον λεγόμενο «πνευματικό», και με ταπείνωση εξομολογείται τις πράξεις του, βεβαιώνοντας έτσι και πρακτικά τη μετάνοιά του. Αν ο πνευματικός κρίνει ότι δεν υπάρχει εμπόδιο για την άμεση λύση του, ακολουθεί η ολοκλήρωση του μυστηρίου που είναι η άφεση των αμαρτιών, η λύση του μετανοούντος από τα δεσμά της αμαρτίας, και η επαναφορά του στην κατάσταση της χάριτος απ’ όπου είχε ξεπέσει.

Ανάλογα με την περιπτώση, ο μετανοών είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ορισμένα επιτίμια από τον πνευματικό. Τα επιτίμια έχουν παιδαγωγικό σκοπό, είναι μέσα διορθώσεως του μετανοούντος και όχι μέσα αφέσεως αμαρτιών. Την άφεση και την κάθαρση από τις αμαρτίες μόνο το χυθέν επί του Σταυρού αίμα του Χριστού έχει τη δύναμη να επιφέρει: «Το αίμα Ιησού Χριστού, του υιού του Θεού, μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία» (Α΄ Ιω. α’ 7). Στην αρχαία Εκκλησία είχαν καθοριστεί τέσσερα στάδια επιτιμίου, ανάλογα με το πταίσμα και το βαθμό της μετανοίας του εξομολογουμένου: α) το στάδιο των «προσκλαιόντων», όπου οι μετανοούντες έμεναν έξω του ναού κατά τη θεία λειτουργία, β) το των «ακροομένων», όπου έμεναν στο νάρθηκα με τους κατηχουμένους, γ) το των «υποπιπτόντων», όπου έμεναν μέσα στον κυρίως ναό γονυκλινείς, αλλά αποχωρούσαν σε μια καθωρισμένη στιγμή της λειτουργίας, μετά από σχετική εκφώνηση του διακόνου και δ) τέλος, το στάδιο των «ανισταμένων», όπου έμεναν μέσα στο ναό όρθιοι μαζί με τους λοιπούς πιστούς. Ο χρόνος της ισχύος του επιτιμίου διαρκούσε ανάλογα με τη θέρμη της μετανοίας κατά την κρίση του Επισκόπου.

Μαζί με την εξομολόγηση, τα επιτίμια και την άφεση, η αγία μας Εκκλησία έχει καθιερώσει και ειδικές ευχές μαζι με σχετική κατήχηση, οπότε ετελείτο μια μικρή ακολουθία μετά από κάθε εξομολόγηση. Σήμερα όμως αυτό έχει καταργηθεί και διατηρούνται μόνο oι αρμόδιες για τη λύση των αμαρτημάτων ευχές. «Ο Θεός να σε συγχωρήσει δι’ εμού του αμαρτωλού και σ΄αυτή τη ζωή και τη μέλλουσα» κλπ. Είναι όμως ανάγκη ο πνευματικός να διαφωτίζει τον εξομολογούμενο για το πόσο μεγάλο κακό είναι η αμαρτία και τι ολέθριες συνέπειες έχει για τη ζωή του πιστού, διότι συχνά παρατηρείται το φαινόμενο της χαλαρής και συμβιβαστικής συνειδήσεως («δεν πειράζει για την αμαρτία που κάνω, θα την πω στον πνευματικό, θα κάνω κι ένα μικρό κανόνα και είμαι εντάξει»), πράγμα που προκαλεί την υποχώρηση στην αμαρτία, τη δικαιολόγησή της και τέλος την αναισθησία και την αμετανοησία.

Μεγάλο λοιπόν το μυστήριο της μετανοίας, μεγάλο το χάρισμα, γιατί σ’ αυτό βρίσκει εφαρμογή ο λόγος του Χριστού, «ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε κι είστε φορτωμένοι (από το βάρος των αμαρτιών), κι εγώ θα σας ξεκουράσω». Πράγματι, εφ’ όσον «ο άνθρωπος γίνεται δούλος εκείνου απ’ τον οποίον έχει νικηθεί» (Β’ Πετρ. β’ 19) και  «κάθε ένας που κάνει την αμαρτία γίνεται δούλος της» (Ιω. η’ 34), η μετάνοια αποτελεί πραγματική απελευθέρωση, αποφόρτωση του βάρους και ανάπαυση. Γι’ αυτό το έργο σας, ευλαβέστατοι ιερείς του Υψίστου και πνευματικοί, έχει απερίγραπτη σπουδαιότητα και αξία. Μην το παραμελήσετε, αλλά όλοι μας ας διδάξουμε, ας διεγείρουμε, ας προτρέπουμε, ας ικετεύουμε ευκαίρως – ακαίρως και εν παντί καιρώ. Ας μη λησμονούμε τα λόγια του Θεού στον Προφήτη Ιεζεκιήλ, «Υιέ ανθρώπου σε τοποθέτησα φύλακα στον Ισραηλιτικό λαό». Η κοινωνία μας περνά μεγάλη κρίση, το κακό βρίσκεται μέσα στη  μάνδρα του Χριστού, χάνουμε συνεχώς από αυτούς που βρίσκονται μέσα.   Η προτροπή για μετάνοια είναι το μόνο μέσο για να απαλύνουμε τη συμφορά. Κι’ αφού «γίνεται χαρά στον ουρανό για κάθε ένα αμαρτωλό που μετανοεί», ας αγωνιστούμε να αυξήσουμε τον αριθμό των μετανοούντων για να περισσεύσει η χαρά όχι μόνο στον ουρανό, μα και στη γη, προς δόξαν Χριστού του Θεού ημών. Αμήν.

 

(Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 56-66 , σε γλωσσική επεξεργασία).