Ο ομολογιακός χαρακτήρας τον χριστιανισμού (Μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου Ευφημίας- 11 Ιουλίου)
17.09.2014
Η πανσωστική πρόνοια του Κυρίου μας οικονόμησε, πλησίον της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταύρου, να εορτάζουμε την μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου Ευφημίας, η οποία μας μεταφέρει σε μια συνέχεια του νοήματος του Σταύρου. Αυτή η Μάρτυς, παρθένος κόρη από υψηλοτάτη οικογένεια, τελείωσε το μαρτύριο της κάπου μέσα στην περίοδο των τριών πρώτων αιώνων που οι χριστιανοί ήσαν έκτος νόμου. Το λείψανό της ευρίσκεται στο Βυζάντιο. Της απένειμαν μεγάλες τιμές, διότι πραγματι¬κά, ως Μεγαλομάρτυς, είναι δόξα και στέφανος της Εκκλησίας μας. Κατά το 451 συνήλθε στη Χαλκηδόνα η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία κατεδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμού, που απέδιδε στον Κύριο μας μία φύση. Όμως την μία φύση είχε προ της σαρκώσεώς Του, όντας Θεός Λόγος, και, καθαυτό, ομοούσιος προς τον Πατέρα. Όταν όμως «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» και επεδήμησε στον κόσμο, φόρεσε και τη δική μας φύση. Όντας λοιπόν τέλειος Θεός, έγινε και τέλειος άνθρωπος. Απέκτησε πλέον δύο φύσεις ασύγχυτες και ενωμένες. Αυτό ακριβώς εδογμάτισε και η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Δυστυχώς όμως υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν, είτε λόγω της πτώχειας των γνώσεων τους, είτε εθελοκάκως και προκάλεσαν σύγχυση στην Εκκλησία μας, προβάλλοντες ότι ο Χριστός έχει μόνο μία φύση. Και ναι μεν η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος τους κατεδίκασε, αλλά ο σάλος δεν σταμάτησε, διότι οι αιρετικοί είχαν ισχυρά οικονομικά μέσα και πολιτική δύναμη, με τα οποία έσειαν και συγκλόνιζαν την Εκκλησία. Τότε, για να δοθεί ένα τέλος στο όλο πρόβλημα και να πεισθεί ο λαός να ειρηνεύσει, πήραν οι Πατέρες τους δύο τόμους που ήσαν γραμμένες και των δύο οι απόψεις. Ο μεν ένας της Εκκλησίας μας, με τα ορθόδοξα δόγματα, και ο άλλος με τις αιρετικές φλυαρίες. Αποφάσισαν να τους θέσουν στη λάρνακα όπου ευρίσκετο το λείψανο της Μάρτυρος και μετά να επακολουθήσει προσευχή, ώστε να αποδείξει η μάρτυς διά της θαυματουργικής της Χάριτος ποίος εκ των δύο κατέχει την αλήθεια και είναι θεόπνευστος. Πράγματι, εκλείδωσαν τους δύο τόμους μέσα στη θήκη του ιερού λειψάνου της Αγίας. Την επομένη άνοιξαν την λάρνακα να δουν ποιόν από τους δύο τόμους προτίμησε η Αγία και, πραγματικά, η χάρις της Μεγαλομάρτυρος απέδειξε τον ομολογιακό της ζήλο και μετά τον θάνατό της. Τον μεν τόμο των Πατέρων, αυτόν δηλαδή της Ορθοδοξίας, τον πήρε στην αγκαλιά της και τον κρατούσε με τα δύο της χέρια, τον δε άλλον, των αιρετικών, έριξε κάτω από τα πόδια της και απέδειξε έτσι την ακρίβεια της ομολογίας. Με αφορμή την αφήγηση του βίου της, μεταφερόμεθα σήμερα στον ομολογιακό χαρακτήρα της χριστια¬νικής μας ιδιότητος και διαπιστώνομε από την παρά¬δοση της Εκκλησίας μας, από τα βιώματα των Πατέρων μας και τις ομολογίες των Μαρτύρων μας ότι, γενικά, το θέμα ολόκληρης της χριστιανικής μας ιδιότητος, αλλά και, ειδικότερα, το θέμα της πίστεως μας είναι καθαρά ομολογιακό. Ο Κύριός μας -όπως και άλλοτε αναλύσαμε εκτενέστερα- διάκειται προς εμάς ως η απόλυτος πατρική παναγάπη, η οποία πράγματι αγκάλιασε το σύμπαν και ειδικά τον άνθρωπο τον τραυματισμένο. Ολόκληρος ο κύκλος της παρουσίας του μαζί μας, ήτο μια απόλυτος αγάπη και τίποτε περισσότερο. Ο Κύριος πλησίασε την πανανθρώπινη δυστυχία σε όλες της τις φάσεις, «κηρύττων, διδάσκων και ιώμενος» τους τραυματισμένους. Απεδέχετο τους πάντας σε τέτοιο σημείο, ώστε να παρεξηγείται από τους Φαρισαίους στο πως ανέχεται να συναναστρέφεται με πραγματικά σεσημασμένους αμαρτωλούς. Και πάνω στο Σταυρό, με ένα «μνήσθητι», δέχεται έναν ληστή άνθρωπο, ο οποίος μέχρι την στιγμή της εκτελέσεώς του ήτο φονέας και κακοποιός. Και όχι μόνο τον συγχωρεί, αλλά μεθ’ όρκου του λέγει: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Έτσι ο παναμαρτωλός άνθρωπος εδικαιώθη διά του αίματος του Κυρίου μας, ο οποίος δεν απαίτησε κάτι, αλλά μας αξίωσε και του «υπέρ εκ περισσού». Μας έδωσε να κληρονομήσουμε αυτά στα οποία «επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι». Και όμως, βλέπομε ότι ο Κύριος φαίνεται παράδοξα αυστηρός, σκληρός και άτεγκτος, όταν προβάλλεται το θέμα της ομολογίας της πίστεως μας. Και μας ερ¬μηνεύει ότι αυτός που θα με ομολογήσει, θα τον ομολογήσω έμπροσθεν του Πατρός και όποιος με αρνηθεί, θα τον αρνηθώ. Σκληρός ο λόγος, πραγματικά, απέναντι στην παναγάπη του Κυρίου μας και ανθρω¬πίνως φαίνεται σαν κάτι το δύσκολο. Στην αρχή της δημιουργίας της Εκκλησίας μας, επί 300 περίπου χρόνια, οι χριστιανοί ήσαν έκτος νόμου, δεν είχαν δικαίωμα ζωής. Κάθε μέρα ποταμοί αιμάτων εχύνοντο και πάνω σ’ αυτά εστηρίχθη η Εκκλησία μας και δεν υπήρξε κανένας όρος οικονομίας. Ήσαν υποχρεωμένοι οι πάντες να ομολογήσουν και ομολογούντες θυσίαζαν αυτήν τη ζωή τους για να κρατή¬σουν την ομολογία και δεν υπήρχε όρος ελιγμού. Εάν τώρα πάρουν ένα νεαρό παιδί, μια κορασίδα και την στήσουν στο ικρίωμα και της πουν. «Αυτήν την ώρα ή αρνείσαι τον Χριστό ή θα σε ψήσουμε ζωντανή στα κάρβουνα», ανθρωπίνως, δεν είναι τραγικό; Πώς θα υπομένει αυτή η κορασίδα, η οποία έτυχε και τόσο καλής ανατροφής, να ψηθεί ζωντανή και να μην δικαιούται να κάνει έναν ελιγμό; Δηλαδή να πει, έστω με τα χείλη της: «Ναι, αρνούμαι», αλλά με την καρδιά της να μην αρνηθεί. Μήπως ο Θεός δεν θα έβλεπε την καρδιά της, αφού Αυτός «ετάζει καρδίας και νεφρούς», και μετά, που θα έφευγε από εκεί, να έμενε πάλι πιστή; Ευρίσκουμε όμως ότι ο Κύριος δεν ανέχεται κανέναν όρο οικονομίας και αυτό αποδεικνύεται από τα βιώματα των Πατέρων, όχι μόνο στο θέμα της πίστεως, στη δογματική έννοια, αλλά ακόμα και σ’ αυτή την απλή παράδοση. Οι Μακκαβαίοι γιατί εμαρτύρησαν; Απαγορευόταν από τον Μωσαϊκό νόμο να κάνουν χρήση χοιρινού κρέατος. Δεν ήταν δόγμα αυτό· απλώς ηθικολογία. Οι πολλοί ερμηνευτές, καμιά φορά, αποδίδουν ότι η απα¬γόρευση αυτού του είδους των φαγητών, δεν είχε άλλο νόημα, παρά μόνο ότι στα μέρη αυτά, τα ξηρά και ζεστά, αυτές οι τροφές είναι βαριές και ανθυγιεινές. Όταν ο τύραν¬νος του τόπου επέβαλε να γευθούν χοιρινό κρέας και να λάβουν μεγάλα αξιώματα, όχι μόνο δεν εδέχθησαν, αλλά πλήρωσαν με τη ζωή τους την ομολογία τους αυτή· και «έτι λαλείται», όπως λέει ο Παύλος, ο θρίαμβος του μαρτυρίου των και αποτελούν στέφανον δόξης για την Εκκλησία μας. Αυτός τούτος, «ο μείζων πάντων των γεννητών», ο Πρόδρομος, γιατί εμαρτύρησε; Μήπως ο Ηρώδης τον ανάγκασε να αρνηθεί τον Θεό του Ισραήλ και να προσκύνησει τον Βάαλ ή κάποια άλλη θεότητα, την οποίαν αυτός προσκυνούσε; Όχι. Απλούστατα. Σαν Ιδουμαίος όπου ήτο ο Ηρώδης και, συνεπώς, ειδωλο¬λάτρης, έλαβε ως σύζυγο τη νύμφη του. Μα στη θρησκεία αυτού του ανθρώπου, επετρέπετο και την μητέρα του ακόμα να παντρευτεί. Ως ειδωλολάτρης που ήτο, δεν παρέβη το νόμο του. Όμως σαν βασιλιάς του Ισραήλ, εθεωρείτο «χριστός Κυρίου» και γι’ αυτό τον ήλεγξε ο Πρόδρομος. «Ουκ έξεστί σοι», όντας «χριστός Κυρίου», να λάβεις ως γυναίκα τη νύμφη σου και να αποτελέσεις κακό παράδειγμα μέσα στο λαό του Κυρίου. Και ένεκεν αυτής της ακριβείας εμαρτύρησε «ο μείζων πάντων των γεννητών». Το θέμα της πίστεώς μας είναι καθαρώς ομολογιακό και δεν χωρεί καμία οικονομία. Μήπως άραγε δεν είναι επίκαιρο σήμερα, όταν βλέπουμε κάθε μέρα ζοφερά σύννεφα στον ορίζοντα; Συνεχώς πιεζόμεθα προς το μέρος τούτο. Τα πάντα γίνονται χλιαρά, όλες οι ηθικές αρχές παραμερίζονται και αυτή ακόμα η ίδια η πίστη μας. Μήπως νομίζετε ότι απέχουμε πολύ από την περίοδο που θα κληθούμε και μεις στο εδώλιο να ομολογήσουμε την πίστη και την παράδοση μας; Μην θεωρηθεί ότι αυτοί οι σκοποί είναι μακράν από το στόχο μας και δεν πρέπει να είμεθα έτοιμοι και για αυτούς ακριβώς τους λόγους. Όπως σας ετόνισα και προηγουμένως, η Αγία Ευφημία απέδειξε, και μετά το θάνατό της, την ακρίβεια της ομολογίας. Αυτό πολύ μας ενδιαφέρει. Όχι γιατί το έκαμε η Αγία και μας εδημιούργησε μία καινή θεωρία, την οποία αγνοούσαμε, αλλά κάναμε μία διαπίστωση από τις τόσες πολλές που έχομε, ότι όντως ο χριστιανισμός είναι ομολογιακός και κανένας όρος συμβιβασμού και οικονομίας δεν χωρεί. Μπορεί να υπάρξει οικονομία στο ζήτημα της διαβιώσεως και της διαίτης μας. Εάν θέλουμε γινόμαστε αυστηρότεροι και αγωνιστικότεροι, εγκρατέστεροι και περισσότερο συμπαθείς. Γενικά, στους διαφόρους τρό¬πους των ελευθέρων αρετών, έχει τη δυνατότητα ο καθένας μας μέσα στην αγωνιστικότητά του, να προσθέσει ή να αφαιρέσει, να κάνει οικονομία. Στο ζήτημα όμως της πίστεως, δεν χωρεί συμβιβασμός. Εκεί που το θείο θέλημα είναι χαραγμένο και αποδεικνύεται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζεται μέσω της Εκκλησίας και, γενικά, της πατερικής μας παραδόσεως, δεν χωρεί οικονομία. Διότι εκεί που βλέπετε συμβιβασμούς, πά¬ντοτε να φοβάσθε, μήπως, χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθούμε έξω από τη Χάρη, χάσουμε το βάπτισμα, χάσουμε την πίστη μας. Εκεί όπου υψώνεται η αμαρτία, είτε στον ηθικό, είτε στο δογματικό τομέα, για να μας παρακινήσει να κάνουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που θέλει ο Κύριος, προβάλλουμε αμέσως την άρνηση, την αντίσταση και εκεί ακριβώς επιτελείται η ομολογία. Αυτά ήθελα να σας υπενθυμίσω. Όλοι μας με προθυμία να επικαλεσθούμε τη συμπάθεια και τη χάρη της εορταζομένης Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, ώστε να επιδράσει και στη ψυχή μας το πνεύμα της ομολογίας το οποίο επέδειξε η τρυφερή αυτή κόρη, που δεν υπολόγισε τίποτε, αλλά προσέφερε τη ψυχή της θυσία στον Χριστό, για να κρατήσει την ομολογία της. Πίστευε ότι, εάν ομολογήσει, θα ομολογηθεί και αυτή, όπως και ομολογήθηκε ενώπιον του ουρανίου Πατρός και της χαρίσθηκε η δόξα της υιοθεσίας. Διότι, αν ηρνείτο, θα εξέπεφτε. Μη γένοιτο σε μας να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά με ζήλο πραγματικό να συνεχίσουμε την πορεία μας, για να λάβουμε την αμοιβή από τον Κύριό μας, με τις πρεσβείες των Αγίων Του. Αμήν.
(Γέροντος Ιωσήφ, Αθωνικά Μηνύματα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 6 , σ. 169-174)