Τί είναι η απάθεια; Μπορεί κάποιος να την κατορθώσει αν το θελήσει;
21.12.2014
Απάθεια είναι η ελευθερία από κάθε εμπαθή επίδραση και είναι διπλή όπως και η φύση μας. Στη βιολογική μας σύσταση κινούνται οι σωματικές αισθήσεις. Αν σ’ αυτές επιβάλουμε το νόμο της λογικής και κινούνται στα όρια της χρείας, τότε κινούνται φυσιολογικά, χωρίς πάθος, επειδή δεν γίνεται παράχρηση. Εδώ έχουμε μια σχετική απάθεια των εξωτερικών μας αισθητηρίων σαν λογικά πρόσωπα που είμαστε.
Εκείνα όμως, που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά μας ως θεοειδή, είναι τα πνευματικά μας αισθητήρια. Η συντριβή που προήλθε από την πτώση έβλαψε περισσότερο τον πνευματικό μας κόσμο. Δίκαια η Γραφή αναφέρει ότι αποκτήσαμε «νουν που παρασύρεται στα πονηρά από τη νεότητά μας» (Γέν. 8,21), άρα εκ γενετής. Απάθεια, λοιπόν, οφείλουμε να έχουμε στον πνευματικό μας κόσμο, γιατί και οι αισθήσεις μας από το λογικό ερεθίζονται και κινούνται.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι άγιοι πατέρες έστρεφαν όλη την προσοχή τους στην πνευματική ελευθερία και γι’ αυτήν κατέβαλαν τους μαρτυρικούς τους αγώνες. Κατόρθωσαν να απομακρύνουν τα αίτια, να περιστείλουν την αταξία των σωματικών και των πνευματικών αισθητηρίων και να περιορίσουν το νου, ώστε να μην κινείται άσκοπα και παράλογα. Έτσι πέτυχαν να κάνουν σωστή κρίση των νοημάτων, με φυσικό επακόλουθο τη σωστή χρήση των πραγμάτων.
Με την εφαρμογή των θείων εντολών και την ακριβή τήρηση του θείου θελήματος θα κερδίσουμε τις θείες επαγγελίες, που είναι η υιοθεσία και επομένως η απάθεια. Όσοι με τη Χάρη του Χριστού κέρδισαν αυτό το βραβείο, φόρεσαν «την εικόνα του επουρανίου» και απ’ αυτήν τη ζωή γεύονται τα αγαθά της επουράνιας βασιλείας και αισθάνονται σαν υιοί του Θεού.
Δεν φοβούνται πλέον την πάλη του παρόντος κόσμου, ούτε τη διαβολική κακότητα, γιατί με το «πλήρωμα» της Χάριτος μπήκαν στην «ατρεψία», αφού καταργήθηκε απόλυτα ο νόμος της φθοράς και της μεταβολής, αν και είναι ακόμη στη ζωή. Αυτοί ήταν οι θεοφόροι πατέρες μας, που με τη φιλοπονία και την απόλυτη υποταγή στο θείο θέλημα «έλαβαν» τον Χριστό μας και αυτός «τους έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού» (Ιω. 1,12) και πλέον «ο θάνατος δεν έχει εξουσία πάνω τους»(πρβλ. Ρωμ. 6,9).
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Συζητήσεις στον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 13, σ. 82-85)