Ο Οικουμενικός Διάλογος τον 21o αιώνα. Πορεία μετ’ εμποδίων; [Α]
19.01.2013
Εισήγηση στο οικουμενικό συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη (13-14/1/2013)
Άκρως ενδιαφέρον και λίαν επίκαιρο το κύριο θέμα του Επιστημονικού τούτου Συμποσίου, το οποίο πραγματοποιείται το διήμερο αυτό προκειμένου να τιμηθεί οφειλετικώς η μακρά και συνεπής προς την Εκκλησία και την Θεολογική επιστήμη διακονία, του προσφιλούς φίλου και συνοδοιπόρου καθηγητού κ. Πέτρου Βασιλειάδη.
Ενδιαφέρον, διότι η Οικουμενική Κίνηση, από τις πρώτες ήδη μέρες της εμφανίσεώς της στο Εκκλησιαστικό προσκήνιο, κατά τις αρχές του εικοστού αιώνος, κινητοποίησε, και κινητοποιεί ακόμη, θιασώτες και πολέμιους, οι οποίοι με πειθώ και μαχητική εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, προσπαθούν να εκθέσουν τα «υπέρ» και τα «κατά» της, να προβάλουν τα πλεονεκτήματα που αυτή παρουσιάζει ή να επισημάνουν τους κινδύνους τους οποίους εγκυμονεί. Είναι αλήθεια ότι η εν λόγω Κίνηση προβληματίζει, προκαλεί, ερεθίζει, θετικά ή αρνητικά, αλλά δεν περνά απαρατήρητη. Όχι μόνο στον καθ΄ ημάς Ορθόδοξο χώρο, αλλά και στο ευρύτερο Χριστιανικό πλαίσιο.
Το υπό εξέταση, όμως, θέμα είναι και άκρως επίκαιρο υπό το φως των επίμονων ερωτημάτων τα οποία τίθενται, εδώ και πολύ καιρό, εκ μέρους διαφόρων Εκκλησιαστικών και Θεολογικών παραγόντων. Ερωτημάτων που αναφέρονται στα αδιέξοδα και την «εις βήμα σημειωτόν» πορεία των Οικουμενικών Διαλόγων οι οποίοι διενεργούνται είτε διμερώς, μεταξύ δύο Εκκλησιαστικών παραδόσεων, είτε πολυμερώς, μέσα στα πλαίσια της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), ή της Επιτροπής «Εκκλησίαι εν Διαλόγω» του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ).
Σήμερα, στην χριστιανική οικουμένη, και σε διεθνή κλίμακα, διεξάγονται κάπου σαράντα διμερείς διάλογοι, στους οποίους εμπλέκονται, σε επίσημο εκκλησιαστικό επίπεδο, η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της, όλες οι αντι-Χαλκηδόνιες Ανατολικές Εκκλησίες, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η Αγγλικανική Κοινωνία, η Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών, τα δύο μείζονα εκκλησιαστικά σχήματα που προέκυψαν από την Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνος, τουτέστι των Λουθηρανών και των Μετερρυθμισμένων (Καλβινιστών, Ζβιγγλιανών, Κονγκρεγκασιοναλιστών), οι νεώτερες Προτεσταντικές Ομολογίες των Μεθοδιστών, Βαπτιστών, Μεννονιτών, Οπαδών του Χριστού, και ωρισμένα ρεύματα του νεοφανούς, και αλματωδώς εξαπλούμενου σε όλα τα πλάτη και μήκη της υφηλίου, Πεντηκοστιανού κινήματος.
Κάθε διάλογος διακρίνεται, φυσικά, από τα δικά του χαρακτηριστικά, και αναμφίβολα, επηρεάζεται από την ιστορία των διαλεγομένων μερών. Οι περισσότεροι από αυτούς αποβλέπουν σε μια απλή αλληλογνωριμία, και στην εξοικείωση δύο εκκλησιαστικών παραδόσεων, οι οποίες δεν έχουν κοινές καταβολές και δεν συνδέονται με οποιουσδήποτε ιστορικούς δεσμούς. Ενώ ωρισμένοι αποσκοπούν, κατά την έκφραση της Γ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως, στην αποκατάσταση «τῆς ἐν τῇὀρθῇ πίστει καί τῇἀγάπῃἑνότητος»[1] των Εκκλησιών εκείνων, οι οποίες πάλαι ποτέ συγκροτούσαν την Μία και αδιαίρετο Εκκλησία, αλλά κατά τον ρουν της ιστορίας αποξενώθηκαν και τελικά βρέθηκαν χωρισμένες. Στην κατηγορία αυτή, την και σημαντικώτερη, ανήκουν αναντίρρητα οι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφ’ ενός με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και αφ΄ ετέρου, με τις Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες.
Να σημειωθεί ότι, ανάλογη σημασία, μέσα όμως σ΄ ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό και εκκλησιολογικό πλαίσιο, έχουν και οι διμερείς διάλογοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τους Αγγλικανούς, τους Λουθηρανούς και τους Μετερρυθμισμένους, διότι, ενώ όλοι αυτοί μέχρι τον 16ο αιώνα αποτελούσαν μέρος της Δυτικής Εκκλησίας, αποσπάσθηκαν από την Ρώμη, μέσα στη δίνη της Διαμαρτυρήσεως.
Το ίδιο είναι δυνατόν να λεχθεί και όσον αφορά στον διάλογο μεταξύ Αγγλικανών και Μεθοδιστών, δοθέντος ότι ο Μεθοδισμός εμφανίστηκε το 1725 ως ένα ανανεωτικό κίνημα μέσα στα σπλάγχνα της Αγγλικανικής Εκκλησίας, στη συνέχεια, όμως, μετατράπηκε σε ιδιαίτερη Εκκλησία, συνεπεία της αυτόνομης ιεραποστολικής δράσεως στην Αφρική, του ιδρυτού τού κινήματος, αγγλικανού ιερέως John Wesley.
Οι διμερείς διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, την, έστω καθυστερημένα κατά μία εξηκονταετία, υλοποίηση της πρωτοβουλίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ στις αρχές του εικοστού αιώνος. Πρωτοβουλίας που απέβλεπε, πρωτίστως μεν, στην συμφιλίωση και συνοχή τής από διενέξεις και σχίσματα μαστιζόμενης τότε Ορθοδοξίας, δευτερευόντως δε, στην προσέγγιση Ανατολής και Δύσεως. Όντως, με τις δύο γνωστές Εγκυκλίους του, το 1902 και το 1904, Ιωακείμ ο Γ΄, μαζί με το καίριο και επείγον θέμα της Πανορθοδόξου ενότητος, έθετε υπ΄όψη των Ορθοδόξων Προκαθημένων και το ζήτημα «τῶν σχέσεων ἡμών μετά τῶν δύο μεγάλων τοῦ χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας», συνηγορώντας υπέρ της εξευρέσεως τρόπων «φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως» αυτών[2], δοθέντος ότι, καθώς τόνιζε, «τῇ Παναγίᾳ Τριάδι καί αὐτοί πιστεύοντες καί τῷὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σεμνυνόμενοι, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ σωθῆναι ἐλπίζουσιν» [3]. Πεποίθηση του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ ήταν ότι μια τέτοια προσέγγιση θα άνοιγε τον δρόμο που θα οδηγούσε ενδεχομένως, και Θεού ευδοκούντος, στην ένωση των Ρωμαιοκαθολικών, των Διαμαρτυρομένων, αλλά και των Παλαιοκαθολικών, με την Ορθόδοξο Εκκλησία.
Η ως άνω τολμηρή Πατριαρχική πρωτοβουλία, υλοποιήθηκε, σε μια πρώτη φάση, από την Α΄Πανορθόδοξο Διάσκεψη της Ρόδου το 1961, με την συμπερίληψη στο θεματολόγιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ζητημάτων αναφερομένων στις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον ετερόδοξο χριστιανισμό και γενικά με την Οικουμενική Κίνηση. Πήρε δε συγκεκριμένη μορφή, με την απόφαση της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου τον Νοέμβριο του 1964, όπως εγκαινιασθούν θεολογικοί διάλογοι με την Ρωμαιοκαθολική, την Αγγλικανική και την Παλαιοκαθολική Εκκλησία. (Τονίζω, με Πανορθόδοξη απόφαση και, φυσικά, με την συναίνεση των Συνόδων τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών).
Από την άλλη πλευρά, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι διμερείς διάλογοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποτελούν την λογική συνέπεια του «ανοίγματος» προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, που είχε πραγματοποιηθεί από την καινοτόμο Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανού, η οποία ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα της Χριστιανικής ενότητος, και προέβη σε χειρονομίες που έθεταν τέρμα στις προηγούμενες αρνητικές τοποθετήσεις της Ρώμης έναντι του λοιπού χριστιανικού κόσμου. Τοιουτοτρόπως, το περί «Οικουμενισμού Διάταγμα» της Συνόδου αυτής, γνωστό ως «Unitatis redintegratio», που είχε ψηφισθεί τον Νοέμβριο του 1964, ουδεμία είχε σχέση με την Εγκύκλιο “Mortalium animos” Πίου του ΙΑ΄ (1928), η οποία απαγόρευε την συμμετοχή των Ρωμαιοκαθολικών σε μή-Καθολικά συνέδρια, με το σκεπτικό ότι «η ενότης των χριστιανών δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την επιστροφή των πεπτωκότων στην αληθή Εκκλησία του Χριστού»[4], τουτέστι, την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία! Το Διάταγμα της Β΄ Βατικανής Συνόδου όχι μόνο αναγνώριζε μια, έστω ατελή, «κοινωνία» με την Καθολική Εκκλησία όσων έχουν «έγκυρο βάπτισμα», αλλά και δήλωνε πως «ένας από τους κύριους στόχους της Β΄ Βατικανής Συνόδου ήταν η αποκατάσταση της ενότητος των Χριστιανών», και προέτρεπε κλήρο και λαό «να συμμετάσχουν ενεργώς στη προσπάθεια εκείνων που υπό την πνοή και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, και διά προσευχής, λόγων και έργων, μοχθούν διά να επιτευχθεί η υπό του Ιησού Χριστού επιποθουμένη ενότης»[5]. Τούτο τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι, από το 1965 και εξής, η όλη οικουμενιστική δραστηριοποίηση της Ρώμης, τόσο στα πλαίσια των διμερών επαφών, όσο και σε εκείνα της συνεργασίας της με το ΠΣΕ και το ΚΕΚ, βασίζεται στις αρχές που είχαν διατυπωθεί στο εν λόγω Διάταγμα.
Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι τήν ίδια περίπου περίοδο, πολλές Εκκλησίες και Ομολογίες της Διαμαρτυρήσεως, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει την κρίσιμη κατάσταση του κατακερματισμένου Προτεσταντικού κόσμου, και δεχόμενες ερεθίσματα από τον πολυμερή διάλογο που διεξάγεται στα πλαίσια της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις», εγκαινίασαν διαλόγους και μεταξύ των, με την ελπίδα επιτεύξεως μιας, έστω υποτυπώδους, θεολογικής συμφωνίας και εκκλησιαστικής ενότητος. Σε ωρισμένες περιπτώσεις οι διάλογοι αυτοί κατέληξαν με την συγχώνευση δύο ή περισσοτέρων Ομολογιών σε μια «Ηνωμένη Εκκλησία» (United Church), κυρίως στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ινδία και σε μερικές άλλες χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Ενώ σε άλλες, παρά την επιτευχθείσα θεολογική συμφωνία και την αποκατάσταση της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών, δεν το κατώρθωσαν, λόγω του ιστορικού παρελθόντος τών συνδιαλεχθέντων και της συναισθηματικής προσκολλήσεως αυτών στην ομολογιακή τους ταυτότητα. Καθώς έλεγε κάποτε ο μακαριστός Μητροπολίτης Ελβετίας και μετέπειτα Αδριανουπόλεως Δαμασκηνός, είναι δύσκολο οι Εκκλησίες και Ομολογίες «νά ἀπαγκιστρωθοῦν ἐκ τῶν θεμελιωδῶν ἐκκλησιολογικῶν, θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, αἱ ὁποῖαι συνθέτουν τήν ἰδίαν αὐτῶν ταυτότητα»[6]. Αυτό κατεφάνη στην περίπτωση τριών ενδο-Προτεσταντικών «ενωτικών» Συνεδρίων του Leuenberg (1973), του Meissen (1988) και του Porvoo (1992), όπου οι Σύνεδροι, ενώ αναγνώρισαν το έγκυρο των χειροτονιών του ιερατείου των Εκκλησιών τους και αποκατέστησαν την μυστηριακή τους κοινωνία, δεν τόλμησαν να κάμουν το τελικό βήμα, εξαγγέλλοντας ότι οι συνδιαλεχθείσες Εκκλησίες, ήτοι η Αγγλικανική Εκκλησία της Μ. Βρεταννίας, οι Λουθηρανικές Εκκλησίες της Γερμανίας, της Σκανδιναυΐας και της Βαλτικής, και πολλές Μετερρυθμισμένες-Καλβινιστικές Εκκλησίες της Ευρώπης, αποτελούν στο εξής «μία» Εκκλησία, ενωμένη στην πίστη, την λατρεία και τα μυστήρια.
Η θεματική των διμερών διαλόγων είναι πλουσιώτατη. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεολογικών, εκκλησιολογικών και ποιμαντικών θεμάτων, σχετικά λ.χ. με την Πίστη και το Δόγμα, τις Πηγές της Θείας Αποκαλύψεως, την Αποστολική Παράδοση, την Χριστολογία, την Φύση και Αποστολή της Εκκλησίας, την Ενότητα της Εκκλησίας, τα Μυστήρια, την Αυθεντία στην Εκκλησία, το Λειτούργημα του Αποστόλου Πέτρου, την Μαρτυρία του Χριστιανισμού στον σύγχρονο κόσμο, ή ακόμη την ποιμαντική των μεικτών γάμων.
Ως προς τον διάλογο της Ορθοδοξίας με τους Αντι-Χαλκηδονίους, παρέλκει να τονισθεί ότι κύριο αντικείμενο συζητήσεως ήταν (και θα είναι ακόμη) το Χριστολογικό δόγμα, όπως και οι ιστορικοί εκείνοι παράγοντες οι οποίοι τον πέμπτο αιώνα συνετέλεσαν στην αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας, των Κοπτών, των Αρμενίων, των Αιθιόπων και των Συρο-Ιακωβιτών. Όσον δ΄ αφορά στον διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, είναι γνωστό ότι τα θέματα που τον απασχόλησαν, αναφέρονταν στο Μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, στην Ενότητα της Εκκλησίας, στο Μυστήριο της ιερωσύνης, στην Αποστολική διαδοχή, προσφάτως δε, στο άκρως λεπτό και ευαίσθητο θέμα του «Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης», κατά την διαιωνιζόμενη εξέταση του οποίου, νομίζω πως θα χυθεί ακόμη πολύς σίελος και θα δαπανηθεί άφθονη μελάνη!!
[1] Βλ. Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, Πρακτικά-Κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, 1986, ΟΚΟΠ, Σαμπεζύ Γενεύης, σελ.270 εξ. (Στο εξής: Πρακτικά Γ΄Προσυνοδικής Διασκέψεως).
[2] Βλ. Εγκύκλιο του 1902, στο Γεωργίου Τσέτση, (επ.) Οικουμενικός Θρόνος και Οικουμένη-Επίσημα Πατριαρχικά Κείμενα, Τέρτιος, 1989, σελ. 26-34
[3] Βλ. Εγκύκλιο του 1904, Όπ.π. σελ. 38-45
[4] Βλ. http://www.vatican. va/holy_father/pius_xi/encyclicals/documents/hf_p-xi_enc_19280.
[5] (βλ. πλήρες κείμενο του Διατάγματος στο Austin Flannery, Documents of Vatican II,Eerdmans, 1974, σελ. 452-470).
[6] Δαμασκηνού Ελβετίας, Θεολογικοί Διάλογοι-Μία Ορθόδοξη Προοπτική, Εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 105.