Ο Οικουμενικός Διάλογος τον 21o αιώνα. Πορεία μετ’ εμποδίων; [Β]


22.01.2013

Στο σημείο αυτό, και λόγω της συγχύσεως που επικρατεί όσον αφορά στον σκοπό των διαλόγων και τη φύση των «Κοινών κειμένων» τα οποία εκπονούνται σ΄αυτούς, θα ήταν ίσως χρήσιμο να υπογραμμισθεί ένα πράγμα. Ότι οι διάλογοι δεν είναι «ενωτικαί Σύνοδοι», και πως τα κείμενα που εκδίδουν δεν έχουν χαρακτήρα «συμφωνίας», πολύ δε περισσότερο «κοινής ομολογίας πίστεως», όπως συχνά πιστεύεται και επίμονα επαναλαμβάνεται. Καθώς έλεγε πολύ εύστοχα ο π. Θεόδωρος Ζήσης, λαϊκός καθηγητής τότε της Σχολής αυτής, στην Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψη, «ἄν δῇ κανείς τά πρακτικά τν Οκουμενικν Συνόδων, θά διαπιστώστι μέχρις του φθάσουν ο συνοδικοί πατέρες εἰς τήν διατύπωσιν ρων, προηγεται μία μακρά περίοδος, κατά τήν ποίαν κτίθενται καί ναλύονται προβλήματα, ναλύονται θέσεις καί μελέται, καί πί τ βάσει ατς τς προεργασίας καταλήγει Σύνοδος ες τήν διατύπωσιν ρισμένων ρων»[7]. Ως εκ τούτου, νομίζω ότι παρέλκει η κάθοδος, δίκην καταδρομέων, αμυντόρων της Ορθοδοξίας σε χώρους ή χώρες όπου διεξάγονται οι διάλογοι, προκειμένου να παρεμποδιστεί πάραυτα η «ένωση» της Ορθοδοξίας με την αιρετική Δύση!  Πρέπει να τονισθεί, πάλιν και πολλάκις, ότι διάλογοι έχουν μόνο εξερευνητικό χαρακτήρα, και ότι τα υπ΄αυτών εκπονούμενα γραπτά, είναι απλώς «κείμενα εργασίας» και τίποτε περισσότερο, υποβαλλόμενα από τους διαλεγομένους στις Εκκλησίες τις οποίες εκπροσωπούν, προς αξιολόγηση και σχολιασμό. Και ad referendum, φυσικά, προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Είναι κείμενα τα οποία, απλώς, βοηθούν την κοινή πορεία προς την χριστιανική ενότητα, κείμενα τα οποία οι Εκκλησίες μπορεί να απορρίψουν, καθώς απεδείχθη στην πράξη.[8]

KEK_Lyon_2009_055

Ένα βασικό πρόβλημα που απασχολεί πολλούς εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους είναι ακριβώς εκείνο της «αποδοχής» (reception) εκ μέρους των Εκκλησιών, των «κοινών» ή «συμπεφωνημένων κειμένων» τα οποία εκπονούνται στους διαλόγους αυτούς. Ο προβληματισμός αυτός προεκλήθη έπειτα από εμπειρίες πολλών εκκλησιαστικών ανδρών και θεολόγων, οι οποίοι, ενώ στα πλαίσια ενός διμερούς διαλόγου είχαν συμφωνήσει με τους εταίρους τους επί θεμάτων θεολογικής ή εκκλησιολογικής υφής, δεν διαπίστωσαν στην συνέχεια οποιαδήποτε πρόοδο στις σχέσεις των Εκκλησιών τις οποίες εκπροσωπούσαν, λόγω προφανώς της δυσκολίας ή και απροθυμίας των Εκκλησιαστικών αρχών να «αποδεχθούν» τα από κοινού εκφρασθέντα.

Αγγλικανοί θεολόγοι λ.χ. που είχαν συμμετάσχει στην πρώτη φάση του Αγγλικανο-ρωμαιοκαθολικού διαλόγου (ARCIC-I) και είχαν συμφωνήσει με κορυφαίους εκπροσώπους του ρωμαιοκαθολικισμού εφ΄ όλης της ύλης, διερωτώνται σήμερα σε τι ωφέλησε η πολυετής, κοπιώδης, αλλά και αποδοτική συνεργασία τους με το Ποντιφικό Συμβούλιο Προωθήσεως της Χριστιανικής Ενότητος, τη στιγμή κατά την οποία, ένα άλλο Ποντιφικό Συμβούλιο, το επί της Διδασκαλίας της Πίστεως, απέρριψε το κείμενο της Μεικτής Επιτροπής ως μη συνάδον προς τη δογματική διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας;

Ανάλογο ερώτημα είναι δυνατόν να τεθεί και όσον αφορά στα κείμενα που εκπονούν οι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών ομού μετά των εν διαλόγω εταίρων τους. Σε τι χρησίμευσε λ.χ. το μεταξύ Ορθοδόξων και αντι-Χαλκηδονίων εκπονηθέν κείμενο επί του Χριστολογικού Δόγματος, όταν προτού ολοκληρωθεί ο διάλογος και διαρκούσης ακόμη της αξιολογήσεως του κειμένου, πλείστοι όσοι παράγοντες αμφισβητούσαν την «ορθοδοξία» του, τοποθετούμενοι αρνητικά στην προσπάθεια προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ανατολικών, και επιχειρούντες να βάλουν τροχοπέδη στον πολλά υποσχόμενο διμερή αυτό διάλογο; Ή σε τι ωφέλησαν τα κοινά περί Ουνίας κείμενα του Freising και του Belement, όταν αφ΄ ενός Ουνιτικοί παράγοντες τα απέρριψαν, προσάπτοντες στο Ποντιφικό Συμβούλιο επί της Χριστιανικής Ενότητος την κατηγορία ότι τούτο «πούλησε» τους Ανατολικόρρυθμους στην Ορθόδοξο Εκκλησία, επειδή θεώρησαν ότι η Ουνία δεν αποτελεί πλέον πρότυπο ενώσεως, και όταν αφ΄ ετέρου, ημέτεροι κύκλοι, σε μια προσπάθεια ερεθισμού του πληρώματος και της προδιαθέσεώς του κατά του Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολκών, αμφισβήτησαν και καταδίκασαν τα εκ μέρους των ορθοδόξων αντιπροσώπων συναποφασισθέντα;

Συναφές, όμως, προς το πρόβλημα της «αποδοχής», είναι και το ζήτημα του βαθμού ελευθερίας σκέψεως και ενεργείας των διαλεγομένων.  Το δε εύλογο ερώτημα που τίθεται επί του προκειμένου είναι εάν και κατά πόσο οι ιεράρχες, πρεσβύτεροι, καθηγηταί και θεολόγοι που συμμετέχουν σ΄ ένα διάλογο εκφράζουν την επίσημη «γραμμή» της Εκκλησίας των, ή απλώς διατυπώνουν προσωπικές θεολογικές θέσεις, με τις οποίες αδυνατεί να ταυτισθεί εκ των υστέρων η Εκκλησία που τους διόρισε ως εκπροσώπους της σ΄ ένα διάλογο. Η λύση του προβλήματος αυτού θα βοηθήσει μεγάλως στην άρση παρεξηγήσεων όσον αφορά στην φύση των διαλόγων και του ρόλου τον οποίο διαδραματίζουν σ΄ αυτούς οι επίσημοι εκκλησιαστικοί απεσταλμένοι.

Μια πρώτη αποτίμηση των διμερών αυτών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σε δι-Ορθόδοξο μάλιστα επίπεδο, είχε γίνει, ως γνωστόν, από την Γ΄ Πανορθόδοξο Προσυνοδική Διάσκεψη του 1986. Στην συνέχεια δε, και κατά διαστήματα, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βάσει εκθέσεων τις οποίες αποστέλλουν κατά καιρούς οι επί κεφαλής των διαλόγων αυτών Πρόεδροι και Γραμματείς.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η περιοδική αυτή αποτίμηση συντελεί στον εντοπισμό προβλημάτων και διευκολύνει την εξεύρεση λύσεων εκεί όπου δημιουργούνται θεολογικά, εκκλησιολογικά ή ποιμαντικά αδιέξοδα. Ωστόσο, η αξιολόγηση των διαλόγων αυτών δεν οδηγεί πουθενά, νομίζω, χωρίς μια παράλληλη αξιολόγηση εκ μέρους ημών και των διαλόγων που διεξάγουν μεταξύ τους οι ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες. Πολύ περισσότερο εφ΄ όσον διαπραγματεύονται ουκ ολίγα θέματα τα οποία βρίσκονται στην ημερησία διάταξη και των διαλόγων τους με την Ορθόδοξο Εκκλησία.

Μπροστά στην πληθώρα των διμερών διαλόγων, εκείνο το οποίο προέχει είναι η επίτευξη κάποιας συνοχής και συνέπειας στους προσανατολισμούς και τα αποτελέσματά τους. Το δε κυριώτερο επί του προκειμένου είναι όπως οι εταίροι μας, διαλεγόμενοι μεταξύ των, αποφεύγουν την διατύπωση θεολογικών θέσεων που είναι διαμετρικά αντίθετες από εκείνες τις οποίες εκφράζουν διαλεγόμενοι με τους ορθοδόξους[9].

Ο Οικουμενικός διάλογος πρέπει να είναι πρωτίστως «διάλογος αληθείας». Μ΄αυτή την έννοια τουλάχιστον τον είχε συλλάβει η Ορθόδοξος Εκκλησία όταν πριν 35 περίπου χρόνια εγκαινίαζε, με Πανορθόδοξη απόφαση, τους διαλόγους της  με διάφορες ετερόδοξες Εκκλησίες, θέτοντας ως στόχο την κοινή πορεία των χριστιανών προς την ενότητά τους. Όταν όμως στους διαλόγους αυτούς διατυπώνονται θέσεις αντιφατικές, για λόγους «οικουμενικής αβρότητος», ή απλώς για να υπάρχει μια κάποια ταύτιση με την θεολογική παράδοση του κατά περίσταση συνομιλητού, τότε, όχι μόνο δεν φανερώνεται η αλήθεια, αλλά δεν προάγεται και η από κοινού αναζήτηση της χριστιανικής ενότητος, η οποία αποτελεί, ακριβώς, τον κύριο στόχο των διαλόγων.

Δεν είναι, βέβαια, ολίγοι εκείνοι οι οποίοι θέτουν ευθέως το ερώτημα αν αξίζει τον κόπο να επιμένουν οι ορθόδοξοι στο διάλογό τους με τους ετεροδόξους, δοθέντος ότι δεν φαίνεται να προχωρεί το θέμα της χριστιανικής ενότητος, λόγω ακριβώς των αδιεξόδων που δημιουργούνται.

Εν τούτοις πρέπει να ομολογηθεί ότι τόσο οι διμερείς αυτοί διάλογοι, όσο και ο πολυμερής διάλογος που διεξάγεται στο ΠΣΕ ή το ΚΕΚ, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζουν, αποτελούν ένα πολύτιμο μέσο  συμφιλιώσεως, ένα μοναδικό πλαίσιο όπου παρέχονται ποικίλες ευκαιρίες συναντήσεως, αλληλογνωριμίας και αλληλοεκτιμήσεως των χριστιανών. Σε μια εποχή δε ραγδαίων κοσμογονικών ανακατατάξεων, κατά την οποία ο χριστιανισμός βάλλεται πανταχόθεν και από παντοίου είδους πολέμιους, η συμμετοχή της Ορθοδοξίας στην Οικουμενική Κίνηση αποτελεί όχι μόνο ένα ευεργετικό κέντρισμα, αλλά και υπόμνηση ότι αν πράγματι θέλουμε να διαδραματίσουμε κάποιο ρόλο στη διάπλαση της κοινωνίας του μέλλοντος, (ρόλο τον οποίο ήδη διεκδικούμε με επίσημα κείμενα ή ανεπίσημες βαρύγδουπες δηλώσεις),  είναι ανάγκη να βγούμε από τα στεγανά πλαίσια μέσα στά οποία εγκλωβίσαμε τον εαυτό μας και να πλησιάσουμε τους «άλλους», τους οποίους, μέχρις εσχάτων ακόμη, γνωρίζαμε μόνο από τα εγχειρίδια της Απολογητικής ή της Πολεμικής, καθώς παρατηρούσε, με το χιούμορ που τον διέκρινε, ο  αλησμόνητος καθηγητής της Σχολής αυτής, μακαριστός Ιωάννης Καλογήρου.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η οδός η άγουσα προς την χριστιανική ενότητα είναι δύσβατος και κοπιώδης, μιας και δεν είναι εύκολο να γεφυρωθούν πελώρια χάσματα και να παρακαμφθούν, «εδώ και τώρα», θεολογικές ἐριδες και ποικίλες άλλες εκκλησιαστικο-πολιτικές διαμάχες που συσσωρεύθηκαν διά μέσου των αιώνων. Ωστόσο, δεν πρέπει να ολιγοψυχούμε, ούτε να αποθαρρυνόμαστε. Aλλά πεπεισμένοι, καθώς είχε τονίσει η Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψις του 1986, ότι η Εκκλησία μας, είναι ο φορέας και μάρτυς της πίστεως και της παραδόσεως της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και ως εκ τούτου κατέχει κεντρική θέση στην υπόθεση της προωθήσεως της χριστιανικής ενότητος, δέον να συνεχίσουμε και να καλλιεργήσουμε περαιτέρω τον διαχριστιανικό διάλογο, παρά τα αδιέξοδα και την μετ΄ εμποδίων πορεία του, σε μια προσπάθεια αποκαταστάσεως της ενότητος της Εκκλησίας, και καθώς έλεγε Μάρκος ο Ευγενικός στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, της επανόδου όλων «εἰς τόν καιρόν κενον, καθ’ ν νωμένοι ντες, τό ατό πάντες λέγομεν καί οκ ν ν μν σχίσμα»[10].  

[7] Βλ. Πρακτικά Γ΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως, σελ. 99

[8] Προσωπικά, θα θεωρούσα προτιμότερο να μην υπογράφονται τα εν λόγω κείμενα για να μη προσλαμβάνουν επίσημη μορφή, αλλά να αποστέλλονται στις κατά τόπους Εκκλησίες ανυπόγραφα, όπως συμβαίνει και με τα κείμενα που εκπονούνται στο ΠΣΕ.

[9] Οι Παλαιοκαθολικοί λ.χ., ενώ το 1975 παραδέχονταν μαζί με τους Ορθοδόξους ότι «Γραφή και Παράδοσις δεν είναι διάφοροι εκφοραί της Θείας Αποκαλύψεως, αλλά διάφοροι τρόποι εκφοράς μιάς και της αυτής αποστολικής Παραδόσεως…, της Γραφής κατανοουμένης εν τη Παραδόσει, της δε Παραδόσεως διατηρούσης το τε ανόθευτον αυτής και το κριτήριον της εαυτής αληθείας δια της Γραφής και των εν τη Γραφή περιεχομένων» (βλ. Δαμασκηνού Ελβετίας, μν.έργ. σελ. 224), έπειτα από μία δεκαετία (Αύγ. 1985), σε κοινή δήλωση που υπέγραφαν με τους Αγγλικανούς, πρέσβευαν τα αντίθετα. Ότι δηλ. «η χριστιανική κοινότης, υπό την επιστασία του Αγίου Πνεύματος δέχεται την Βίβλο ως την μοναδική και αυθεντική διατύπωση της Θείας Αποκαλύψεως».(βλ. Authority and Primacy in the Churrch- A Statement agreed by the Anglican-Old Catholic Theological Conference meeting at Chichester, 6-10 August 1985. Κείμενο πολυγραφημένο).

[10] I.Gill (ed), Actorum Graecorum Concilii Florentini, 1953, pp. 53. Πρβλ. και Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ο Αγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, Εκδ. Επέκταση, 1999, σελ 82.