Η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα


03.05.2013

… Παρά τη συμβατικότητα όμως των ημερολογίων και της μετρήσεως του χρόνου στη χριστιανική συνείδηση, ο χρονολογικός προσδιορισμός επηρέασε και τη χριστιανική κοινωνία σε σημαντικά θεολογικά θέματα, όπως ο εορτασμός του Πάσχα. Το χριστιανικό Πάσχα, συνδεόμενο τυπολογικά με το ιουδαϊκό (πασχάλιος αμνός – «εσφαγμένον αρνίον/Χριστός»· πρβλ. Αποκ. 5, 12), καθιερώθηκε από τους Αποστόλους για την «ανάμνηση» της σταυρικής θυσίας του Χριστού.

Το περιεχόμενο όμως της εορτής και η ημέρα του εορτασμού της προκάλεσε σοβαρά προβλήματα. Οι ιουδαΐζοντες χριστιανοί τόνιζαν το γεγονός της Σταυρώσεως και γιόρταζαν τη 14η του μηνός Νισάν μαζί με τους Εβραίους (τεσσαρεσκαιδεκατίτες) της Μ. Ασίας. Αντίθετα, οι Εξ Εθνών Χριστιανοί τόνιζαν την Ανάσταση του Χριστού και συνέδεσαν το Πάσχα με την Κυριακή, την αναστάσιμη ημέρα της εβδομάδας, μετά τη 14η Νισάν, για να μη συμπίπτει με το ιουδαϊκό Πάσχα. Το 2ο αιώνα, το ζήτημα έλαβε τη μορφή έριδας μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Μικρασίας, διότι και οι δύο πλευρές είχαν τους υποστηρικτές τους. Βέβαια, η έρις δεν οδήγησε σε σχίσμα με την επέμβαση φωτισμένων Ποιμένων (Ανίκητος Ρώμης, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ειρηναίος Λουγδούνου κ.ά.), αλλά τη λύση του ζητήματος έδωσε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325), ορίζοντας τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την (πρώτη) πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, ώστε να μη συμπίπτει ποτέ με το εβραϊκό, αφού «το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη (θυσιάστηκε) Χριστός (Α΄ Κορ. 5, 7)». Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας (η πόλη είχε παράδοση στην αστρονομική επιστήμη λόγω των εκεί Ελλήνων αστρονόμων) ανέλαβε να αναγγέλλει κάθε χρόνο στη χριστιανική οικουμένη την ημερομηνία του Πάσχα. Για τον υπολογισμό, συνεπώς, της ημερομηνίας του Πάσχα χρειάζεται ο υπολογισμός της ημερομηνίας της πρώτης εαρινής πανσελήνου. Έτσι, η χριστιανική κοινωνία ακολουθεί και εδώ τον επιστημονικό καθορισμό της εαρινής ισημερίας. Ο Διονύσιος ο Μικρός δέχτηκε ως πρώτη εαρινή πανσέληνο εκείνη που ακολουθεί την 20ή Μαρτίου και συνεπώς τον εορτασμό του Πάσχα μεταξύ 22ας Μαρτίου και 25ης Απριλίου. Από τον 7ο αιώνα άρχισαν να συντάσσονται ειδικοί πίνακες, τα Πασχάλια, που καθορίζουν την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα σε μακρά σειρά ετών. Η λαϊκή έκφραση «έχασα τα πασχάλια» σημαίνει σύγχυση στον προσδιορισμό κάποιου πράγματος και αρχίζει με τις διαφοροποιήσεις στην ημερομηνία του Πάσχα.

Τα Πασχάλια επικράτησε να συντάσσονται με βάση το ιουλιανό ημερολόγιο, στο οποίο στηρίχθηκε και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Το ημερολόγιο όμως αυτό παρουσιάζει ατέλειες, ένα σφάλμα δηλαδή 0,008 ημέρας κατ’ έτος. Το 1582, επί πάπα Ρώμης Γρηγορίου ΙΓ΄, το σφάλμα είχε εκταθεί στις δέκα ημέρες. Έτσι, η εαρινή ισημερία συνέπιπτε με την 11η Μαρτίου. Την ατέλεια αυτή είχε διακριβώσει η Σύνοδος του Τριδέντου (Trento), το 1545, και αποφάσισε τη διόρθωση του λάθους. Το έργο αυτό ανέλαβε τελικά ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ (1572-1585) με τη συνεργασία του ιησουίτη αστρονόμου Χριστοφόρου Κλάβιους (1537-1612 και με βάση τις προτάσεις του αστρονόμου Λουίτζι Λίλιο (L. Lilio, +1576). Η σχετική παπική βούλα εμφανίστηκε το Φεβρουάριο του 1582. Η εαρινή ισημερία επαναφέρθηκε στις 21 Μαρτίου, έγινε δε αποδεκτή η διάρκεια του έτους των 365,2422 ημερών, που οδηγεί σε σφάλμα 3,12 ημερών σε διάστημα τετρακοσίων ετών. Έτσι προέκυψε η αναγνώριση ως δισέκτου του τελευταίου έτους κάθε τέταρτου αιώνα , δηλαδή του έτους που διαιρείται ακριβώς με το 400. Ενώ λοιπόν τα έτη 1700, 1800 και 1900 δεν ήταν δίσεκτα, το τελευταίο έτος του 20ού αιώνα, το 2000, ήταν δίσεκτο. Η παπική βούλα θέσπισε κανόνες και για τον εορτασμό του Πάσχα και επέβαλε την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους.

Στη συνάφεια, όμως, αυτή πρέπει να σταθούμε λίγο στον προσδιορισμό των ισημεριών, διότι είναι το επίκεντρο του προβληματισμού, που οδήγησε στη διαφορά Ανατολής και Δύσης για τον εορτασμό του Πάσχα. Με το ιουλιανό ημερολόγιο, λόγω της ελλειπτικής τροχιάς της Γης, διαφοροποιείται στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους η διάρκεια ημέρας και νύχτας, έως τις 6 ώρες. όταν η ημέρα έχει 9 ώρες, η νύχτα έχει 15 και αντίστροφα. Δύο φορές όμως το χρόνο συμπίπτει ημέρα και νύχτα να έχουν ίσες ώρες (12). Αυτό ονομάζεται ισημερία. Με το ιουλιανό ημερολόγιο οι ισημερίες συνέπιπταν στην εποχή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου την 21η Μαρτίου και την 21η Σεπτεμβρίου, ώστε το έτος 1923 να φθάσουν αντίστοιχα στις 8 Μαρτίου και 8 Σεπτεμβρίου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή η διόρθωση του ημερολογίου έγινε με πρωτοβουλία του Πάπα, επέμεινε στον υπολογισμό του Πάσχα με αφετηρία την 20ή Μαρτίου κατά το ιουλιανό ημερολόγιο. Την ίδια ημέρα δέχεται ως αφετηρία και ο δυτικός χριστιανισμός, αλλά με βάση το νέο γρηγοριανό ημερολόγιο. Έτσι, όταν στη Δύση γίνεται λόγος σήμερα για εαρινή ισημερία, εννοείται ημερομηνία που προηγείται κατά 13 ημέρες του υπολογισμού της ανατολικής χριστιανοσύνης. Σε περίπτωση που η (πρώτη) πανσέληνος μετά την εαρινή ισημερία συμπίπτει, τότε υπάρχει σύμπτωση και στην ημέρα του Πάσχα. Αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια.

Βέβαια, πρέπει να λεχθεί ότι πρώτοι οι Έλληνες του Βυζαντίου είχαν επισημάνει τις ατέλειες του ιουλιανού ημερολογίου και πρότειναν την αντικατάστασή του. Το 1324 ο Βυζαντινός λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς, ασχολούμενος με τις θετικές επιστήμες, πρότεινε τη διόρθωση του ημερολογίου, που όμως δεν έγινε δεκτή «διά τον φόβον συγχύσεως των αμαθών και μερισμού της Εκκλησίας». Το 1450 ο φιλόσοφος Γ. Πλήθων-Γεμιστός συνέταξε ημερολόγιο δικής του εμπνεύσεως, που αν εφαρμοζόταν, δεν θα χρειαζόταν η γρηγοριανή μεταρρύθμιση (Alexandre, Γάλλος ακαδημαϊκός).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία κινούμενη στο πνεύμα της εποχής, αλλά και λόγω του παπικού κινδύνου, το 1583 και το 1593 (σύνοδος επί πατριάρχου Ιερεμίου Β΄) απέρριψε το γρηγοριανό ημερολόγιο (κανόνας Η΄), λόγω του ότι αθετήθηκε η απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και του Ζ΄ Αποστολικού Κανόνα, που απαγορεύει το συνεορτασμό χριστιανικού και εβραϊκού Πάσχα. Άλλωστε και σ’ αυτή τη Δύση προοδευτικά έγινε δεκτό το γρηγοριανό ημερολόγιο. Η Βρετανία το δέχτηκε το 1752, η Σουηδία το 1753 και η Γερμανία το 1776, λόγω διαφορών στον καθορισμό του Πάσχα. Όταν όμως οι κίνδυνοι προσηλυτισμού φάνηκαν να υποχωρούν, η Ορθόδοξη Ανατολή άρχισε να σκέφτεται την αντικατάσταση του ιουλιανού ημερολογίου. Έτσι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄, το 1895, εξέφραζε «πόθους και ευχάς υπέρ ενός ενιαίου ημερολογίου δι’ άπαντας τους χριστιανικούς λαούς». Ενέργειες, δε, θετικές είχε αναλάβει με την εγκύκλιό του το 1902 και ο μεγάλος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄. Και η Εκκλησία της Ελλάδος ανέθεσε το 1919 το ζήτημα σε επιτροπή, η οποία θεώρησε δυνατή τη μεταβολή «μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων». Με αναμονή της συνεννόησης αποφάσισε να μείνει πιστή εορτολογικά στο ιουλιανό ημερολόγιο, η δε πολιτεία να προχωρήσει πολιτικά στην καθιέρωση του νέου ημερολογίου, πράγμα που έγινε την 1η Μαρτίου 1923. Οι πρακτικές δυσκολίες, όμως, των δύο ημερολογίων οδήγησαν και την Εκκλησία της Ελλάδος στην αποδοχή και εορτολογικά του νέου ημερολογίου, χωρίς όμως να θιγεί το Πασχάλιο. Η αλλαγή έγινε στις 10 Μαρτίου του 1924, που χαρακτηρίστηκε ως 23η Μαρτίου. Οι Εκκλησίες Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας, μέχρι πρόσφατα δε και της Βουλγαρίας και το Άγιον Όρος διατήρησαν και εορτολογικά το ιουλιανό ημερολόγιο, δεν διέκοψαν όμως την εκκλησιαστική κοινωνία με τις Εκκλησίες που αποδέχθηκαν το νέο.

Το παράδειγμα των παλαιών τεσσαρεσκαιδεκατιτών ακολούθησαν το 1924 οι Παλαιοημερολογίτες της Ελλάδας και έτσι δημιουργήθηκε το «παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα», που οδήγησε σε σχίσμα, ανοικτή πληγή στο εκκλησιαστικό σώμα της Ελλάδας. Στην υπόθεση όμως αυτή δεν βάρυνε η επιστημονικά επιβαλλόμενη μεταβολή, αλλά η αλλαγή του εορτολογίου, η οποία σύμφωνα με την ενωτικού περιεχομένου εγκύκλιο (διάγγελμα) του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1920, θα γινόταν για τη διευκόλυνση του Οικουμενισμού («προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών»). Άρα το πράγμα ελάμβανε όχι επιστημονική, αλλά σαφώς εκκλησιολογική διάσταση. Οι συνέπειες, όμως, υπερβαίνουν τα όρια αυτού του σημειώματος.

Η ευρύτερη αναζήτηση των χριστιανών, στα όρια του οικουμενικού διαλόγου, για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα και την εφαρμογή συνεπώς κοινού διαχριστιανικά ημερολογίου, που συζητείται στις τελευταίες δεκαετίες, θα οδηγήσει σε νέες περιπέτειες, πόσο μάλλον αν αυτό συνδυαστεί και με την αποδοχή από την ορθόδοξη πλευρά, όπως προτείνεται, σταθερής Κυριακής για τον εορτασμό του Πάσχα, με αθέτηση και απόρριψη των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που είναι απαράβατες για την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Απόσπασμα αό το άρθρο “Χριστιανική χρονολογία”, στο Ένθετο της εφημ. Ελευθεροτυπία “Ιστορικά”, τχ. 64, 4-1-2001, σ. 38-41.