Παλαιά Διαθήκη και Διαχρονικές Αξίες [Α΄]
17.12.2012
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη αρχών και αξιών που απαντούν στην γραμματεία της Π. Διαθήκης, ορισμένες από τις οποίες έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού, ενώ άλλες αποτελούν ζητούμενο και στις μέρες μας.
Κατ΄αρχάς θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε σύντομα στην κριτική που δέχεται η Π. Διαθήκη λόγω άγνοιας, παρερμηνείας ή ιδεολογικών προκαταλήψεων. Η προσπάθεια υποτίμησης και αμφισβήτησης της αξίας της ξεκινάει από παλιά. Μεταξύ των πρώτων πολέμιων συγκαταλέγονται οι Γνωστικοί και ιδιαίτερα οι οπαδοί του Μαρκίωνος με τις γνωστές θεωρίες τους περί αυστηρού Θεού της Π. Διαθήκης και σπλαχνικού Πατέρα της Καινής. Στους νεότερους χρόνους αμφισβητήθηκε από μερίδα εκπροσώπων του Διαφωτισμού, ενώ τον περασμένο αιώνα πολεμήθηκε με πάθος από τους Γερμανούς οπαδούς του ναζισμού που έφεραν το όνομα «Deutsche Christen»[1], με κίνητρα εθνικιστικά και ρατσιστικά. Η πολεμική συνεχίζεται και στις μέρες μας από άλλες ομάδες[2].
Μία συχνά επαναλαμβανόμενη κατηγορία σχετίζεται με ορισμένες διηγήσεις που υπάρχουν στην Π. Διαθήκη, οι οποίες θεωρούνται σκανδαλώδεις και υποστηρίζεται ότι δεν συντελούν στην ηθική τελείωση του ανθρώπου, επειδή σε αυτές αναφέρονται περιστατικά εξαπάτησης, ανήθικης συμπεριφοράς ή βιαιοτήτων. Πράγματι υπάρχουν τέτοιες διηγήσεις, είναι όμως παράλογο να κρίνει κανείς την κατάσταση, την επικρατούσα νομοθεσία, τις συνήθειες και τις πράξεις αρχαίων λαών – πολλά περιστατικά διαδραματίζονται κατά την προϊστορική εποχή – με δεδομένα του 21ου αιώνα και μάλιστα υπό την επίδραση της διδασκαλίας του Ιησού, που ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του συστήματος αξιών του πολιτισμού μας. Η Π. Διαθήκη λειτούργησε ως προπαρασκευαστικό στάδιο για το σωτηριώδες έργο του «υιού του ανθρώπου» (Δαν. 7,13), το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της θεολογίας της.
Πρέπει ακόμα να τονιστεί ότι οι συγγραφείς της Π. Διαθήκης, αντίθετα από την πρακτική των μοναρχών και επισήμων προσώπων της Ανατολής, που μεγαλοποιούν και εξωραΐζουν τα γεγονότα, δεν αποκρύπτουν τις αδυναμίες και τις ανήθικες πράξεις των προσώπων που περιγράφουν, αλλά και δεν τις προβάλλουν προς μίμηση, αντίθετα τις ψέγουν[3]. Στην Π. Διαθήκη περιγράφεται η ιστορία του ανθρώπου μετά την πτώση, με τα οδυνηρά αποτελέσματά της. Είναι επίσης ιστορία της σωτηρίας, και κάθε τι που συμβαίνει αξιολογείται από τον βιβλικό ιστορικό ως καλό ή κακό όχι με βάση κάποιο αντικειμενικό ηθικό κριτήριο, αλλά από το αν συντελεί στη φανέρωση του Θεού και προάγει το σχέδιο του για τη σωτηρία του κόσμου[4]. Οι βιβλικές διηγήσεις, επομένως, δεν πρέπει να κατανοούνται ως απλή καταγραφή των περιπετειών του εβραϊκού λαού, αλλά να ερμηνεύονται θεολογικά.
Ένα ακόμα σημείο το οποίο συντελεί στη δημιουργία παρεξηγήσεων και λανθασμένης ερμηνείας της Π. Διαθήκης, σχετίζεται με τους κύριους φορείς μέσω των οποίων φθάνουν στο ευρύ κοινό στοιχεία από το περιεχόμενο της διδασκαλίας της. Οι φορείς αυτοί είναι ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και ο Ισλαμισμός· και για τους τρεις η Π. Διαθήκη αποτελεί κοινό τόπο. Συχνά γίνονται επιλεκτικές αναφορές στην Π. Διαθήκη, με αφορμή σημαντικά θέματα της επικαιρότητας, κατά τρόπο που προκαλεί σύγχυση ως προς τις ιδέες της λόγω των στρεβλών, φονταμενταλιστικών προσεγγίσεων που υιοθετούνται από τους παραπάνω φορείς. Άλλοτε τα κείμενα αυτά συνδέονται με την πολιτική του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ, άλλοτε με τις περί ιερού πολέμου ισλαμικές διακηρύξεις ή για να θυμηθούμε παλαιότερες εποχές με τον αφανισμό των γηγενών πληθυσμών της Αμερικής, ο οποίος «νομιμοποιήθηκε» από μισαλλόδοξα κηρύγματα περί νέου λαού του Θεού που αγωνιζόταν για την κατάκτηση της νέας γης της Επαγγελίας[5].
Το αληθινό νόημα της Π. Διαθήκης αναδεικνύεται εντός της Ορθόδοξης παράδοσης δια της Καινής, με την οποία έχει άμεση και στενή σχέση. Αποτελούν μέρη οργανικού συνόλου και κατανοούνται από την Πατερική μας παράδοση ως αδιάσπαστη θεολογική ενότητα. Ο συνδετικός κρίκος που τις συνέχει είναι ο Ιησούς Χριστός, στο πρόσωπο του οποίου εκπληρώθηκαν οι υποσχέσεις λύτρωσης και αποκατάστασης του ανθρώπινου γένους.
Ύστερα από τις παραπάνω σύντομες διευκρινίσεις, προχωρούμε στην ανάδειξη των αρχών και αξιών της Π. Διαθήκης, οι οποίες παρουσιάζουν οικουμενικά και καθολικά χαρακτηριστικά. Στο πρώτο μέρος της μελέτης η προσοχή εστιάζεται στις διανθρώπινες σχέσεις, ενώ στο δεύτερο στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Και τα δύο – πιο επίκαιρα σήμερα από ποτέ- θα έπρεπε να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης από όλους, και ιδιαίτερα από ανθρώπους που κατέχουν ηγετικές θέσεις και αξιώματα. Και τούτο διότι στη μωσαϊκή νομοθεσία περιέχονται διατάξεις κοινωνικής δικαιοσύνης και μέριμνας που διαπνέονται από το σεβασμό προς τον άνθρωπο και την κτίση[6]. Διατάξεις που θέτουν φραγμό στην πλεονεξία, αδικία και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Α. ΔΙΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Κοινωνική δικαιοσύνη και πρόνοια
Αν ρωτήσει κανείς έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι αδιάφορος ως προς τα θέματα της πίστης, σε ποιον ανήκει και πού βρίσκεται η ρήση «αγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς σεαυτόν» θα απαντήσει χωρίς δισταγμό ότι είναι εντολή του Χριστού και βρίσκεται στην Κ. Διαθήκη. Πολύ λίγοι γνωρίζουν ότι υπήρχε στην Πεντάτευχο[7] πολλούς αιώνες πριν από τη γέννηση του Χριστού. Η εντολή αυτή, που συνδέεται άρρηκτα με τη δικαιοσύνη, προϋποθέτει αναγνώριση της προσωπικότητας και των δικαιωμάτων του άλλου καθώς και την ιδέα της αδελφοσύνης, τουλάχιστον μεταξύ των Ισραηλιτών, αν και, όπως θα δούμε παρακάτω, στις ευεργετικές διατάξεις του Νόμου συμπεριλαμβάνονταν οι ξένοι, οι προσήλυτοι, οι πάροικοι και οι δούλοι. Η ιδέα της αδελφοσύνης πηγάζει από τη βεβαιότητα ότι πατέρας και δίκαιος κριτής όλων είναι ο Θεός, με τον οποίο έχουν συνάψει Διαθήκη[8]. Απόρροια των παραπάνω είναι η ιδέα της ισότητας των Ισραηλιτών απέναντι στο Νόμο – αντίθετα προς τις ισχύουσες στην Εγγύς Ανατολή αντιλήψεις[9]-, η οποία ισότητα αποτελούσε προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής και ευημερίας, σύμφωνα με την εντολή που υπάρχει στο Δευτερονόμιο «ουκ έσται εν σοί ενδεής»[10]. Στη συνέχεια θα δούμε πώς κατανοήθηκαν οι έννοιες ισότητα και δικαιοσύνη στις διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης.
1. Ιδιοκτησία
Η κατοχή και καλλιέργεια της γης είχε τεράστια σημασία για έναν γεωργικό λαό, όπως ήταν οι Ισραηλίτες. Η απόλαυση των αγαθών της θεωρούνταν δώρο Θεού, ενώ αντίθετα η απώλεια γης, ιδιαίτερα λόγω εχθρικής επιδρομής, εκλαμβανόταν ως θεϊκή τιμωρία. Η κινητή και ακίνητη περιουσία τους προστατευόταν ήδη στο Δεκάλογο. Η έβδομη εντολή απαγόρευε την κλοπή, ενώ η δέκατη απαγόρευε ακόμα και την επιθυμία απόκτησης των αγαθών του πλησίον[11]. Στη μωσαϊκή νομοθεσία περιέχονται λεπτομερείς διατάξεις που αναφέρονται: α) στο αναπαλλοτρίωτο της πατρικής κληρονομιάς της γης[12] β) στην απαγόρευση παραβίασης της ξένης ιδιοκτησίας[13] γ) στο Σαββατικό[14] και το Ιωβηλαίο έτος. Οι θεσμοί αυτοί αποτελούσαν προσπάθειες εφαρμογής της θεϊκής δικαιοσύνης στην κοινωνία και προστασίας των μελών της ώστε κανείς να μην περιθωριοποιείται[15]. Το πρώτο άρχιζε τον έβδομο μήνα κάθε εβδόμου έτους. Κατά το έτος αυτό έπρεπε να χαρίζονται τα μεταξύ των Ιουδαίων χρέη, γι΄αυτό και ονομαζόταν «έτος της αφέσεως». Το Ιωβηλαίο (από το יוֹבֵל yobel= σάλπιγγα, μουσικό κέρας)[16], το οποίο ονομαζόταν επίσης «ενιαυτός αφέσεως», ελάμβανε χώρα κάθε πενήντα χρόνια αμέσως μετά το έβδομο Σαββατικό. Άρχιζε με δυνατά σαλπίσματα κατά τον έβδομο μήνα (10η μηνός Τισρί) κατά την ημέρα της εορτής του Εξιλασμού[17]. Ο θεσμός αυτός ήταν άκρως φιλάνθρωπος· χαρίζονταν τα χρέη και η γη που είχε πωληθεί στο διάστημα μεταξύ δύο Ιωβηλαίων, επιστρεφόταν υποχρεωτικά στον πρώτο ιδιοκτήτη. Αυτό σήμαινε ότι η πώληση της γης ή της οικίας[18] ήταν κατ΄ουσίαν εκμίσθωση. Η αγοραπωλησία βασιζόταν στα έτη που υπολείπονταν μέχρι το Ιωβηλαίο και στην ετήσια απόδοση του αγρού. Περιοριζόταν έτσι η απληστία των πλουσίων και εμποδιζόταν η επικίνδυνη συσσώρευση γης και πλούτου στα χέρια λίγων. Μέσω της προστασίας της ιδιοκτησίας προστατευόταν η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και διατηρούνταν η κοινωνική συνοχή.
Μεταξύ των διατάξεων της μωσαϊκής νομοθεσίας που περιόριζαν τον κίνδυνο απώλειας της περιουσίας των φτωχών Ιουδαίων πρέπει να αναφερθούν και οι σχετικές με τα χρέη, τους τόκους και τα ενέχυρα. Σε περιόδους κρίσεων (θεομηνιών, πολέμων κ.λπ.) δεν ήταν απίθανο να βρεθεί κάποιος στην ανάγκη να πάρει δάνειο, το οποίο δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει. Ο οφειλέτης ήταν δυνατό να πωληθεί ως δούλος μαζί με την οικογένειά του εξαιτίας του χρέους· επιβαλλόταν όμως η απελευθέρωσή του κατά το «έτος της αφέσεως»[19]. Δεν επιτρεπόταν ο έντοκος δανεισμός σε ομοεθνείς[20] αλλά και σε φτωχούς προσήλυτους και πάροικους[21]. Σε περίπτωση δανεισμού με ενέχυρο, επιβαλλόταν η πριν από τη δύση του ηλίου απόδοση του πράγματος στον κάτοχό του[22]. Απαγορευόταν η είσοδος του δανειστή στο σπίτι του οφειλέτη για λήψη του ενέχυρου[23].
[1] Νικ. Π. Μπρατσιώτου, Εισαγωγή εις την Θεολογίαν της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήναι 1988, σελ. 51-52.
[2] Στην πατρίδα μας κατηγορείται κυρίως από τους οπαδούς της λεγόμενης «Ελληνικής Θρησκείας» με πληθώρα δημοσιευμάτων. Για περισσότερα ως προς την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού βλ. Πρακτικά του επιστημονικού συνεδρίου «Φαινόμενα Νεοειδωλολατρείας. Δωδεκαθεϊσμός – Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης – Ολυμπιακοί Αγώνες», ΑΠΘ 25-27 Μαΐου 2003, Θεσσαλονίκη 2003.
[3] Βλ. Γεν. 19,11εξ. 34,30. Β΄ Βασ. 12,14εξ. κ.ά.
[4] Πρβλ. Μ. Κωνσταντίνου, Παλαιά Διαθήκη, Αποκρυπτογραφώντας την πανανθρώπινη κληρονομιά, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 68.
[5] Μ. Κωνσταντίνου, αυτόθι, σελ. 84. Α. Παπαρνάκη, «Η συμβολή της Παλαιάς Διαθήκης στη διαμόρφωση των αξιών του πολιτισμού μας», ανάτ. από τον τόμο ‘‘Η Ορθοδοξία ως πρόταση πολιτισμού’’, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Φλώρινα 2006, σελ. 62.
[6] Όπως είναι ευνόητο, κατά τους χρόνους συγγραφής της Π. Διαθήκης δεν υπήρχε οικολογικό πρόβλημα. Επειδή όμως πρόκειται για μια ακόμα μορφή κακού που σχετίζεται με τη διάσπαση της σχέσης Θεού και ανθρώπου, μία βιβλική θεώρηση του προβλήματος μπορεί να βοηθήσει στην αναζήτηση λύσης μέσα από την αποκατάσταση των σχέσεων Θεού-ανθρώπου και συνακόλουθα ανθρώπου-περιβάλλοντος.
[7] Λευιτ. 19,18. Βέβαια, ο παλαιοδιαθηκικός όρος «πλησίον» ( רֵעַ rea) δεν έχει την ευρύτητα του αντίστοιχου της Καινής Διαθήκης, φανερώνει όμως το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο. Βλ. Σ. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 369.
[8] Μαλ. 2,10 «Οὐχὶ πατὴρ εἷς πάντων ὑμῶν; οὐχὶ Θεὸς εἷς ἔκτισεν ὑμᾶς; τί ὅτι ἐγκατέλιπε ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ βεβηλῶσαι τὴν διαθήκην τῶν πατέρων ὑμῶν;».
[9] Οι μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές τάξεις αποτυπώνονται με λεπτομερή τρόπο στον Κώδικα του Χαμουραμπί (1790-1750 π.Χ.).
[10] Δευτ. 15,4.
[11] Πρβλ. Π. Μπρατσιώτου, Η κοινωνική σημασία της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήνα 1952, σελ. 21.
[12] Εξαίρεση δεν γινόταν ούτε για τον μονάρχη, όπως φαίνεται από το θλιβερό επεισόδιο που εξιστορείται στο Γ΄ Βασ. 20,1εξ. Ο βασιλιάς του Ισραήλ Αχαάβ θέλησε να αγοράσει το αμπέλι του Ναβουθαί του Ιεζραηλίτη, επειδή συνόρευε με τα κτήματά του. Όταν ο Ναβουθαί αρνήθηκε να πουλήσει ή να ανταλλάξει την πατρική κληρονομιά («μη γένοιτό μοι παρά Θεού μου δούναι κληρονομίαν πατέρων μου σοί») κατηγορήθηκε άδικα –με υποκίνηση της συζύγου του Αχαάβ, Ιεζάβελ- για βλασφημία απέναντι στο Θεό και στο βασιλιά και θανατώθηκε με λιθοβολισμό. Η αποτρόπαιη πράξη επέφερε τη θεία τιμωρία του οίκου του Αχαάβ. Εντελώς διαφορετική ήταν η περίπτωση της οικειοθελούς παραχώρησης ενός αγρού από τον Ορνά στον βασιλιά Δαβίδ για την οικοδόμηση θυσιαστηρίου και αργότερα του ναού του Σολομώντος (Β΄ Βασ. 24,18εξ.). Στην Πεντάτευχο υπάρχουν λεπτομερείς διατάξεις κληρονομικού δικαίου (δικαιώματα πρωτοτόκων, ατέκνων συζύγων, θυγατέρων, τέκνων από παλλακίδες κ.ά.). Η πατρική περιουσία δεν χανόταν ακόμα και όταν κάποιος την εγκατέλειπε για μεγάλο διάστημα εξαιτίας ανωτέρας βίας (π.χ. λιμού). Τα κληρονομικά δικαιώματα διατηρούνταν και μετά την πώληση. Ο πωλήσας διεκδικούσε την περιουσία του, καταβάλλοντας το τίμημα.
[13] Ο «μετατιθεὶς όρια του πλησίον» θεωρείται επικατάρατος (Δευτ. 19,14. 27,17).
[14] Δευτ. 15,1-11.
[15] Πρβλ. Μ. Γκουτζιούδη, Ιωβηλαίο έτος, Μελχισεδέκ και η προς Εβραίους Επιστολή, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 182-83.
[16] Μ. Κωνσταντίνου – Δ. Δόικου, Στοιχεία Βιβλικής Εβραϊκής Γλώσσας – Γλωσσική Ανάλυση της Πεντατεύχου, Θεσσαλονίκη 22008, σελ. 140.
[17] Η σύμπτωση εορτής Εξιλασμού-έναρξης Ιωβηλαίου έτους είχε συμβολικό χαρακτήρα. Όπως κατά την ημέρα του Εξιλασμού δινόταν άφεση αμαρτιών και καθαριζόταν η χώρα από κάθε μολυσμό, έτσι και κατά το Ιωβηλαίο γινόταν άφεση χρεών και απελευθέρωση δούλων.
[18] Για την οικία υπήρχαν ειδικοί κανόνες. Αν βρισκόταν σε οχυρωμένη πόλη, ήταν δυνατόν να επανέλθει στον αρχικό ιδιοκτήτη αν πλήρωνε το τίμημα σε διάστημα ενός έτους. Σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορούσε να την ανακτήσει ούτε κατά το Ιωβηλαίο έτος. Η διάταξη αυτή δεν ίσχυε για τις οικίες που βρίσκονταν εκτός οχυρωμένων πόλεων (Λευιτ. 25, 29-31).
[19] Σύμφωνα με μία ερμηνεία, η διαγραφή των χρεών κατά το Σαββατικό έτος δεν ήταν υποχρεωτική, καθόσον δεν προβλέπονταν κυρώσεις για τους παραβάτες της εντολής. Θεωρείται απλή, θερμή σύσταση του Θεού προς τους Ισραηλίτες. Το κύριο έτος της «αφέσεως», δηλ. της διαγραφής των χρεών και της απελευθερώσης των δούλων είναι το πεντηκοστό. Πρβλ. Αρχιμ. Ι. Γιαννακόπουλου, Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄, τ. 1, Θεσσαλονίκη 41986, σελ. 174. Στους μεταιχμαλωσιακούς χρόνους αναφέρεται διαμαρτυρία φτωχών Ιουδαίων που δανείστηκαν από συμπατριώτες τους με τόκο και έβαλαν ενέχυρο όχι μόνο τα κτήματα αλλά και τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να χάσουν τις περιουσίες τους και να καταδυναστεύονται από τους αδελφούς τους. Ύστερα από σύγκληση του λαού, με πρωτοβουλία του κυβερνήτη Νεεμία, αποφασίστηκε η επιστροφή των κτημάτων και η άφεση μέρους του χρέους. Τα ευεργετικά αυτά μέτρα, που θυμίζουν τη σεισάχθεια του Σόλωνα, δεν εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του Σαββατικού ή του Ιωβηλαίου έτους. Όφείλονται στην μέριμνα του Νεεμία και στο φιλάνθρωπο πνεύμα του (Νεεμ. 5,5εξ.).
[20] Έξοδ. 22,24. Ψαλ. 14,5 (Ο΄).
[21] Λευιτ. 25, 35-36.
[22] Συνήθως ως ενέχυρο δινόταν το ιμάτιο, που ήταν απαραίτητο τη νύχτα, επειδή ο κάτοχός του το χρησιμοποιούσε ως κάλυμμα (Έξ. 22,26).
[23] Δευτ. 24,10.