Οι τελευταίες στιγμές της Αγίας Μακρίνας  (Αγίου Γρηγορίου Νύσσης)


19.07.2014

normal_AGIA__MAKRINA_B

Τελευταία συνάντηση

 

Όταν ξανανταμώσαμε – γιατί δε με  άφηνε να περνώ μόνος μου την ελεύθερη ώρα – αφού θυμήθηκε όσα από μικρή είχε ζήσει, τα έλεγε όλα με τη σειρά, σαν ιστορία- κι όσα θυμόταν από τη ζωή των γονιών μας, και όσα πριν να γεννηθώ εγώ κι εκείνα που απ’ την κατοπινή ζωή μας θυμόταν.

Είχε σκοπό της μ’ αυτή την εξιστόρηση να ευχαριστήσει το Θεό. Γιατί τη ζωή των γονέων μας την πα­ρουσίαζε λαμπρή και περίβλεπτη για την εποχή εκείνη, όχι τόσο από την περιουσία τους, όσο γιατί έγινε μεγάλη από τη φιλανθρωπία του Θεού. Οι γονείς του πατέρα μας, για την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό, είχαν υποστεί δήμευση της περιουσίας τους. Ενώ ο παππούς από τη μητέρα μας θανατώθηκε από βασιλική αγανάκτηση, και η μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σε άλλα αφεντικά. Κι όμως με την πίστη στο Θεό τα αγαθά τους αυξήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στα χρόνια εκείνα να μην υπάρχει κανείς που να τους ξεπερνά. Όταν πάλι μοιράσθηκε η περιουσία τους σε εννέα μέρη, όσα δηλαδή ήταν τα παιδιά τους, τόσο αυξήθηκε στο κάθε παιδί με την ευλογία του Θεού το με­ρίδιό του, ώστε η κληρονομιά χωριστά καθ’ ενός παι­διού να ξεπερνά τη μεγάλη περιουσία των γονέων μας.

Κι’ απ’ όσα δόθηκαν στην ίδια τη Μακρίνα, κατά τη διανομή σε όλα τα αδέλφια, τίποτε δεν κράτησε, αλλά όλα τα παρέδωσε να τακτοποιηθούν, κατά τη θεία εντολή, από τα χέρια του ιερέως. Έγινε δε τόση η περιουσία της, από την ευλογία του Θεού, ώστε να μη σταματούν ποτέ τα χέρια της να δουλεύουν τις εντολές. Ούτε ποτέ απέβλεψε σε ανθρώπινη βοήθεια, ούτε ποτέ από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία πήρε αφορμή να ενεργεί φιλάνθρωπα η ίδια. Αλλά ούτε όσους ζητούσαν βοήθεια αποστράφηκε, ούτε επιζητούσε όσους έδιναν χρήματα, γιατί ο Θεός μυστικά με την ευλογία Του, αύξανε όπως τα σπέρματα και τους μικρούς πόρους από την εργασία της σε πλούσιο καρπό.

Όταν έπειτα άρχισα εγώ να της διηγούμαι τα βά­σανά μου, πρώτα την εξορία από το βασιλιά Ουάλη για την πίστη, έπειτα τη σύγχυση στις Εκκλησίες από τις αιρέσεις, που μας καλούσε σε αγώνες και κόπους, μου είπε:

— Δε θα παύσεις να φέρεσαι με αγνωμοσύνη στις ευ­εργεσίες του Θεού; Δε θα θεραπεύσεις την αχαριστία της ψυχής σου; Δε συγκρίνεις την κατάσταση των πα­τέρων μας με τη δική σου; Στον κόσμο αυτό γι’ αυτόν το λόγο κυρίως καυχόμαστε, γιατί ευτυχούμε και για­τί η καταγωγή μας είναι από γονείς ευγενείς. Ο πατέ­ρας μας θεωρείτο σπουδαίος βέβαια για την εποχή του, ως προς τη μόρφωσή του, αλλ’ όμως η φήμη του σταματούσε στα τοπικά δικαστήρια. Κι αν ακόμη τους υπόλοιπους τους ξεπερνούσε στη ρητορική δύναμη, δε βγήκε από τον Πόντο η φήμη του. Του έφθα­νε όμως ότι ήταν στην πατρίδα του φημισμένος. Εσύ όμως είσαι ονομαστός σε πόλεις, σε δήμους και σε έθνη, κι εσένα για βοήθεια και διόρθωση Εκκλησίες σε στέλνουν και Εκκλησίες σε προσκαλούν. Και σε όλα αυτά δε βλέπεις τη χάρη του Θεού; Ούτε καταλα­βαίνεις την αιτία των τόσο μεγάλων δωρεών, ότι δηλαδή η ευχή των γονέων μας σε ανεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ότι από μόνος σου δεν είχες καμμία ή μικρή προ­ετοιμασία, για ένα τέτοιο έργο;

Ενώ εκείνη μου έλεγε αυτά, εγώ λαχταρούσα να παραταθεί περισσότερο το φως της ημέρας, ώστε να μη σταματήσει να γλυκαίνει τ’ αυτιά μου ο λόγος της. Αλλ’ η φωνή των ψαλτριών μάς καλούσε στην εσπε­ρινή ευχαριστία. Κι’ αφού έστειλε εμένα στην ακολουθία, η Μεγάλη ανυψωνόταν νοερά με την προσευ­χή στο Θεό.

 

Στις ύστατες στιγμές

Έτσι πέρασε η νύχτα. Μόλις όμως ξημέρωσε, καταλάβαινα καθαρά απ’ όσα έβλεπα πως η παρούσα ημέρα ήταν γι’ αυτήν η τελευταία της επίγειας ζωής της. Ο πυρετός είχε εξαντλήσει όλη τη φυσική δύναμή της. Εκείνη όμως βλέποντας την αδυναμία της ψυχής μου, προσπαθούσε να μου απαλύνει την καταθλιπτική διάθεση για τα αναμενόμενα, σκορπίζοντας και πάλι με τα καλά της λόγια τη λύπη της ψυχής μου. Την είχε όμως καταλάβει ήδη ελαφρά και συνεχής δύσπνοια. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα η ψυχή μου κυριεύθηκε από πολύ διαφορετικά συναισθήματα. Από το ένα μέρος, όπως ήταν επόμενο, η ανθρώπινη φύσις βάραινε από θλίψη, γιατί δεν έλπιζα να ξανακούσω τη φωνή της και πίστευα, όσο ποτέ άλλοτε, ότι το κοινό καμάρι της γενιάς μας θα έφευγε από τη ζωή αυτή. Η ψυχή μου όμως, από το άλλο μέρος, σχεδόν ενθουσιαζόταν από τα όσα έβλεπε, καθώς διαισθανόμουν ότι η Μακρίνα έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Γιατί θεωρούσα ότι ήταν πάνω από τα ανθρώπινα μέ­τρα η τέλεια αταραξία της ακόμη και τώρα, που βρι­σκόταν στις τελευταίες της στιγμές και περίμενε το θάνατο  και το ότι δε δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο φρό­νημα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, όσα είχαν αποφασισθεί από τον Θεό, για την επίγεια ζωή της. Έμοιαζε με άγγελο που έλαβε, κατά θεία οικονομία, ανθρώπινη μορφή. Δεν είχε καμμιά συγγένεια ή σχέση με την κατά σάρκα ζωή κι έτσι δεν υπήρχε τίποτε που να εμπόδιζε τη διάνοιά της να μένει απαθής, αφού η σάρκα ήταν ανίσχυρη να την τραβήξει προς τις δι­κές της αδυναμίες. Έβλεπα τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες το θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της και δημοσίευε τη διάθεση της καρδιάς της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει προς τον Ποθούμενο, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνε­ται πιο γρήγορα, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος. Στ’ αλήθεια σαν προς εραστή πορευόταν, γιατί τίποτε άλλο από τα ευχάριστα της ζωής δεν μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον της.

Είχε περάσει πια το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κι ο ήλιος έγερνε στη δύση του. Ωστόσο η προθυμία της δεν υποχωρούσε. Αντίθετα όσο πλησίαζε προς το θάνατο, σαν να έβλεπε πιο πολύ την ομορφιά του Νυμφίου της, έτρεχε προς τον Ποθούμενο με περισ­σότερη βιασύνη. Κι έλεγε τέτοια λόγια, όχι σε μας που ήμαστε παρόντες, αλλά στον ίδιο τον Κύριο, προς τον Οποίο είχε προσηλώσει τα μάτια της. Καθώς ήταν στραμμένη η φτωχική στρωμνή της προς την ανατολή, αφού έπαψε πλέον να μιλάει σε μένα, από δω και πέρα με την προσευχή της μιλούσε προς το Θεό, ικετεύοντας με τα χέρια της και σιγοψιθυρίζοντας με ισχνή φωνή, έτσι που με δυσκολία καταλά­βαινα αυτά που έλεγε. Και ήταν τέτοια η προσευχή της, ώστε να μη χωρά αμφιβολία πως έφθανε στο Θεό και γινόταν ευπρόσδεκτη.

 

 

 

Η προσευχή της

 

«Συ Κύριέ μου, έλεγε, εξαφάνισες από μέσα μας το φόβο του θανάτου.

Συ έκανες, για χάρη μας, το τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής ξεκίνημα της αληθινής και αιώνιας ζωής.

Συ για λίγο καιρό αναπαύεις με τον ύπνο του θα­νάτου τα σώματά μας και πάλι θα τα ξυπνήσεις με τη σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας Σου.

Συ παραδίδεις σαν περιουσία στης γης τα σπλά­χνα πάλι το χωματένιο σώμα μας, που με τα χέρια Σου έπλασες και ξαναπαίρνεις πάλι ό,τι έδωσες στη γη, κάνοντας το θνητό και άσχημο σώμα μας λαμπρό, με την αφθαρσία και τη χάρη Σου.

Συ μας γλύτωσες από την κατάρα και την αμαρτία, αφού δέχθηκες κι έγινες και τα δύο για τη δική μας σωτηρία.

Συ σύντριψες τις κεφαλές του δράκοντα που με το χάσμα, που έφερε η παρακοή των πρωτοπλάστων, κράταγε γερά από το λαιμό τον άνθρωπο.

Συ μας άνοιξες το δρόμο για την Ανάσταση, συντρίβοντας τις πύλες του Άδη και κατάργησες αυτόν, που ως τότε είχε την εξουσία του θανάτου.

Συ έδωσες σε όσους Σε ευλαβούνται, σαν σημείο δυνάμεως, τον τύπο του Παναγίου Σταυρού Σου, για να νικάμε το διάβολο και ν’ ασφαλίζουμε τη ζωή μας.

Θεέ αιώνιε,

Σε Σένα παραδόθηκα από την ώρα που γεννήθηκα,

Εσένα αγάπησε η ψυχή μου, με όλη της τη δύναμη.

Σε Σένα αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχή μου από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι τώρα.

Συ, Κύριε, βάλε και τώρα στο πλευρό μου φωτει­νό άγγελο να με οδηγήσει στον τόπο της αναψυχής, όπου κυλάνε τα δροσερά νερά που αναπαύουν τις ψυ­χές, μέσα στην αγκάλη των αγίων πατέρων.

Συ που έπαυσες την ισχύ της πύρινης ρομφαίας κι επανέφερες στον Παράδεισο τον άνθρωπο, που σταυ­ρώθηκε μαζί Σου και πρόσπεσε στην ευσπλαχνία Σου, θυμήσου κι εμένα στη Βασιλεία Σου.

Γιατί και ’γω σταυρώθηκα μαζί Σου, αφού για τον άγιο φόβο Σου κάρφωσα τη χωματένια σάρκα μου και σεβάσθηκα τα θελήματά Σου.

Ας μη με χωρίσει το φοβερό χάσμα του θανάτου από τους εκλεκτούς Σου.

Στο δρόμο μου να μη σταθεί ο διάβολος εμπόδιο, ούτε η αμαρτία μου να βρεθεί μπροστά Σου, εάν σε κάτι αμάρτησα από αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως με λόγια, με πράξεις ή με λογισμούς.

Συ που έχεις εξουσία να συγχωρείς πάνω στη γη τις αμαρτίες, συγχώρεσέ με, για να αναπαυθώ και να βρεθώ μπροστά Σου, όταν χωρισθώ από το σώμα μου, χωρίς ρύπο ή κηλίδα στης ψυχής μου τη μορφή.

Δώσε να γίνει δεκτή η ψυχή μου στα χέρια Σου, καθαρή και αμόλυντη, ως θυμίαμα ευωδιαστό ενώπιόν Σου.»

 

Προς τα Ουράνια σκηνώματα

 

Λέγοντας αυτά σφράγιζε συγχρόνως με το σημείο του Σταυρού τα μάτια της, το στόμα της, και το μέ­ρος της καρδιάς της. Σιγά-σιγά και η γλώσσα της, που φρυγάνιασε από τον πυρετό, δεν άρθρωνε πλέον καθαρά τις λέξεις. Η φωνή της χανόταν, και μόνο με το ανοιγόκλεισμα των χειλιών της καταλαβαίναμε πως προσευχόταν ακόμα.

Εν τω μεταξύ όταν σουρούπωσε και κάποια έφε­ρε φως, άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της και βλέπο­ντας προς την ανατολή, έδειχνε ολοφάνερα πως επιθυμούσε να πει την εσπερινή ευχαριστία. Επειδή όμως η φωνή της είχε σβήσει, μόνο με την καρδιά και την ικετευτική κίνηση των χεριών της ικανοποιούσε την επιθυμία της και τα χείλη της τα κινούσε σύμφω­να με την εσωτερική της διάθεση. Σαν αποτελείωσε την ευχαριστήρια προσευχή της, σήκωσε το χέρι στο πρόσωπό της κάνοντας το σημείο του σταυρού, για να δηλώσει το τέλος της προσευχής. Έπειτα, αφού ανέπνευσε βαθιά και δυνατά, μαζί με την προσευχή τελείωσε και τη ζωή της.

Καθώς βρισκόταν πλέον ακίνητη και χωρίς πνοή μπροστά μου, θυμήθηκα τις εντολές της, όσες έδωσε ευθύς από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, λέ­γοντας πως θέλει τα δικά μου χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από μένα να γίνουν οι κανονισμένες φρο­ντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασα τότε το πα­γωμένο από τη λύπη χέρι μου πάνω στο άγιο πρόσω­πό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησα στην εντολή της. Γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να τα τακτοποιήσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθε­τημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δεν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευτρεπίσει.

 

(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης, εκδ. Ι.Μ. Αγίων Πάντων, Σπέτσαι, -απόσπασμα- σ. 56-67)