Η ένοχη συνείδηση ως πρόβλημα της υπάρξεως


07.06.2011

Η μεγάλη υπηρεσία την οποίαν προσέφερε ο μεγάλος Ελβετός ψυχίατρος και ψυχολόγος Κάρολος Γουσταύος Jung, στην προσπάθεια της κατανοήσεως της πνευματικής ζωής, είναι η υπογράμμιση του ηθικού περιεχομένου των περισσοτέρων απωθήσεων της προσωπικότητας. Ο Jung, στηριζόμενος στην πείρα της καθημερινής ψυχοθεραπευτικής και ιατρικής του δραστηριότητας, υπεστήριξε επανειλημμένως, ότι η ηθική σύγκρουση είναι συνήθως το περιεχόμενο των απωθήσεων αυτών. Μάλιστα ο Jung, σε ορισμένες περιπτώσεις, προχώρησε ακόμη περισσότερο και δίδαξε ότι η νεύρωση, που είναι σήμερα μια πάρα πολύ συνηθισμένη δυσαρμονία της προσωπικότητος, έχει ένα χαρακτήρα θρησκευτικό. Γι’ αυτό, όπως τονίζει, το πρόβλημα της νευρώσεως είναι, κατά τη γνώμη του, ένα θρησκευτικό πρόβλημα.

Την άποψη αυτή του Jung, για το κύριο περιεχόμενο των απωθήσεων του συγχρόνου ανθρώπου, επιβεβαιώνουν και πολλά πορίσματα και άλλα στοιχεία της ψυχολογικής και ψυχοθεραπευτικής έρευνας, όπως επίσης και του φιλοσοφικού στοχασμού, Από πολλές κατευθύνσεις προ6άλλεται ζωηρά η υπαρξιακή σημασία των αισθημάτων ενοχής που κατατυραννούν τον σύγχρονο άνθρωπο, χωρίς μάλιστα να είναι πολλές φορές ενήμερος του ρόλου των αισθημάτων αυτών. Το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητος του ανθρώπου υποφέρει και πάσχει από την πίεση απωθήσεων, που το περιεχόμενό τους αποτελούν ισχυρές ηθικές συγκρούσεις, χωρίς ο άνθρωπος αυτός να γνωρίζει τον ιδιαίτερο τρόπο της δράσεως των αισθημάτων της ενοχής που προκαλούν οι συγκρούσεις αυτές. Παρά το γεγονός όμως αυτό, είναι σήμερα πολύ γνωστό στην περιοχή της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας, ότι η έννοια του αισθήματος της ενοχής ή, η έννοια της ενόχου συνειδήσεως είναι ένας ψυχολογικός παράγοντας παραδεκτός ακόμη και από την ψυχανάλυση, ούτω κι’ αν η θεωρία αυτή κινείται πάντοτε σ’ ένα πρωτόγονο ψυχολογικό χώρο.

Από πλευράς πάντως ψυχολογίας και ψυχοθεραπείας είναι σήμερα αξιόλογο το βιβλίο του γερμανού ψυχολόγου και θεολόγου Helmut Harsch που επιχειρεί συστηματική έκθεση του προβλήματος της ενοχής στην περιοχή της θεολογίας και της ψυχολογίας του βάθους. Ο συνδυασμός των πηγών των δύο αυτών περιοχών της πνευματικής ζωής στην έρευνα του προβλήματος της ενοχής έχει σήμερα ιδιαίτερη σημασία, γιατί με την έρευνα αυτή αναγνωρίζεται, με μια άψογη επιστημονική εγκυρότητα, το πρόβλημα της ενοχής σαν το κατ’ εξοχήν υπαρξιακό πρόβλημα της εποχής μας.

Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ανεδαφικός αλλ’ ούτε και υπερβολικός, αν σκαφθεί κανείς μόνο την τεραστία επίδραση του πολύκροτου έργου του Franz Kafka· «Η Δίκη», στη σύγχρονη διανόηση, την τέχνη και το φιλοσοφικό γενικά στοχασμό. «Η Δίκη», που προ ολίγου χρόνου παίχθηκε και σε θέατρο της Θεσ-σαλονίκης, είναι ένα πνευματικό προϊόν ενός ανθρώπου που με πολλή ικανότητα γνωρίζει να μελέτα και να παρακολουθεί τις ενδοψυχικές διαδικασίες της ανωθήσεως των αισθημάτων της ενοχής. Και βέβαια οι ερμηνείες που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα στο πολύκροτο αυτό βιβλίο του Τσέχου συγγραφέως είναι αναρίθμητες και η ασυμφωνία, ως προς το βαθύτερο νόημα του βιβλίου αυτού, είναι πολύ γνωστή. Ωστόσο όμως όλοι σχεδόν οι μελετητές και οι κριτικοί του Κafka συμφωνούν στο ότι ο Kafka ανατέμνει στη Δίκη με απαράμιλλη διεισδυτικότητα την υποστασιακή φύση του αισθήματος της ενοχής». Έτσι είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι υπό την πίεση του ενδιαφέροντος που προκάλεσε ο Υπαρξισμός, το έργο αυτό του Κafka , η «Δίκη», έγινε στόχος και πεδίο ερεύνης που αναδεικνύει το αίσθημα της ενοχής, την ένοχη συνείδηση, ως το κεντρικό πρόβλημα του συγχρόνου άνθρωπου.

Αναμφιβόλως, από την άλλη μεριά, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν αναγνωρίζεται εύκολα ως αληθινός, επειδή, όπως φαίνεται και από τη ψυχοθεραπευτική πράξη, ο ένοχος άνθρωπος καλύπτει επιμελώς την αιτιολογία της νευρωτικής του συμπεριφοράς και μάλιστα προβάλλει πάντοτε ισχυρή ψυχική αντίσταση σε κάθε είδους προσπάθεια που αποβλέπει στη φανέρωση ή συνειδητοποίηση της αιτιολογίας αυτής, δηλ. της ενοχής του. Στην εξέλιξη των διαφόρων, και από πλευράς ηθικής συνειδήσεως, ευαίσθητων σταδίων του ψυχαναλυτικού διαλόγου, εκδηλώνεται καθαρά η στάση του ασθενούς έναντι της προσωπικής του ευθύνης, ως προς τη γένεση και συντήρηση της ηθικής του συγκρούσεως. Έπειτα, είναι πολύ γνωστό στον έμπειρο ψυχοθεραπευτή ή ψυχίατρο ότι ο νευρωτικός άνθρωπος, που βιώνει ένα υπαρξιακό ηθικό πρόβλημα, δεν παραδέχεται ποτέ, άτι τα συμπτώματα της ψυχικής του δυσαρμονίας ή διαταραχής οφείλονται στον τρόπο με τον οποίο βιώνει την ηθική του αυτή σύγκρουση. Επιμένει πάντοτε ότι η κατάστασή του έχει παθολογικοανατομικά αίτια, γι’ αυτό και δεν σκέπτεται να επισκεφθεί τον ψυχίατρο αλλ’ επιμένει να επισκέπτεται τον παθολόγο, τον καρδιολόγο, τον χειρουργό και γενικά τους γιατρούς μιας οποιασδήποτε ειδικότητος, πλην του ψυχιάτρου. Και όπως βεβαιώνουν διακεκριμένοι ψυχίατροι, πολλές φορές, επειδή το νευρωτικό σύμπτωμα είναι και οργανικό, ακόμη και ιατροί των διαφόρων ειδικοτήτων, εκλαμβάνουν τις νευρώσεις ως οργανικές παθήσεις λ.χ. της καρδιάς, του στομάχου, των εντέρων, των περιφερικών νεύρων, της κύστεως και άλλων οργάνων του ανθρώπινου σώματος. Έτσι ο νευρωτικός άνθρωπος, που βιώνει ένα υπαρξιακό ηθικό πρόβλημα, δεν είναι πάντοτε δυνατόν να αναγνωρισθεί από τον γιατρό και πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται. Ο γερμανός Von Uexkull ψυχίατρος βεβαιώνει ότι ο νευρωτικός άνθρωπος ζει τη ζωή όπως και οι άλλοι άνθρωποι, χωρίς έκδηλες ιδιορρυθμίες. Μπορεί να έχει αξιόλογες επαγγελματικές επιτυχίες και να φαίνεται πολύ καλά προσαρμοσμένος στην κοινωνική ζωή. Το τελευταίο εξηγεί ίσως γιατί συνήθως δεν είναι κανείς σε θέση να προσδιορίσει την έκταση του νευρωτικού φαινομένου μέσα στην κοινωνική ζωή.

Αλλ’ αυτή η τόσο στεγανά καλυμμένη βίωση του ηθικού προβλήματος από τον νευρωτικό άνθρωπο δείχνει ότι η νεύρωση, ως βίωση απωθούμενων αισθημάτων ενοχής, είναι πράγματι νόσος του χαρακτήρος της προσωπικότητας. Παρά το γεγονός ότι οι διαφωνίες, ως προς το υπαρξιακό νόημα της νευρώσεως, είναι πολλές μεταξύ των ειδικών, όλοι οι ασχολούμενοι με το πρόβλημα της ερμηνείας της νευρώσεως συμφωνούν στο ότι η ψυχική αυτή δυσαρμονία είναι νόσος του χαρακτήρα της προσωπικότητος. Το γεγονός αυτό επικυρώνει επίσημα, θα έλεγε κανείς, τον ηθικό χαρακτήρα της ψυχικής συγκρούσεως που βιώνει ο νευρωτικός άνθρωπος. Περισσότερο δε βεβαιώνει τον ασυνείδητο τρόπο με τον οποίο βιώνεται η απώθηση της συγκρούσεως αυτής, δηλ. εν τέλει η απώθηση της ηθικής συνειδήσεως και των αισθημάτων τής ένοχης.

Η πραγματικότης αυτή της πνευματικής καταστάσεως του συγχρόνου ανθρώπου δεν είναι βέβαια χαρακτηριστικό της συγχρόνου μόνον εποχής. Ο άνθρωπος στη βασική θέση του έναντι της ζωής και των προβλημάτων της, είναι ασφαλώς πάντοτε ο ίδιος. Μια εποχή, όσο κρίσιμη κι’ αν είναι, σο κι αν ανατρέπει βασικά σχήματα ζωής, δεν μεταβάλλει τη δομή της συμπεριφοράς του ανθρώπου έναντι των προβλημάτων της ζωής. Απλώς μια κρίσιμη εποχή μπορεί να προκαλεί έμφαση και έξαρση ορισμένων αδύνατων πλευρών ή άτυχων τρόπων ψυχικής αντιδράσεως. Οπωσδήποτε όμως δεν αλλοιώνει ουσιαστικά το ποιόν ή τον τρόπο της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Έτσι τα δεδομένα της συγχρόνου ψυχολογικής ερεύνης και της πείρας της ψυχοθεραπευτικής πράξεως αποτελούν απλώς εντυπωσιακή προβολή του βασικού σχήματος της ανθρώπινης συμπεριφοράς που αναφέρεται πάντοτε στη βίωση της διαστάσεώς του με την ηθική του συνείδηση. Κι αυτό το γεγονός αποτελεί περιοχή του αναγεννητικού έργου της Εκκλησίας του Χριστού. Γιατί είναι αλήθεια ότι μέσα ότι λυτρωτικό χώρο της Εκκλησίας του Χριστού το πιο κεντρικό πρόβλημα και ο κύριος στόχος των αναγεννητικών της προσπαθειών είναι πάντοτε η βίωση των απαιτήσεων της ηθικής συνειδήσεως υπό το φως ευαγγελικών επιταγών.

Πράγματι, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, το πρόβλημα της υπάρξεως τίθεται σε λειτουργία από τη στιγμή που ο άνθρωπος παραβαίνει την εντολή του Θεού, αθετεί δηλ. και παραβιάζει την ηθική του συνείδηση. Ο Αδάμ, ως παραβάτης του θείου θελήματος, είναι πρώτα-πρώτα παραβάτης της ηθικής του συνειδήσεως. Γιατί, όπως δόθηκε η εντολή του Θεού και ο τρόπος της παραβάσεώς της, δείχνουν έτι ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, μπροστά στον καθρέπτη της ηθικής του συνειδήσεως. Η απαγορευτική εντολή του Θεού μέσα στον Παράδεισο είναι μια πρόκληση για τον Αδάμ να αρχίσει διάλογο με την ηθική του συνείδηση, με σκοπό την ηθική και πνευματική του ολοκλήρωση. Έτσι η αποτυχία του Αδάμ να βιώσει την ύπαρξή του σαν ένα δυναμικό διάλογο με τη συνείδησή του είναι αποτυχία του διαλόγου του με τη βαθύτερη και αυθεντική φύση του. Όταν παραβαίνει την ηθική του συνείδηση, αποκόπτεται από τον γνήσιο εαυτό του, αποξενώνεται από το βάθος της προσωπικότητάς του. Στην περίπτωση αυτή ενεργεί τη πιο συγκλονιστική απώθηση της ηθικής του συνειδήσεως. Γι’ αυτό στο εξής ο Αδάμ βιώνει την ύπαρξή του με συντροφιά μια ένοχη και συγχρόνως απωθημένη ηθική συνείδηση.

Την πραγματικότητα λοιπόν αυτή που η Εκκλησία προβάλλει ως τον πρόλογο αλλά και την ουσία του ανθρωπίνου δράματος, αποκαλύπτει σήμερα η Ψυχολογία του Βάθους και υπογραμμίζει με συγκλονιστικό τρόπο η Ψυχοθεραπεία. Μάλιστα το πορίσματα της ψυχοθεραπευτικής εμπειρίας, που συνοψίζονται στη βασική θέση του Igor Caruso, προβάλλουν με τρόπο σύγχρονο, δηλ. εντυπωσιακό, τη βασική αυτή διδασκαλία της Εκκλησίας. Κατά τον Caroso η νεύρωση είναι ασθένεια της κακής συνειδήσεως. Δηλ, της συνειδήσεως που απωθεί τον εαυτό της, της ένοχης συνειδήσεως.

Η συνάντηση αυτή της ψυχοθεραπείας με τη διδασκαλία της Εκκλησίας είναι μια εποικοδομητική συνοδοιπορία στο χώρο της υπάρξεως. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς χωρίς. .τύψεις συνειδήσεως. Γιατί και στην περίπτωση αυτή η ένοχη συνείδηση είναι μια προκλητική, ούτως ή άλλως, παρουσία!

πηγή: Ι. Κ. Κορναράκη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου, «Ψυχολογία και πνευματική ζωή», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 33-40