π. Διονύσιος της Κολιτσού, o τυφλός Γέροντας [1]
03.04.2013
π. Διονύσιος της Κολιτσού
Ο τυφλός πολιός Γέροντας και ο φωτεινός λόγος του
Ο Ρουμανικής καταγωγής Γέροντας Διονύσιος ήρθε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 17 ετών, το 1926, ενώ εδώ και οκτώ χρόνια είναι τυφλός. Στην συνέντευξη που παρεχώρησε μιλά για τις δυσκολίες των πρώτων ετών, για την επίπονη σωματική εργασία, αλλά και τους καρπούς της πνευματικής ζωής. Ο λόγος του άμεσος, καθάριος και εμπειρικός δίδει απαντήσεις για την παρουσία της Ορθοδοξίας σήμερα, για τα προβλήματα της σύγχρονης οικογένειας, την κελλιώτικη ζωή στο Άγιον Όρος, τις ανησυχίες των προσκυνητών του Αγίου Όρους. Σε όλα αυτά τα χρόνια που ζει ο Γέροντας στο περιβόλι της Παναγίας δεν παύει να ευχαριστεί και να ευγνωμονεί την Θεοτόκο και τον Χριστό για τις ευλογίες και τις θείες παρεμβάσεις τους στη ζωή του.
Γέροντα, τι σας ώθησε να έρθετε από τη Ρουμανία στον ευλογημένο τούτο τόπο; Γνωρίζατε για το Άγιον Όρος; Είχατε ακούσει κάτι σχετικό ή ήταν μία τυχαία απόφαση αναζήτησης;
Το Άγιον Όρος έχει την υπερχιλιόχρονη ιστορία του. Δεν υπάρχει άλλο Άγιον Όρος στον κόσμο, στον πλανήτη μας. Ένα είναι. Και ακούσαμε ότι το Άγιον Όρος λέγεται και περιβόλι της Παναγίας. Και όλοι οι πατέρες που έρχονται εδώ, όλοι οι Ορθόδοξοι που έρχονται να γίνουν μοναχοί, δεν έρχονται με άλλον σκοπό, παρά μόνο και μόνο για να μπορέσουν να βαδίζουν με ασφάλεια το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό και εμείς όταν ακούσαμε αυτή την ιστορία για αυτόν εδώ τον τόπο, προσπαθήσαμε μία παρέα να έρθουμε στο Άγιον Όρος. Εκείνα τα χρόνια ήταν κάπως αλλιώς τα πράγματα, διαφορετικά.
Και ποια χρονιά ήρθατε στο Άγιον Όρος; Ήρθατε μόνος;
Ήρθαμε το 1926. Ήμασταν μια παρέα από τέσσερις νέους. Ο ένας ήταν διάκος από τη Σκήτη Μάγκουρα της Μολδαβίας, (Ρουμανία), από όπου ξεκινήσαμε. Οι άλλοι δύο ήταν αδέλφια. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός, στην ηλικία των 17 ετών. Και ήρθαμε στο Άγιον Όρος. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ, νιώσαμε σαν να πατήσαμε στον Παράδεισο. Ησυχία· όλοι οι πατέρες καλοί· όλοι έδειχναν αγάπη. Εκείνα τα χρόνια ήταν εδώ πολλοί Ρουμάνοι. Και υπήρχαν καλύβες και κελλιά ρουμάνικα. Εμείς θέλαμε να μας πάρουν συνοδεία σε κάποιο κελλί. Αλλά οι περισσότεροι είχαν συνοδεία και ήταν δύσκολο. Για να βγάλεις ένα κομμάτι ψωμί έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μας έλεγαν ότι είμαστε καλοί και νέοι –γιατί και εμείς γνωρίζαμε μερικά πράγματα για τη μοναχική ζωή από τη Σκήτη στη Ρουμανία– «αλλά, δυστυχώς», όπως μας έλεγαν, «έχουμε συνοδεία».
Γέροντα Διονύσιε, πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στο Άγιον Όρος; Πού εγκατασταθήκατε όταν φτάσατε και ποιες οι μνήμες σας από την εποχή εκείνη η οποία θα πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολη για εσάς.
Πρώτα πήγαμε σε μία καλύβη στη Μονή Παντοκράτορος που ήταν Ρώσικη. Πέθαναν οι πατέρες κι έμεινε η καλύβη στη Μονή. Είχε μία πολύ όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αγοράσαμε την καλύβη από κάποιους πατέρες που ήταν εκεί και καθίσαμε πέντε χρόνια. Αλλά, καθώς εμείς είχαμε έρθει από τη Σκήτη στη Ρουμανία, δεν είχαμε δικά μας χρήματα. Με πολλές δυσκολίες είχαμε οικονομήσει τα ναύλα για το ταξίδι με το βαπόρι. Και εκείνη η καλύβη για να την αγοράσει κανείς στοίχιζε τότε δέκα χιλιάδες δραχμές. Ποιός θα μας έδινε δέκα χιλιάδες δραχμές; Κανείς δεν μας έδινε τόσα χρήματα. Υπήρχε ένας έμπορος Ρουμάνος. Είχε δουλέψει στα Ιεροσόλυμα, κι από εδώ κι από εκεί είχε μαζέψει κάποια χρήματα και είχε ένα μαγαζί στις Καρυές. Λεγόταν Μιχαήλ. Εμείς τον παρακαλέσαμε να μας δώσει τις δέκα χιλιάδες δραχμές. Μας ρώτησε: «Ποιός είναι ο εξομολόγος σας;». Του λέμε: «Ο πατήρ Αντύπας». Και απαντά: « Αν εγγυάται αυτός για εσάς, τότε σας δίνω τα χρήματα· αλλιώς δε σας δίνω». Και δεν μας έδινε μέχρι να σιγουρευτεί κι εμείς περιμέναμε το γέρο-Αντύπα. Τελικά, αυτός τον παρακάλεσε και μας έδωσε ο έμπορος τα χρήματα. Δέκα χιλιάδες δραχμές ήταν τότε πολλά χρήματα. Πώς θα εξοφλούσαμε; Είμασταν πέντε πατέρες εκεί στο κελλί. Δύο πήγαμε στη Μονή Ιβήρων να δουλέψουμε ως εργάτες. Δεν είμασταν βέβαια μόνο εμείς. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία, και ήταν πολύς κόσμος. Πήγαμε στον προϊστάμενο της Μονής και μας είπε· «Καλά, καθήστε». Μέχρι τότε πλήρωναν 18 δραχμές την ημέρα. Αλλά εκείνη την ημέρα που πήγαμε εμείς αποφάσισε το Μοναστήρι να πληρώνει τους εργάτες 20 δραχμές την ημέρα. 20 δραχμές και το φαγητό και έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μόλις έβγαινε ο ήλιος έπρεπε να είσαι κοντά στην πύλη της Μονής και ο οικονόμος να σου δώσει τη δουλειά που έπρεπε να κάνεις. Και δούλευες όλη τη ημέρα. Δεν υπήρχαν «οκτώ ώρες» για την εργασία εκείνα τα χρόνια.
Δηλαδή, από το πρωί μέχρι να δύσει ο ήλιος;
Ναί, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Αλλά όταν ο οικονόμος ήταν καλός, μας άφηνε λίγο πιο νωρίς να πάμε στην καλύβη που μέναμε. Και το φαγητό ήταν φασόλια. Το πρωί φασόλια, το βράδυ φασόλια. Μας έδιναν και σαρδέλες παστές και μισή οκά κρασί. Αυτά ήταν όλα τα καλά. Και δεν ήταν για μία ημέρα. Μπορεί να περνούσαμε έτσι όλο το μήνα, όλο το χρόνο. Αλλά είμασταν νέοι. Δουλέψαμε για να βγάλουμε τα χρέη. Και τί έπαιρνες εκείνα τα χρόνια με 20 δραχμές; Το ψωμί κόστιζε 8 δραχμές. Δούλευες όλη την ημέρα κι έπαιρνες δύο ψωμιά και μισό. Αλλά είμασταν νέοι και έτσι εργαζόμασταν σκληρά, ώστε να βγαίνει ο απαραίτητος μισθός σιγά -σιγά, εδώ στο Άγιον Όρος. Σε τρία χρόνια εξοφλήσαμε το χρέος. Όμως σου έδινε το Μοναστήρι 20 δραχμές, αλλά έπρεπε κι αυτοί που ήταν στο σπίτι να φάνε. Δουλεύαμε οι δύο, αλλά όμως αυτά πέρασαν.
Και στη συνέχεια ήρθατε απ’ ευθείας εδώ στην Κολιτσού στο κελλί του Αγίου Γεωργίου; Ποιά ήταν η πορεία σας, πώς βρεθήκατε εδώ;
Από εκεί βρήκαμε κάποιον άλλο, πολύ καλό άγιο Γέροντα, και μας είπε: «Μήν παιδεύεστε εδώ πέρα». Αυτός είχε μία άλλη καλύβη τον «Άγιο Τύχωνα», πιο ψηλά, στις Καρυές. Πήγαμε και καθήσαμε εκεί άλλα πέντε χρόνια. Και το 1937 κατεβήκαμε στην Κολιτσού. Το κελλί εδώ του Αγίου Γεωργίου είχε τότε μόνο την εκκλησία. Αυτό το σπίτι δεν υπήρχε. Η εκκλησία ήταν χωριστά. Κι εκεί που είναι τώρα το μαγειρείο εκεί μαγείρευαν και οι παλιοί κι ήταν και σαν τράπεζα. Εδώ που είναι το σπίτι ήταν βουνό. Εμείς είμασταν έξι – επτά νέοι. Καθώς, λοιπόν, είμασταν νέοι εργασθήκαμε με ζήλο, ισιώσαμε το μέρος. Πρώτα κάναμε αυτά τα πεζούλια που είναι εδώ. Και σιγά-σιγά κάναμε το σπίτι. Αλλά δύσκολα, πολύ δύσκολα.
Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η γερμανική Κατοχή με πολύ δύσκολα χρόνια για τον τόπο μας, αλλά θα πρέπει να υπήρχε μια βοήθεια και από τη Μονή Βατοπαιδίου.
Ναί, ναί… Αλλά μας βοήθησε ο Θεός. Οι Βατοπαιδινοί ήταν υποχρεωμένοι να μας βοηθήσουν. Να μας δώσουν δηλαδή ξυλεία, ό,τι μας χρειαζόταν. Αλλά εκείνα τα χρόνια οι πατέρες ήταν πιο αυστηροί, και λέγανε: «Αν μπορείτε να κάνετε σπίτι, κάντε το εσείς , όπως ξέρετε. Το Μοναστήρι δεν μπορεί να σας βοηθήσει». Εμείς ζητήσαμε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κόψουμε κάμποσες καστανιές. «Όχι, εσείς δεν ξέρετε· θα κάνετε ζημιά», μας απαντούσαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν οι Γερμανοί, και εξαιτίας τους δεν είχαν μαστόρους στο Μοναστήρι. Εμείς δεν είχαμε μαστόρους, και παιδευτήκαμε. Όλη την ξυλεία που χρειαστήκαμε την κουβαλήσαμε από τη Μονή Φιλοθέου και την Καρακάλλου, με τη βάρκα που μας δάνειζε ο γείτονάς μας. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανές, και οι βάρκες ήταν με κουπιά…
Οι Γερμανοί έφθασαν έως εδώ, έφθασαν στην Κολιτσού; Ή μόνο μέχρι τη μονή Βατοπαιδίου;
Μόνο στο Βατοπαίδι. Στην Κολιτσού δεν πάτησαν Γερμανοί. Μόνο αντάρτες, όταν ήταν το αντάρτικο. Έ, αλλά όλα αυτά περάσανε πάλι, δόξα τω Θεώ.
Σήμερα πάντως πρέπει να είναι καλύτεροι οι πνευματικοί δεσμοί με τη Μονή Βατοπαιδίου και με τον Γέροντα Ιωσήφ.
Α, τί λες; Παράδεισος. Μόλις ήρθαν οι πατέρες εδώ από τη Νέα Σκήτη και έγινε και η κοινοβιοποίηση της Μονής, άλλαξαν όλα τα πράγματα. Και οι άλλοι δεν ήταν κακοί άνθρωποι· ήταν πνευματικοί και αυτοί. Αλλά ήταν πιο αυστηροί. Δεν μας υπολόγιζαν. «Α, ήρθε ο κελλιώτης τάδε», έλεγαν. Δεν μας υπολόγιζαν ότι είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Στην εικόνα που βάζουν μετάνοια οι πατέρες της Μονής, σε εκείνη την εικόνα βάζουμε κι εμείς μετάνοια. Δηλαδή, είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Όλα αυτά που βλέπετε εδώ πέρα είναι βατοπαιδινά. Αν δεν κάνεις υπακοή, πάνε τα ράσα σου εκεί, διότι είναι βατοπαιδινά. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, πώς να πούμε, υπακοή, διότι έτσι μας διατάζει και ο μοναχικός μας βίος. Ο μοναχός για να βάλει θεμέλιο πρέπει να κάνει υπακοή και να κόβει το θέλημά του. Κι έτσι, ή λίγο ή πιο πολύ, κάνοντας υπακοή και κόβωντας το θέλημά μας, μας βλέπει ο Θεός και η χάρις Του μας σκεπάζει με ταπεινοφροσύνη. Κι αν έχουμε αυτά τα τρία –δηλ. υπακοή, εκκοπή θελήματος, ταπεινοφροσύνη– μπορούμε εύκολα να πολεμήσουμε με τα ακάθαρτα πνεύματα. Διότι εμείς δεν έχουμε πόλεμο σωματικό, αλλά έχουμε πόλεμο –και όλος ο κόσμος βέβαια, προπαντός εμείς οι μοναχοί– με τα ακάθαρτα πνεύματα. Ο σατανάς είναι πνεύμα, δεν κουράζεται. Και συνέχεια ρίχνει μέσα μας διάφορα, χιλιάδες κακές παθήσεις. Όπως σπέρνει ο άνθρωπος σπόρο, ρίχνει στην καρδιά μας και στο μυαλό μας τις κακίες του. Κι αν εκείνα τα σπόρια του τα δεχόμαστε, τότε φυτρώνουν. Κι αν φυτρώσουν και αρχίσουν να κάνουν ρίζες, αλλοίμονό μας τότε. Δύσκολα κόβονται. Κι αυτό ισχύει για όλες τις παθήσεις. Βλέπετε και να μην είναι κάποιος κακός, όταν μάθει να καπνίζει και περάσει καιρός, λέει· «δεν μπορώ, δεν κόβεται». Δηλαδή, όλες τις παθήσεις που έχει ο άνθρωπος μέσα του, αν δεν τις κόψει από την αρχή, ύστερα γίνονται σαν τοίχος. Πού; Κόβεται αυτό; Γι’ αυτό πρέπει και ο καλόγερος να έχει εξομολόγο καλό, και να λέει στον πνευματικό πατέρα όλες τις σκέψεις που ρίχνει στο μυαλό του ο πονηρός. Και τότε εύκολα προκόβει στο μοναχικό βίο.