Ανάπαυση μέσα στο μόχθο. . . !
27.02.2013
Η βασική επιδίωξη των τεχνολογικών κατακτήσεων εντοπίζεται εύστοχα στην εξασφάλιση κάθε φορά και τελειότερων ανέσεων μέσα στην περιοχή του ανθρωπίνου βίου. Η τεχνολογική πρόοδος δηλαδή υπηρετεί δουλικά και ασταμάτητα μια βασική αδυναμία της ανθρωπίνης προσωπικότητος, την ακατάσχετη τάση για άνεση, για ανάπαυση!
Φαίνεται ότι η νοσταλγία του Παραδείσου, την οποία και ο Μπερδιάγιεφ υπογραμμίζει, συμπυκνώνεται σήμερα (στην κοσμική της διαστροφή) σε μια ψυχική ροπή προς την αμεριμνησία, τη νωχέλεια, την ανάπαυση του σώματος και του νου. Ο τεχνολογικός αιώνας μας, όπως διαμορφώνει τη ζωή μας, εντείνει συνεχώς την ψυχική δίψα για άνεση, για ανάπαυση. Ήδη ο αιώνας αυτός κατόρθωσε να περιορίσει πολλές αναγκαίες εργασίες του ανθρώπου στην απλή πίεση ενός διακόπτη ή ενός ηλεκτρικού πλήκτρου. Έτσι ο σύγχρονος τεχνολογικός άνθρωπος εμπιστεύεται τις προσδοκίες και τις κρυφές αγωνίες του, για ανάπαυση και άνεση, σε μερικά θαυματουργικά κουμπιά. Θέλει να κινεί μόνο το δακτυλάκι του σε κάθε βασικό ή δευτερεύον έργο της ζωής και … τίποτε περισσότερο!! Ο σωματικός κόπος και μόχθος του φαίνεται σαν μια αδικαιολόγητη αδικία της φύσεως, σαν μια προσβολή της «αριστοκρατικής» του υποστάσεως. Θέλει, όσο μπορεί, να … κάθεται! Να αναπαύεται και να τρυγά τις ευχάριστες μόνο εμπειρίες της ζωής! Η τεχνολογική πρόοδος τον έχει κακομάθει αθεράπευτα..!
Η αναζήτηση της ανέσεως και της αναπαύσεως από τον σύγχρονο άνθρωπο, με μια συνεχώς αυξανομένη μανία, είναι ένα σύμπτωμα αρκετά ανησυχητικό. Γιατί δείχνει πως ο άνθρωπος αυτός είναι κουρασμένος, πολύ βαθειά κουρασμένος!
Η κόπωση του αυτή ίσως να προέρχεται βασικά από το γεγονός, ότι ψυχολογικά έχει παραιτηθεί ο άνθρωπος αυτός από τον αγώνα της ζωής. Ή τουλάχιστον από το γεγονός, ότι αγωνίζεται με αγχώδη τρόπο να παραιτηθεί από τον αγώνα της ζωής. Η δυνατότητα των θαυμαστών ανέσεων, που ο ίδιος θα μπορούσε να απολαύσει ή που οι άλλοι απολαμβάνουν, τον παροτρύνει ασυνείδητα σε μια ξέφρενη αναζήτηση της αναπαύσεως και μάλιστα της σωματικής. Αλήθεια, αγωνίζεται να … μην αγωνίζεται!
Αλλά βέβαια η ψυχολογική θέση που παίρνει ο σύγχρονος άνθρωπος μπροστά στο μόχθο της ζωής είναι θέση φυγής. Η τεχνολογία με τις «μαγικές» της υποσχέσεις για ανάπαυση και… ραθυμία δεν είναι το πρωταρχικό αίτιο αυτής της καταστάσεως, αλλά ένας παράγων που εντείνει μια πολύ βαθειά σύγκρουση μέσα στην ψυχή αυτού του ανθρώπου: τη σύγκρουσή του με τον ίδιο τον εαυτό του. Η δίψα για άνεση που εντείνει η τεχνολογική πρόοδος ευρίσκει κατάλληλο έδαφος στη βασική ψυχική σύγκρουση του ανθρώπου. Γιατί, αλήθεια, εκείνος που δεν αγωνίζεται συνειδητά να ολοκληρώσει την προσωπικότητά του με τη δύναμη ενός αυθεντικού ιδανικού της ζωής, διασπαθίζει τον εαυτό του στις απεγνωσμένες προσπάθειες για εσωτερική και εξωτερική ανάπαυση. Ξοδεύεται ψυχολογικά και πνευματικά σε μια αγχώδη προσπάθεια που επιδιώκει να κατακτήσει το τέλος, χωρίς να έχει βιώσει την αρχή. Φθείρεται σε μια επιδίωξη υπαρξιακής κερδοσκοπίας και φιλαργυρίας, χωρίς να έχει καταθέσει κανένα «κεφάλαιο» αυθεντικού μόχθου στο ταμείο της ζωής. Καταντά λοιπόν ένας αξιοθρήνητος Δον Κιχώτης που εμπαίζει τον ανόητο υπηρέτη του! Αγωνίζεται θεατρινίστικα κερδίζοντας τελικά την πικρή εμπειρία της ψευδαισθήσεως. Ο αγώνας του είναι πράγματι μια απεγνωσμένη προσπάθεια να παραιτηθεί από τη ζωή, γι’ αυτό διψά την ανάπαυση, κυνηγά την άνεση!
Η θέση του ασκητού της ερήμου είναι κι’ εδώ διαμετρικά αντίθετη. Θα έλεγε κανείς «παράλογη», αφού επιδιώκει τον ψυχικό και σωματικό μόχθο για να βιώσει την ανάπαυση.
Και πρώτα-πρώτα η ασκητική σκέψη θεωρεί την περιφρόνηση της αναπαύσεως σαν βασική αρετή. «Προ δε πασών των αρετών, η της αναπαύσεως καταφρόνησις». Η περιφρόνηση αυτή εξασφαλίζει στο ασκητικό πνεύμα την ελευθερία του βιώματος. Γιατί όποιος έχει πάρει μια αρνητική θέση έναντι της αναπαύσεως και της «τρυφής», μοιάζει μ’ ένα πανέτοιμο σε κάθε στιγμή πολεμιστή. Ο σωματικός αλλά και ψυχικός μόχθος είναι λοιπόν ένα αφυπνιστικό βιωματικό στοιχείο, όταν εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια της πνευματικής ζωής του ανθρώπου. «Η γαρ ελπίς της ζωής ταύτης χαυνοί την διάνοιαν». Εκείνος που στηρίζει τις φιλοδοξίες του στις ανέσεις και τις αναπαύσεις αυτής της ζωής αποχαυνώνεται παραλυτικά. «Η ανάπαυσις και η αργία, απώλεια ψυχής εστί και πλείω των δαιμόνων δύνανται βλάψαι αύται». Μόνον δε «οι άφρονες προτιμώσι την μικράν ανάπαυσιν την εγγύς, υπέρ την απέχουσαν βασιλείαν, αγνοούντες, ότι κρείσσον υπομείναι κολάσεις εν τω αγώνι, υπέρ το αναπαυθήναι εν τη στρωμνή της επιγείου βασιλείας εν κατακρίσει ραθυμίας». Η ακατάσχετη τάση για ανάπαυση ψυχική και σωματική συσκοτίζει τον νου και διαταράσσει και εδώ την ικανότητα της αξιολογικής επιλογής. Ο άνθρωπος που αγωνίζεται να…αναπαύεται επιλέγει στόχους που είναι κατώτεροι των αυθεντικών πνευματικών επιδιώξεων. Και τούτο ασφαλώς ισοδυναμεί με αφροσύνη. Για τούτο· «όταν θέλησης προσεγγίσαι τω Θεώ τη καρδία σου, πρώτον εν τοις σωματικοίς κόποις δείξον αυτώ τον πόθον σου… Λόγισαι δε την αργίαν, αρχήν της σκοτώσεως της ψυχής» .
Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να νομίσει κανείς, ότι οι σωματικοί κόποι ή γενικά ή οποιαδήποτε ταλαιπωρία της ψυχής, σαν ένα απλό βιωματικό γεγονός, είναι δυνατόν να ισοδυναμεί με πνευματική αφύπνιση και προκοπή. Οι ταλαιπωρίες αυτής της ζωής, για να είναι πνευματικά στοιχεία της ζωής της προσωπικότητας, πρέπει να εντάσσονται φυσιολογικά στην πνευματική προσπάθεια του ανθρωπου. «Οι σωματικοί κόποι άνευ της του νου καθαρότητος, ως άτεκνος μήτρα και μαστοί κατάξηροι . . . Και το μεν σώμα κατάκοπον ποιούσιν, εκριζούν δε τα πάθη εκ του νοός, ου φροντίζουσι. Διά τούτο θεριούσιν ουδέν . . ». Δεν φθάνει απλώς να βασανίζεσαι στη ζωή αυτή. Πρέπει ο μόχθος και το «μαρτύριο» αυτού του βασανισμού να αποτελεί φυσιολογική πορεία και εξέλιξη της πνευματικότητος της προσωπικότητος για να είναι ένα αυθεντικό μαρτύριο.
Εξάλλου ούτε μπορεί κανείς να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Δηλαδή να ζει ενάρετα αλλά χωρίς ταλαιπωρία. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ακροβατισμό επάνω στο κενό, χωρίς το συρμάτινο σχοινί. «Ο θέλων εν τω κόσμω τούτω είναι αμέριμνος και τούτο επιθυμών, και τη αρετή διατρίβειν επιποθών, ούτος κενός έστιν εκ ταύτης της οδού». Ο πνευματικός άνθρωπος που θα υπέθαλπε μέσα του ασυνείδητα τη δίψα για ανάπαυση, θα φιλοξενούσε «στοργικά» μια διαταραχή των λογισμών που θα ενόθευε επικίνδυνα την πνευματικότητά του. Λοιπόν «Μίσησον τον πλατυσμόν, ίνα διαφυλάξης τους διαλογισμούς σου ατάραχους … φρόντισον μόνης της ψυχής σου, ίνα σώσης αυτήν εκ του διασκορ¬πισμού της ενδοτάτης γαλήνης».
Ο πνευματικός λοιπόν αγωνιστής και κατ’ εξοχήν ο ασκητής της ερήμου πρέπει να συντηρεί μέσα του την ετοιμότητα της αποδοχής του μόχθου τού σωματικού και ψυχικού και πρέπει να περιφρονεί «ανακλαστικά» κάθε σκέψη ή διάθεση αναπαύσεως. Γιατί το λάδι που συντηρεί την καντήλα του ασκητικού του βιώματος είναι ακριβώς ο σωματικός και ψυχικός μόχθος. Έτσι «όταν εύρης ειρήνην εν τη οδώ σου αναλλοίωτον, τότε φοβήθητι. Διότι μακράν απέχεις εκ της ευθείας τρίβου της πατουμένης υπό των μοχθηρών ποδών των αγίων. Όσον γαρ διαβαίνεις εν τη οδώ της πόλεως της βασιλείας και τη του Θεού πόλει πλησιάζεις, τούτο έστω σοι το σημείον· η ισχύς των πειρασμών απαντά σοι, και όσον πλησιάζεις και προκόπτεις, τοσούτον οι πειρασμοί πληθύνονται κατά σου». Το καθαρό από κάθε αρνητικό στοιχείο ασκητικό μάτι βλέπει τους μόχθους και τις ταλαιπωρίες της ζωής αυτής τελείως διαφορετικά από τον «εγκόσμιο» άνθρωπο. Κάθε άνεση, κάθε «σιωπή» των πειρασμών, την εκτιμά σαν παγίδα του πονηρού, επειδή «ο διάβολος εξ αρχής εν επαγγελία και φρονήματι της αναπαύσεως θηρεύει ημάς». Γι’ αυτό «εάν ίδης σαυτόν, ότι ανεπαύθης εκ της οχλήσεως των παθών, μη πιστεύσης σεαυτώ· ενέδραν γαρ τίνα ενεδρεύει σοι ο εχθρός».
Ο φόβος μπροστά στη σιωπή των πειρασμών, την απουσία του σωματικού και ψυχικού μόχθου, πρέπει να απορρέει από το γεγονός, ότι· «μετά την ανά¬παυσιν» από τους πειρασμούς, ακολουθεί, χάρις ακριβώς στις μεθοδείες του διαβόλου, «πολλή όχλησις και ταραχή». Ενώ αντίθετα· «πάση διά Θεόν ταλαιπωρία, άνεσις ακολουθεί». Μάλιστα, κι’ αυτό ακριβώς είναι η καρδιά του ασκητικού παραλόγου που καθορίζει το περιεχόμενο της αυθεντικής αναπαύσεως, μέσα στη «ψύχα» του σωματικού και ψυχικού μόχθου, μέσα στη βασανιστική αγκαλιά των πειρασμών, βιώνεται η αναπαύουσα…ανάπαυση. «Ένδοθεν αυτών απόκειται η θεία ανάπαυσις». Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ο πνευματικός αγωνιστής, όταν βιώνει μια δοκιμασία ή μια ταλαιπωρία της ψυχής, ένα πειρασμό, βιώνει συγχρόνως δυό αντιφατικές καταστάσεις· τον ψυχικό μόχθο και την ανάπαυση. Αυτός που έχει μυηθεί στο μυστήριο της ασκήσεως αναπαύεται πράγματι επάνω στο οδυνηρό καμίνι της δοκιμασίας. Περίεργο, κι’ ίσως παράλογο, αλλά αληθινό. Η δοκιμασία χαλκεύει και οικοδομεί την εσωτερική ενότητα της προσωπικότητος, η οποία αναπαύει και αναγεννά.
Έτσι πράγματι, όταν η προσωπικότης προσανατολίζεται αποκλειστικά και ολόψυχα στη «τιμία» βίωση της δοκιμασίας, τότε η βαθμιαίως συγκροτούμενη εσωτερική ενότης μεταβάλλει τον πειρασμό σε μια ουράνια αναπαυστική στρωμνή.
Κάποτε ένας ασκητής είπε στον άγιο Ισαάκ την ιστορία αυτή.
Επειδή στα πρώτα βήματα της μοναχικής μου ζωής, «ήμην εν λύπη εκ των πειρασμών», επισκέφθηκα ένα τίμιο γέροντα για να εξομολογηθώ τη βαθειά μου θλίψη για την ψυχική μου ταλαιπωρία. Ο γέροντας ήταν άρρωστος στο κρεββάτι και αφού τον ασπάσθηκα εκάθισα πλησίον του και του είπα με πολλή πίκρα. Προσευχήσου, Πάτερ μου, για μένα. Οι πειρασμοί με ταλαιπωρούν αφάνταστα και με γεμίζουν με πολλή λύπη. Ο γέροντας, αφού άνοιξε τα μάτια του, μου είπε·«συ νεώτερος ει, και ουκ αφίησιν ο Θεός επί σε πειρασμούς». Αλλά εγώ του απήντησα· αν και είμαι πολύ νέος, δοκιμάζομαι με πειρασμούς, «ισχυρών ανδρών». Τότε λοιπόν, είπε ο γέροντας, ο Θεός θέλει να σε κάνει σοφό με τους μεγάλους πειρασμούς. Και πάλιν όμως απήντησα· πώς θα με κάνει σοφό ο Θεός αφού εγώ «καθ’ ημέραν γεύομαι του θανάτου;». Κι’ ο γέροντας προσέθεσε· «ο Θεός αγαπά σε, σιώπα. Μέλλει ο Θεός δούναι σοι την χάριν αυτού». Κι’ επειδή δεν είχα πια τι να απαντήσω στις πραγματικά αποστομωτικές απαντήσεις του σοφού αναχωρητού, ο γέροντας μου διηγήθηκε την πορεία των δικών του πειρασμών για να παρηγορηθώ και να ησυχάσω.
Πρέπει να γνωρίζεις, παιδί μου, είπε, ότι έμενα με επολέμησαν οι δαίμονες τριάντα ολόκληρα χρόνια. Τα είκοσι χρόνια από αυτά, και πιο πολλά ίσως, τα έζησα χωρίς καμμιά βοήθεια. Μόλις άρχισα να διανύω το εικοστό πέμπτο άρχισα να αισθάνομαι πως αναπαύομαι κάπως μέσα στους πειρασμούς μου. Όταν δε έφθανε στο τέλος του το τριακοστό έτος των πειρασμών μου, τόσο πολύ «εκραταιώθη η ανάπαυσις, ως μηδέ το μέτρον αυτής εις όσον προέβη γινώσκειν με». Και τώρα, προσέθεσε ο γέροντας, όταν σηκώνομαι να κάνω την προσευχή μου και τρεις ήμερες συνεχώς αν σταθώ όρθιος, «εις εκπληξιν μετά του Θεού γίνομαι και του κόπου ουδόλως αισθάνομαι». Και συνόψισε τη συγκλονιστική περιπέτεια των πειρασμών του μ’ αυτά τα λόγια. «Ιδού το έργον του πολλού καιρού ποίαν ανάπαυσιν απλήρωτον απεγέννησεν».
Ο σύγχρονος άνθρωπος θα έπρεπε να θεωρεί ευτυχισμένο τον εαυτό του, αν θα μπορούσε να βιώσει τη «δυστυχία» μιας δοκιμασίας εξαντλητικής, σαν μια ψυχαγωγία και ανάπαυση. Αλλά η τεχνολογική πρόοδος τον έχει κακομάθει, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο ίδιος μπορεί να αντιληφθεί. Έτσι το ασκητικό μήνυμα για ένα στοργικό εναγκαλισμό του σωματικού και ψυχικού μόχθου φαίνεται σ’ αυτόν σαν ένας νοσηρός ψίθυρος. Σαν μια αφροσύνη χωρίς όρια.
Κι’ όμως, το ασκητικό πνεύμα μακαρίζει αυτούς που συμφιλιώνονται με την ταλαιπωρία της ψυχής και του σώματος χάριν της πνευματικής τους προκοπής. Γιατί αυτοί θα αναπαυθούν στα σκηνώματα της «αιωνίου ζωής». «Μακάριοι οι περιζωσάμενοι τας οσφύας αυτών προς την θλίψεων θάλασσαν εν απλότητι και ανεξετάστω τρόπω, χάριν της προς Θεόν αγάπης, και μη δόντες νώτα. Ούτοι ταχέως προς λιμένα της βασιλείας διασώζονται και αναπαύονται εν σκηνώμασι των καλώς κοπιασάντων και ψυχαγωγούνται εκ της ταλαιπωρίας αυτών, και αγάλλονται εν τη ευφροσύνη της ελπίδος αυτών».
(Ιωαν .Κορναράκη, «Ανταύγειες της Πατερικής ερήμου μέσα στο σύγχρονο κόσμο», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 51-58)