Η εν Χριστώ σωτηρία κατά τον Απ. Παύλο και τους Έλληνες Πατέρες


13.03.2013

«Τί με δει ποιείν ίνα σωθώ;» (Πράξ. 16:30). Το ερώτημα που ετέθη στον Παύλο και τον Σίλα από τον δεσμοφύλακα στους Φιλίππους είναι αυτό που όλοι οι άνθρωποι θέτουν, ευθέως ή εμμέσως, είτε με μία διατύπωση είτε με κάποια άλλη είναι το πρωταρχικό και αιώνιο ερώτημα. Είναι το ερώτημα που θέτει ο μαθητής στον πνευματικό του πατέρα στο Γεροντικό: «Πες μας έναν λόγο: πώς θα σωθούμε;». Ο λόγος του αββά είναι ρητώς ένας λόγος σωτηρίας που μας αναγεννά και μας ολοκληρώνει. Διότι αυτό είναι το υπέρτατο που αναζητά το ανθρώπινο είδος από τη θρησκεία: η σωτηρία.

«Πίστευσον επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και σωθήση» (Πραξ. 16:31): αυτή είναι η απάντηση που δίνουν ο Παύλος και ο Σίλας στον δεσμοφύλακα. Πώς, λοιπόν, γίνεται κατανοητή κατόπιν στις επιστολές του αποστόλου Παύλου αυτή η εμπειρία της σώζουσας πίστεως στον Ιησού Χριστό; Στον απόστολο Παύλο δεν υπάρχει μία μονοδιάστατη προσέγγιση στο μυστήριο της σωτηρίας. Για να εκφράσει τη δυναμική εμπειρία της νέας ζωής «εν τω σταυρωθέντι και αναστάντι Χριστώ», μετέρχεται μία ποικιλία συμβόλων και μεταφορικών φράσεων οι οποίες δεν είναι αμοιβαίως αποκλειστικές αλλά συμπληρωματικές:

egolpio

(1) Μερικές φορές ο Παύλος ερμηνεύει το σωστικό έργο του Χριστού με όρους θυσίας. Ο Χριστός είναι ο πασχαλινός αμνός, ο οποίος γίνεται υπαίτιος της διάβασης μας «εκ του θανάτου εις την ζωήν»: «και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός ώστε εορτάζωμεν» (Α’ Κορ. 5:7). Το ίδιο σύμβολο βρίσκεται και στην αρχή του τετάρτου Ευαγγελίου: «Ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. 1:29). Αυτό το Πασχαλινό ρητορικό σχήμα – και όχι μόνον ρητορικό, αλλά και θεολογικό – αργότερα έλκει την προσοχή π.χ. του Μελίτωνος Σάρδεων στο τέλος του δευτέρου αιώνος και αναπτύσσεται εντυπωσιακά στον κανόνα του αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού στον Όρθρο της Κυριακής της Αναστάσεως.

(2) Στενά συνδεδεμένη με την παραπάνω είναι η αντίληψη του λύτρου και της υποκαταστάσεως. Για τον απ. Παύλο, ο Χριστός είναι η προσφορά αμαρτίας, ο αποπομπαίος τράγος (Λευ. 16:10). το αθώο θύμα που μας απαλλάσσει από τις αμαρτίες μας παίρνοντας τες επάνω Του. «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλατάς 3:13, συγκρ. Ρωμ. Β:3) «τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών [ο Θεός] αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Β’ Κορ. 5:21). Με αυτόν τον τρόπο ο Χριστός είναι το αντίψυχόν μας, για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Αγ. Αθανασίου Αλεξανδρείας, αυτός που θυσιάζει τη ζωή Του για χάρη μας, ώστε εμείς με τη σειρά μας να μπορέσουμε να ζήσουμε.

(3)Ένα τρίτο σχήμα στα γραπτά του Παύλου είναι αυτό του Χριστού Νικητού, αυτού που «ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν» (Εφ. 4:8), συνέτριψε την αμαρτία και τον θάνατο στην κοσμική αντιπαράθεση. Αυτή είναι η αντίληψη της σωτηρίας η οποία αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως από τον αγ. Ειρηναίο της Λυών και επανατονίσθηκε τον εικοστό αιώνα από τον Gustav Aulen στο κλασσικό του έργο Χριστός Νικητής.

(4)Υπάρχει όμως ένα άλλο σωτηριολογικό σχήμα το οποίο είναι ίσως ακόμη πιο κεφαλαιώδες για τον απ. Παύλο συγκριτικώς με τα σύμβολα του Πασχαλινού Αμνού, του Λύτρου, και του Χριστού Νικητού: αυτό είναι η ιδέα της σωτηρίας μέσω της μεθέξεως ή της συμμετοχής. Δεν θα πρέπει να λέμε μόνο «ο Χριστός υπέρ ημών» (όπως στα σχήματα της θυσίας και της υποκαταστάσεως): χρειάζεται ακόμη να λέμε «ο Χριστός εν ημίν, μέσα μας». Σ’ αυτήν την τέταρτη προσέγγιση στη σωτηρία θα επιθυμούσα να επιμείνω σήμερα.

Συνοψίζεται περιεκτικά στο Β’ Κορ. Β:9: «γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι’ υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε». Και αλλού ο απόστολος Παύλος αναπτύσσει την ιδέα με όρους ανόδου και καθόδου: η κατάβαση του Χριστού στην πεπτωκυία μας κατάσταση καθιστά δυνατή την άνοδό μας στην ουράνια βασιλεία (Φιλ. 2:5-11).

Ας επιχειρήσουμε να εξερευνήσουμε την εσωτερική λογική αυτού του τέταρτου σωτηριολογικού σχήματος. «Το όμοιο αγιάζεται από το όμοιο», όπως το εκφράζει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος στην αντίκρουση του Απολλιναρίου: «το απρόσληπτον αθεράπευτον», το μη προσλαμβανόμενο είναι αθεράπευτο. Ο Κύριος μας σώζει γινόμενος ό,τι είμαστε, συμμετέχοντας ολοκληρωτικώς στην «πτωχεία» της πεπτωκυίας μας καταστάσεως, καθιστώντας μας ικανούς έτσι να μοιραζόμαστε τα «πλούτη» της θείας Του ζωής. Μ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει μία αμοιβαία ανταλλαγή: ο Θεός παίρνει την ανθρωπότητά μας και σε ανταπόδοση δίνει σ’ εμάς συμμετοχή στην αιωνίαν Του δόξαν. Θεμελιώδης σ’ αυτήν την αντίληψη της σωτηρίας είναι η ιδέα της αλληλοπεριχώρησης: ο Χριστός κατοικεί μέσα μας (Γαλ. 2:20) κι εμείς με τη σειρά μας κατοικούμε μέσα στον Χριστό. Η φράση εν Χριστώ είναι απολύτως ουσιώδης στη σωτηριολογία του αποστόλου Παύλου. Δεν είναι απλώς μόνον μία παρομοίωση, αλλά απαιτείται να της δοθεί πλήρης οντολογική αξία.

Ο απόστολος Παύλος παρέχει αυτό το δόγμα της σωτηρίας μέσω της συμμετοχής σε μία σταθερή μυστηριακή βάση: συμμετέχουμε στη σωτηρία μέσω του Βαπτίσματος και της Θείας Κοινωνίας. Μέσω του Βαπτίσματος ο Χριστιανός «ενδύεται» τον Χριστό (Γαλ. 3:27)· να βαπτιστεί κανείς σημαίνει να συνενωθεί απευθείας με τον Χριστό στον θάνατο και την ανάστασή Του (Ρωμ. 6:4-10). Παρομοίως η Θεία Κοινωνία είναι μία αληθινή «κοινωνία» του Σώματος και του Αίματος του Χριστού (Α’ Κορ. 10:16). Για ακόμη μία φορά θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε τα λεγόμενα του Παύλου εδώ ως μία απλή παρομοίωση ή λογοτεχνική επινόηση· η γλώσσα του χρειάζεται να ερμηνευθεί με έναν μυστικό ρεαλισμό, όπως γίνεται π.χ. από τον αγ. Νικόλαο Καβάσιλα στο έργο του η εν Χριστώ Ζωή.

Η έμφαση του αποστόλου Παύλου στην αμοιβαία συμμετοχή και αλληλοπεριχώρηση σημαίνει πως η σωτηρία δεν πρέπει να γίνει κατανοητή απλώς με έναν δικανικό ή νομικίστικο τρόπο, ως ένας εξωτερικός «καταλογισμός» δικαιοσύνης, αλλά με οργανικούς και θεραπευτικούς όρους. Η σωτηρία είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία μεταβολή της νομικής θέσεώς μας ενώπιον του Θεού. Σημαίνει μάλλον μία συνολική μεταμόρφωση, μία πρωταρχική αλλαγή στη βαθύτερή μας ύπαρξη σε κάθε επίπεδο.

Στην Καινή Διαθήκη αυτή η «συμμετοχική» σωτηριολογία δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Είναι επίσης κυρίαρχο θέμα μέσα στα Ιωάννεια κείμενα. Ο Χριστός ο Θεάνθρωπος είναι η κλίμακα μεταξύ γης και ουρανού (Ιω. 1:51), η θύρα διαμέσου της οποίας εμείς οι άνθρωποι περνάμε ελεύθερα (10:7). Η γνώση του Πνεύματος του Θεού πηγάζει μέσα από την αλληλοπεριχώρηση: «υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν έσται» (14:17). Ο Χριστός είναι η άμπελος κι εμείς τα κλήματα: «μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν» (15:4). Όπως ακριβώς ο Χριστός και ο Πατέρας μένουν ο Ένας στον Άλλο, έτσι κι εμείς είμαστε για να μείνουμε στον Χριστό κι Αυτός σ’ εμάς (Ιω. 17:21-23). Για να σωθεί κανείς συνεπώς πρέπει να συμμετέχει στον Θεό κι έτσι να γίνει «όμοιος με Αυτόν» (Α Ιω. 3:2).

Η ιδέα της αμοιβαίας συμμετοχής είναι επίσης κεντρική στην επιχειρηματολογία της επιστολής προς Εβραίους. Όπως ο Αρχιερεύς μας, ο Χριστός, έγινε όπως εμείς «κατά πάντα», «πεπειρασμένον κατά πάντα καθ’ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας», «πειρασθείς σε καθετί όπως εμείς, μόνον δίχα αμαρτίας» και λόγω αυτής της αλληλεγγύης μαζί μας καθίσταται ικανός να προσφέρει μία «θυσία εξιλασμού» για τις αμαρτίες μας (Εβρ. 2:11, 17-18, 4:15). Η ίδια αντίληψη της σωτηρίας μέσω της συμμετοχής υποδηλώνεται στην δυνατή φράση της Β’ Πέτρου 1:4 «κοινωνοί θείας φύσεως».

Αυτό το Παύλειο μήνυμα της σωτηρίας μέσω της αλληλοπεριχώρησης και της ανταλλαγής έλκει την προσοχή και αναπτύσσεται στην Ελληνική Πατερική παράδοση. Μέσα από πολλά πιθανά παραδείγματα θα ήταν αρκετό να παραθέσουμε τρία. «Μέσα στην άπειρη αγάπη Του», γράφει ο αγ. Ειρηναίος, «έγινε αυτό που είμαστε, ώστε να μπορέσει να μας κάνει να γίνουμε αυτό που είναι Αυτός». Ο αγ. Αθανάσιος εκφράζει την ίδια αλήθεια ακόμη πιο ευθέως στην πασίγνωστη φράση, «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», «Έγινε άνθρωπος ώστε να μπορέσουμε να γίνουμε θεοί». Η ενανθρώπηση του Θεού κάνει δυνατή την θέωση του ανθρώπου.

Παίρνει στον εαυτό Του αυτό που είναι δικό μας και σε αντάλλαγμα μας δίνει αυτό που είναι δικό Του, ώστε να γίνουμε κατά χά¬ριν αυτό που είναι ο Θεός κατά φύσιν, γενόμενοι υιοί εν τω Υιώ. Με τα λόγια του αγ. Μαξίμου του Ομολογητού. «Αγγίζουμε το θείον στον ίδιο βαθμό που ο Λόγος του Θεού, εκ θελήσεως εκκενώνοντας Εαυτόν από την δική Του μεγαλοπρεπή δόξα, έγινε αληθώς άνθρω¬πος». Αυτό ονομάζει ο Lars Thunberg σχήμα tantum-quantum. Θεός και άνθρωπος γίνονται παραδείγματα ο ένας του άλλου.

Καθώς επιμένει η Ελληνική Πατερική παράδοση μ’ αυτόν τον τρόπο στην πλήρη αλήθεια της συμμετοχής μας στον Θεό, την ίδια στιγμή δημιουργεί μία πολύ σπουδαία επιφύλαξη. Συμμετέχουμε στις άκτιστες ενέργειες του Θεού αλλά όχι στην υπερφυσική ουσία Του, Αυτή η διάκριση εν ενότητι μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού εκφράζεται κατ’ εξοχήν από τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά τον δέκατο τέταρτο αι., αλλά σε λιγότερο αναπτυγμένη μορφή βρίσκεται πολύ ενωρίτερα, για παράδειγμα, στους Καππαδόκες Πατέρες, στα Αρεοπαγιτικά γραπτά και στον αγ. Μάξιμο. «Με την πληρότητα της ύπαρξής μας» γράφει ο αγ. Μάξιμος, «συνενούμεθα πλήρως στην πληρότητα του Θεού, γινόμενοι ο,τιδήποτε είναι ο Θεός εκτός από την ταυτότητα της ουσίας» έχουμε «μία και την αυτή ενέργεια» με τον Θεό, αλλά όχι μία ουσία. Έτσι συνεπεία αυτής της διακρίσεως ουσίας-ενεργειών, το ενυπάρχον και το υπερφυσικόν του Θεού είναι και τα δύο κατά το ίδιο μέτρο διασφαλισμένα. Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε μία γνήσια μυστική ενότητα μεταξύ Θεού και του ανθρωπίνου προσώπου, ενώ την ίδια στιγμή αποφεύγουμε τον πανθεϊσμό. Έχουμε γίνει ένα με τον ζώντα Θεό και όμως Αυτός παραμένει ο ολότελα Άλλος- γινόμεθα θεοί κατά χάριν και θέσιν -αλλά όχι κατά φύσιν.

Υπογραμμίζοντας αυτήν τη «συμμετοχική» σωτηριολογία, κατά το ίδιο μέτρο στον απ. Παύλο και στους Έλληνες Πατέρες, υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις:

Πρώτον, μόνον ο Θεός μπορεί να σώζει. Σωτηρία και νέα ζωή πηγάζουν από τον ίδιο τον Θεό, όχι από κάποιο δημιουργημένο ενδιάμεσο. Ένας προφήτης δεν μπορεί να είναι ο Σωτήρας του κόσμου ο θάνατος ενός απλού ανθρώπου δεν καταστρέφει τον θάνατο. Εφόσον η σωτηρία είναι μία θεϊκή πράξη, ο Σωτήρας Χριστός πρέπει να είναι συνεπώς «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», με τις λέξεις του Συμβόλου της Πίστεως της Νίκαιας. Όπως το θέτει ο απ. Παύλος, «Θεός ήν εν Χριστώ, κόσμον καταλλάσσων εαυτώ» (Β’ Κορ. 5:19). Επειδή ο Χριστός είναι Θεός, η πράξη καταλλαγής του Χριστού είναι πράξη του Θεού· διαφορετικά καμμία καταλλαγή δεν θα μπορούσε να συμβεί.

Δεύτερον, η σωτηρία πρέπει να φτάσει στο σημείο της ανάγκης του ανθρώπου. Το μη προσλαμβανόμενο είναι αθεράπευτο μόνον επειδή ο Σωτήρας Χριστός μετέχει πλήρως και ολοκληρωτικώς στην ανθρώπινη φύση μας, μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να συμμετέχουμε σε αυτό που κάνει Αυτός για μας ως Θεός. Η «συμμετοχική» σωτηριολογία απαιτεί ο Σωτήρας Χριστός να «κενώσει εαυτόν, λαμβάνοντας δούλου μορφήν, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλ. 2:7).

Καθώς ο συγγραφέας της επιστολής προς Εβραίους επιμένει, χρειαζόμαστε έναν Αρχιερέα ο οποίος μπορεί «συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών» (Εβρ. 4:15).

Μ’ αυτόν τον τρόπο η «συμμετοχική» σωτηριολογία έχει ως άμεση συνέπειά της την διπλή πληρότητα που επικυρώθηκε στον Όρο της Χαλκηδόνος. Ως Σωτήρας μας, ο Ιησούς Χριστός είναι «όλος εν Θεότητι και πλήρης εν ανθρωπότητι… ομοούσιος με τον Πατέρα κατά την Θεότητα, και αδιαίρετος στην ουσία με εμάς κατά την ανθρωπότητα». Μεταξύ του απ. Παύλου και της Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου υπάρχει μία ξεκάθαρη και ευθεία σύνδεση.

(ΣΤ΄ Παύλεια. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Ι. Μ. Βεροίας, σ. 310-315).