Οι έννοιες του θεσμού και του χαρίσματος
13.05.2011
Οι έννοιες του θεσμού και του χαρίσματος διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Ο θεσμός γεννιέται πάντοτε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Υπόκειται σε τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς και εξαρτάται από αυτούς. Το χάρισμα έχει υπερβατική φύση και προέλευση. Δεν υπόκειται σε τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς και μπορεί να παραμένει ανεξάρτητο από αυτούς. Με την φανέρωσή του όμως μέσα στον χώρο και τον χρόνο το χάρισμα προσεγγίζει τον θεσμό η και προσλαμβάνει τον θεσμό για την ιστορική διατήρησή του. Παραταύτα το χάρισμα παραμένει τοπικά και χρονικά απεριόριστο, αλλά και ουσιαστικά αχώρητο σε οποιονδήποτε θεσμό.
Ο Χριστός παρουσίασε την χάρη του Θεού μέσα στον κόσμο και την ιστορία· έφερε την χάρη μέσα στην φύση, το άκτιστο μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η χάρη αυτή προσφέρεται στον άνθρωπο με την Εκκλησία, η οποία υπάρχει μέσα στον κόσμο ως «θεσμός». Ταυτόχρονα όμως η Εκκλησία είναι «κοινωνία της θεώσεως». Τα δύο αυτά φαίνονται αντιφατικά. Η κοινωνία της θεώσεως είναι από την φύση της χαρισματική, ενώ ο θεσμός είναι κτιστό κατασκεύασμα. Η χαρισματική κοινωνία δεν περιορίζεται σε θεσμούς. Αλλά η διατήρησή της στην ιστορία επιβάλλει την θεσμοποίησή της. Έτσι δημιουργείται η ανάγκη της συνθέσεως θεσμού και χαρίσματος η της θεσμοποιήσεως του χαρίσματος.
Η Εκκλησία λειτουργεί μέσα στην ιστορία ως «χαρισματικός θεσμός»· ως θεσμοποιημένη χαρισματική κοινωνία η «κοινωνία της θεώσεως». Ο θεσμός και το χάρισμα συνυπάρχουν εξαρχής στην Εκκλησία. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα λεπτό, και απαιτεί μεγάλη διάκριση και λεπτούς χειρισμούς για την σωστή προσέγγιση και διαφύλαξή του. Και το χρέος των πιστών, ειδικότερα μάλιστα των ποιμένων της Εκκλησίας, είναι να διατηρούν την ισορροπία μεταξύ θεσμού και χαρίσματος, και να αποφεύγουν την διολίσθηση προς την μία η την άλλη πλευρά, ώστε να διασφαλίζεται η αρμονική συλλειτουργία τους.
Ήδη από την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης εκπρόσωποι του θεσμού ήταν οι ιερείς και του προσωπικού χαρίσματος οι προφήτες. Το ίδιο σχεδόν παρατηρείται και στην Εκκλησία. Οι ιερείς έχουν το θεσμοποιημένο χάρισμα που μεταδίδεται με την χειροτονία, αλλά υπάρχουν και οι χαρισματούχοι με τα προσωπικά τους μη θεσμοποιημένα χαρίσματα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει καθόλου ότι οι ιερείς περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο στο θεσμοποιημένο χάρισμα, ούτε ότι οι μη χειροτονημένοι χαρισματούχοι δεν έχουν σχέση με το χάρισμα αυτό. Άλλωστε ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας, ολόκληρος ο λαός του Θεού, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, συνιστούν το «βασίλειον ιεράτευμα», που ανήκει στον θεσμό της Εκκλησίας και έχει χαρισματικό χαρακτήρα και ιεραποστολικό προορισμό[1]. Κοινή πηγή όλων των χαρισμάτων και των θεσμών της Εκκλησίας είναι το Άγιο Πνεύμα: «Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον· βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί…όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας»[2].
Με την θεσμοποίηση και την τυποποίηση του χαρίσματος, αλλά και γενικότερα της χριστιανικής αλήθειας και ζωής, δημιουργούνται και σοβαρά προβλήματα. Η αλήθεια που αποτυπώνεται σε θεσμούς και προσφέρεται με ανθρώπινα μέσα και σχήματα περιορίζεται ως ένα βαθμό από αυτά, η και ταυτίζεται από ορισμένους με αυτά. Εξάλλου η ζωή που εκδιπλώνεται μέσα σε θεσμούς χάνει ως ένα βαθμό την αμεσότητα και την ελευθερία της. Έτσι όμως μπορεί εύκολα να παρεμποδιστεί η προκοπή των πιστών στην εν Χριστώ ελευθερία, η και να προκληθεί αλλοίωση του πνεύματος του Χριστιανισμού.
Ο μονομερής τονισμός του θεσμού καλλιεργεί τον ευσεβισμό, ενώ ο αποκλειστικός περιορισμός σε αυτόν οδηγεί εύκολα στον φονταμενταλισμό. Από την άλλη πλευρά ο μονομερής τονισμός του χαρίσματος δημιουργεί προβλήματα ενότητας στην ζωή της Εκκλησίας, ενώ η αποκλειστική αναφορά σε αυτό οδηγεί στις «χαρισματικές αιρέσεις». Το χάρισμα έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για την ζωή της Εκκλησίας. Η απουσία του ακυρώνει το έργο της. Αλλά και ο θεσμός έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για την διατήρηση της Εκκλησίας. Χωρίς αυτόν φαλκιδεύεται η ιστορική επιβίωσή της. Μόνο με την αρμονική συνύπαρξη και συλλειτουργία του θεσμού και του χαρίσματος διασφαλίζονται η αλήθεια και η ζωή της Εκκλησίας.
Σε μια περίοδο υπερτονισμού των εκκλησιαστικών θεσμών, όπως ήταν ο ενδέκατος αιώνας, ο τρίτος κατά χρονολογική σειρά θεολόγος της Εκκλησίας μας, ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αλλά και ακολούθως ο μαθητής του Νικήτας ο Στηθάτος πρόβαλαν με έμφαση τον χαρισματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας τείνοντας ως την αμφισβήτηση της αξίας των καθιερωμένων θεσμικών φορέων, όταν αυτοί δεν διαθέτουν το αντίστοιχο χάρισμα. Ειδικότερα ο Νικήτας Στηθάτος συνδέοντας κάθε βαθμίδα θεσμικής διακρίσεως στην εκκλησιαστική ιεραρχία με χαρισματική διάκριση, και αμφισβητώντας την αξία της, όταν αυτή δεν συμβαδίζει με την αντίστοιχη χαρισματική διάκριση, γράφει: «Ο γουν εν επιστήμη γεγονός των τοιούτων, ούτος, ως έφθην ειπών, ιεράρχης, ούτος επίσκοπος αληθής, καν μη παρά των ανθρώπων επίσκοπος και ιεράρχης κεχειροτόνηται…Ο δε γε τούτων αμύητος…ψευδώνυμος όντως, καν τη χειροτονία μέγα φρονή και τω αξιώματι των άλλων απάντων υπερκαθέζηται και καταμωκάται τούτων και κατεπαίρεται»[3].
Εδώ, όπως γίνεται φανερό, ο θεσμός συνδέεται σε τέτοιον βαθμό με το χάρισμα, ώστε, όταν αυτό λείπει, ο φορέας να καταντά ψευδώνυμος. Έτσι ο κληρικός οποιουδήποτε βαθμού, που δεν διαθέτει το ανάλογο για τον ιερατικό βαθμό του χάρισμα, χαρακτηρίζεται ως «ψευδώνυμος», έστω και αν έχει την κανονική θεσμική χειροτονία. Ακόμη τολμηρότερη μπορεί να χαρακτηριστεί η θέση του ότι, αυτός που διαθέτει το απαιτούμενο για κάποια ιερατική βαθμίδα χάρισμα, έχει και το αξίωμα της βαθμίδας αυτής, έστω και αν δεν έλαβε από τους ανθρώπους την θεσμική αυτή διάκριση. Μέσα στην προοπτική αυτή τοποθετεί ο Στηθάτος και την σύσταση του Αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο: «Μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου»[4]. Η αμέλεια δηλαδή του χαρίσματος από το πρόσωπο, που κατέχει κάποια θεσμική θέση μέσα στην Εκκλησία, φαλκιδεύει την θεσμική του ιδιότητα. Αλλά και από την σύσταση αυτή του Αποστόλου Παύλου γίνεται προφανής η άμεση σχέση του προσωπικού με το θεσμοποιημένο χάρισμα.
Εξάλλου ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνδέει άρρηκτα τον θεσμό με την αλήθεια. Η Εκκλησία, λέει, αποτελεί κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου, «στύλον και εδραίωμα της αληθείας»[5]. Αυτό σημαίνει ότι η μετοχή στην Εκκλησία είναι και μετοχή στην αλήθεια· είναι σύνδεση και κοινωνία με την άκτιστη και θεοποιό χάρη της Εκκλησίας.Όποιος λοιπόν ανήκει στην Εκκλησία, συμφωνεί με την αλήθεια. Και όποιος δεν συμφωνεί με την αλήθεια, δεν ανήκει στην Εκκλησία: «Οι της του Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί· και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισίν»[6]. Όταν ο άνθρωπος διακόπτει την σχέση του με την αλήθεια, διακόπτει και την σχέση του με την χάρη του Θεού, οπότε παύει και να είναι μέλος της Εκκλησίας.
Στον θεσμό υπάρχει ο άνθρωπος ως εντεταγμένο άτομο. Στο χάρισμα προβάλλει ως ελεύθερο πρόσωπο, ως υπόσταση. Για την ιστορική πραγματικότητα είναι απαραίτητα και τα δύο· και ο θεσμός και το χάρισμα. Με την συνύπαρξή τους διασφαλίζεται η αλήθεια και η διαχρονική της παράδοση. Αυτό όμως επιβάλλει διαρκή φροντίδα για την διατήρηση της ισόρροπης ενότητας θεσμού και χαρίσματος. Και για να μη συνθλίβεται ο άνθρωπος στον θεσμό ως άτομο, αλλά να μπορεί να ανοίγεται ως πρόσωπο στην ελευθερία του Πνεύματος, πρέπει να μη προσκολλάται στο αισθητό, αλλά να προχωρεί στο υπεραισθητό· να ανάγεται από τον θεσμό στην χάρη.
Η σύνδεση θεσμού και χαρίσματος μπορεί να παραβληθεί με το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Και η αναγωγή από τον θεσμο στην χάρη μπορεί να παραλληλιστεί με την αναγωγή από την θεώρηση του Χριστού ως ανθρώπου στην θεώρησή του ως Κυρίου της δόξας. Η ωρί-μανση του πιστού στην πνευματική ζωή συμβαδίζει με την βαθμιαία μετάβασή του από το επίπεδο του θεσμού στο επίπεδο της χάριτος. Αυτό στην πράξη της πνευματικής ζωής βιώνεται ως μετάβαση από την πειθαρχία στην ελευθερία, από το γράμμα στο πνεύμα.
Η σύνδεση θεσμού και χαρίσματος, όπως και η αναγωγή από τον θεσμό στην χάρη προκαλεί και μπορεί εύκολα να σκανδαλίσει τον ανθρώπινο νου που παραμένει προσηλωμένος στα αισθητά, όπως προκάλεσε και σκανδάλισε τους Ιουδαίους η μετάβαση του Χριστού και της Εκκλησίας του από τον νόμο στην χάρη. Ο νόμος, που αποτελεί σκια της αλήθειας, «εδόθη» δια του Μωυσέως, για να τηρηθεί. Η χάρη, που είναι η ίδια η αλήθεια, δεν δόθηκε με κάποιον εδιάμεσο τρόπο η με κάποιον μεσολαβητή, αλλά «εγένετο», δηλαδή φανερώθηκε άμεσα στο πρόσωπο του Χριστού, για να βιωθεί: «Ο νόμος δια Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο»[7].
Ο νόμος ως θεσμός δεν αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως πρόσωπα αλλά ως άτομα· επιβάλλει σε όλους αδιακρίτως κανόνες για υποταγή και συμμόρφωση. Ακόμα και οι εξειδικεύσεις του έχουν απρόσωπο χαρακτήρα. Το χάρισμα διακρίνει τους ανθρώπους προσωπικά· διανοίγει στον καθένα τον χώρο της προσωπικής ελευθερίας. Με το χάρισμα κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο ως φορέας μιας προσωπικά βιωμένης αλήθειας. Στην εν κοινωνία ζωή χρειάζονται και τα δύο· και ο θεσμός και το χάρισμα. Μόνο όταν αυτά συνυπάρχουν και συλλειτουργούν αρμονικά, διαφυλάσσεται η ειρήνη και η διαχρονικότητα στην κοινωνική ζωή.
Για την αρμονική όμως αυτή συνύπαρξη και συλλειτουργία απαιτούνται δύο βασικά πράγματα: α) η διαφύλαξη του θεσμού από την αυθαιρεσία του ανθρώπου, και β) η προάσπιση της μοναδικότητας του ανθρώπου από την γενικότητα του θεσμού. Το πρώτο μπορεί να πραγματοποιηθεί, χωρίς να παραβλάψει το δεύτερο, με την θετική αξιοποίηση της γενικότητας του θεσμού. Ο θεσμός απαιτεί πειθαρχία και συμμόρφωση. Η θετική αξιοποίησή του στην πνευματική ζωή γίνεται, όταν η πειθαρχία μεταβάλλεται σε ελεύθερη υπακοή και συμμόρφωση. Βασική επιδίωξη άλλωστε της χριστιανικής ασκήσεως είναι η καταπολέμηση της φιλαυτίας, που περνάει μέσα από την κένωση του ανθρώπου, δηλαδή μέσα από τον αφανισμό του ατομισμού του. Έτσι γίνεται δυνατή και η ανάδειξή του σε πρόσωπο «κατ̉ εικόνα και καθ̉ ομοίωσιν» Θεού. Το δεύτερο μπορεί να πραγματοποιηθεί, χωρίς να υποσκάψει το πρώτο, με την ανάδειξη της καθολικότητος του προσώπου· με την κενωτική ανύψωσή του σε παγκόσμιο άνθρωπο, σε φορέα του πανανθρώπινου είναι[8].
Η χριστιανική ζωή στο σύνολό της, ως θεσμός και ως χάρη, είναι ένα μυστήριο. Είναι το μυστήριο της ενανθρωπήσεως, βιούμενο σε αντίστροφη κατεύθυνση ως μυστήριο της θεώσεως του ανθρώπου. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο θεό. Το μυστήριο αυτό φανερώνεται και βιώνεται μέσα στον θεσμό της Εκκλησίας, αλλά υπερβάλλει κάθε θεσμό, όπως και την ίδια την Εκκλησία ως θεσμό, γιατί ανάγεται στη Βασιλεία του Θεού. Αυτό δεν μειώνει καθόλου τον θεσμό και την αξία του στην ζωή της Εκκλησίας ούτε δικαιολογεί τον αποκλειστικό τονισμό του χαρίσματος. Επιβάλλει όμως τον σταθερό προσανατολισμό στην Βασιλεία του Θεού και την διαρκή μετάβαση από τον θεσμό στην χάρη. Γι᾽ αυτό και όλα, όσα υπάρχουν η συμβαίνουν μέσα στην Εκκλησία, λειτουργούν ως μέσα αναγωγής από τα αισθητά στα νοητά.
Οι θεσμοί της Εκκλησίας έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Αλλά και καθετί που εισάγεται και χρησιμοποιείται μέσα στην Εκκλησία, ακόμα και για πρακτικούς λόγους, προσλαμβάνει και συμβολικό χαρακτήρα. Όλα δηλαδή αυτά υπάρχουν καθεαυτά, αλλά και παραπέμπουν σε πράγματα έξω από αυτά. Διαφωτιστική για το θέμα αυτό είναι η ακόλουθη παρατήρηση του αγίου Νικολάου Καβάσιλα για τις καθιερωμένες λατρευτικές πράξεις και κινήσεις της θείας Λειτουργίας: «Και γίνεται έκαστον της χρείας ένεκα της ενισταμένης, σημαίνει δε και τι των του Χριστού έργων, η πράξεων, η παθών»[9]. Το σύμβολο παραπέμπει στο συμβολιζόμενο. Αυτό σημαίνει ότι το σύμβολο, ενώ κινείται στο επίπεδο των αισθητών, δεν εξαντλείται σε αυτό, αλλά γίνεται μέσο αναγωγής σε άλλο επίπεδο. Με το σύμβολο βοηθείται ο πιστός να αναχθεί από τα αισθητά στα νοούμενα, από τον θεσμό στην χάρη. Αυτό επιδιώκει η πνευματική ζωή. Και η αποκορύφωση της πνευματικής ζωής πραγματοποιείται με την κατάργηση του συμβόλου και την φανέρωση της χάριτος.
Ο αποκλειστικός τονισμός του χαρίσματος είναι γνωστός ήδη από τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της Εκκλησίας. Κατά τους νεώτερους χρόνους το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται ιδιαίτερα στο πλαίσιο του Προτεσταντισμού με τις διάφορες χαρισματικές του κινήσεις (Κουάκεροι, Πεντηκοστιανοί κ.α.). Άλλωστε και στο σύνολό του ο Προτεσταντισμός χαρακτηρίζεται για την τάση του παραμερισμού των θεσμών και των συμβόλων και την άμεση αναφορά στην χάρη. Η τάση όμως αυτή για βίωση της χάριτος χωρίς την μεσολάβηση θεσμού, χωρίς εκκλησιαστική υπακοή και άσκηση, από την μία πλευρά διαλύει την ενότητα των πιστών και την θρησκευτική τους ζωή, όπως βεβαιώθηκε ιστορικά στον χώρο του Προτεσταντισμού, ενώ από την άλλη ανοίγει τον δρόμο προς τον αντινομισμό η ακόμα και προς τον διαλεκτικά αντίθετό του ευσεβισμό.
Ο ευσεβισμός, ως περιορισμός στον τύπο και τον θεσμό, υποβιβάζει ουσιαστικά τον Χριστιανισμό σε ηθική η κοινωνική διδασκαλία και αντιμετωπίζει τον Χριστό ως ηθικοδιδάσκαλο η κοινωνικό αναμορφωτή. Μια τέτοια όμως θεώρηση θέτει σε δεύτερη βαθμίδα το χριστιανικό δόγμα, χωρίς ίσως να το αρνείται η να το αμφισβητεί απευθείας, και προβάλλει ως ουσιωδέστερη αλήθεια του Χριστιανισμού την ηθική η την κοινωνική του διδασκαλία. Η θεώρηση αυτή διαστρέφει και παραμορφώνει τον Χριστιανισμό, όπου το δόγμα και το ήθος, η αλήθεια και η ζωή αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου πράγματος.
Από την άλλη πλευρά ο φονταμενταλισμός ειδωλοποιεί την αλήθεια. Δεν μεταφέρεται από τους θεσμούς και τα τα σχήματα στην αλήθεια, αλλά ταυτίζει τους θεσμούς και τα σχήματα με την αλήθεια. Και ο κίνδυνος αυτός γίνεται ενδημικός ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεως, κατά τις οποίες οι άνθρωποι αισθάνονται εντονότερη την ανάγκη να βεβαιωθούν με κάποια αναμφισβήτητα εξωτερικά στηρίγματα της αλήθειας. Έτσι εύκολα ο θρησκευτικός θεσμός, το δόγμα η το σύμβολο αντικειμενοποιείται και εκλαμβάνεται ως καταφύγιο ασφαλείας, ενώ η αλήθεια αποχωρίζεται από τη ζωή, κατακερματίζεται και απονεκρώνεται.
Βέβαια ο φονταμενταλισμός δεν παρουσιάζεται μόνο στην περιοχή της θρησκευτικής ζωής. Εμφανίζεται συχνά στην πολιτική, την κοινωνική, την πολιτισμική η και σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της ανθρώπινης ζωής. Όπου όμως και αν εμφανιστεί, παρουσιάζεται με θρησκευτική απολυτότητα. Απολυτοποιεί το σχετικό και βλέπει το απόλυτο εντεύθεν των ορίων της φθοράς και του θανάτου. Με τον τρόπο αυτόν αφαιρεί από τον άνθρωπο την προοπτική της αιωνιότητας και τον εγκλωβίζει στην εγκοσμιότητα· τον αποξενώνει από την ζωή του Πνεύματος και τον υποδουλώνει στην υλική αναγκαιότητα.
Η ζωή του Πνεύματος είναι ζωή αλήθειας · είναι επέκταση προς την άκτιστη ζωή και την αληθινή ελευθερία. Και η γεύση της ζωής και της ελευθερίας αυτής δεν είναι ούτε εύκολη ούτε ανώδυνη, όσο ο άνθρωπος ζει υπό το κράτος της φθοράς και του θανάτου. Η απόσταση που χρειάζεται να διανυθεί από τους τύπους και τα σύμβολα ως την γεύση της ζωής του πνεύματος και της αλήθειας είναι τεράστια και διανύεται με σκληρό αγώνα και πόνο από λίγους. Όταν όμως αυτή βιώνεται, τότε αναδεικνύεται πληρέστερα και ο προσωπικός η υποστατικός χαρακτήρας της.
Προϋπόθεση για την βίωση και εφαρμογή της χριστιανικής αλήθειας, της αλήθειας του Χριστού, είναι η απόλυτη πίστη στον Χριστό ως Θεάνθρωπο· η πίστη στην παρουσία του Ακτίστου μέσα στην κτίση και της προσλήψεως του κτιστού από τον Άκτιστο. Και η πίστη αυτή θεμελιώνεται τελικά στην προσωπική εμπειρία[10], που προϋποθέτει ταπείνωση, αυταπάρνηση και άσκηση. Αν δεν ταπεινωθεί ο άνθρωπος και δεν απαρνηθεί τον εαυτό του, αν δεν αυτοσμικρυνθεί και δεν ενταχθεί στην οδό των εντολών, δεν μπορεί να ζήσει τον Χριστό ως Θεό και να τον ακολουθήσει[11]. Όταν όμως απαρνηθεί τον εαυτό του και ακολουθήσει τον Χριστό, τότε ζει με τρόπο πολύ διαφορετικό μέσα στον κόσμο.
Η εναρμόνιση θεσμού και χαρίσματος πραγματοποιείται στην ζωή της Εκκλησίας με μία άλλη σπουδαία μεταβλητή, την ευταξία. Ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τους Κορινθίους:«Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω»[12]. Εξάλλου στην επιστολή του προς τους Χριστιανούς των Κολοσσών εκφράζει την χαρά του, γιατί βλέπει «την τάξιν και το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεώς» τους[13]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος υπογραμμίζει την κεντρική θέση της ευταξίας στην ομαλή λειτουργία της Εκκλησίας. Όλοι, λέει ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο[14], αποτελούμε ένα σώμα εν Χριστώ, και ο καθένας είμαστε μέλη του Χριστού και ο ένας του άλλου. Το ένα μέλος προΐσταται και κατευθύνει, ενώ το άλλο ακολουθεί και κατευθύνεται. Δεν κάνουν και τα δύο το ίδιο πράγμα, αλλά γίνονται και τα δύο ένα, συναρμολογούμενα και συνενούμενα από το ίδιο Πνεύμα στον ένα Χριστό. Με τον τρόπο αυτόν εκπληρώνεται και σκοπός της τελικής μεταβλητής, την οποία επισημαίνει πάλι ο Απόστολος Παύλος: «Πάντα προς οικοδομήν γινέσθω»[15].
Η ευταξία προϋποθέτει διακρίσεις και διαβαθμίσεις. Αυτό σημαίνει αποδοχή και τακτοποίηση ανισοτήτων μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, όπου κεφαλή είναι ο Χριστός. Ο αυτοχαρακτηρισμός όμως του Χριστού ως διακόνου και όχι ως διακονουμένου[16], υποδεικνύει την βαθύτερη έννοια των εκκλησιαστικών διαβαθμίσεων. Αν η ίδια η κεφαλή διακονεί όλους, τότε και το κάθε μέλος του σώματος καλείται να διακονήσει το σώμα σε βαθμό ανάλογο προς την ιεραρχική του βαθμίδα. Η ανύψωση στην εκκλησιαστική ιεραρχία είναι άνοδος προς τα κάτω· είναι προσέγγιση στην κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, τον Χριστό, που βρίσκεται ως διάκονος στην κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδας των εκκλησιαστικών διαβαθμίσεων[17].
Αλλά και στο επίπεδο των προοΐσταμένων, όπως και στο επίπεδο των υφισταμένων, υπάρχουν επίσης διαφορές και διαβαθμίσεις. Μολονότι το Πνεύμα είναι ένα, τα χαρίσματα, όπως και τα δοχεία του Πνεύματος, δεν είναι ίσα. Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι ποικίλα, και στον καθένα δίνεται διαφορετικό χάρισμα. Ο καθένας καλείται με ταπείνωση και διάκριση να κινείται μέσα στα όριά του. Η ευταξία αυτή και η ειρήνη τηρούνται με την ταπείνωση και την μετριοφροσύνη κατά το πρότυπο «του πράου και ταπεινού τη καρδία» Χριστού[18]. Έτσι η ευταξία στην ομαλή λειτουργία των θεσμών συνδέεται με την υπευθυνότητα του προσώπου. Αλλά και τα χαρίσματα της προφητείας υποτάσσονται στα πρόσωπα των προφητών, ενώ ο Θεός που τα παρέχει δεν είναι Θεός ακαταστασίας αλλά ευταξίας και ειρήνης[19].
Ιδαίτερα σημαντική για το θέμα μας είναι και η πατρική ιδιότητα του Χριστού, που προαγγέλλεται ήδη στην Παλαιά Διαθήκη[20], αλλά λησμονήθηκε σχεδόν στην νεώτερη θεολογία. Ο Χριστός δεν είναι μόνο ο νέος Αδάμ, ο καινός άνθρωπος, αλλά και ο πατέρας των πιστών. Από τον πατέρα Χριστό, σημειώνει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο, «πάσα πατριά εν τω της Εκκλησίας ονομάζεται πληρώματι»[21]. Από τον Χριστό δηλαδή προέρχεται κάθε θεσμική και χαρισματική διάκριση που υπάρχει μέσα στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Έτσι ο θεσμός προσλαμβάνει χαρισματική διάσταση και συνδέεται με την σάρκωση και την προέκταση του Χριστού μέσα στην ιστορία.
Η ενότητα της Εκκλησίας δεν θεμελιώνεται στην επιβολή και την πειθαρχία αλλά στην υπακοή και την διακονία. Οι θεσμοί δεν υπάρχουν για να υποδουλώνουν τα πρόσωπα, αλλά για να τα διακονούν και να τα στηρίζουν. «Το σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το σάββατον»[22]. Τελικά και ο θεσμός και το χάρισμα, που συνυπάρχουν και συλλειτουργούν προς οικοδομήν των πιστών, εστιάζονται στην προσωπική αρχή· συγκεντρώνονται στον Τρισυπόστατο Θεό ως αίτιο και χορηγό, και στην μυριοϋπόστατη ανθρωπότητα ως αποδέκτη και συνεργό.
[1] Βλ. Α΄Πέτρ. 2,9.
[2] Ιδιόμελον Εσπερινού Πεντηκοστής.
[3] Βλ. Νικήτα Στηθάτου, Περί ουρανίου και εκκλησιαστικής ιεραρχίας, στο Π. Χρήστου, Νικήτα Στηθάτου, Μυστικά Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 79.
[4] Α΄ Τιμ. 4,14. Πρβλ. Νικήτα Στηθάτου, ό.π., σ. 77
[5] Αʹ Τιμ. 3,15.
[6] Γρηγορίου Παλαμά, Αναίρεσις γράμματος Ιγνατίου 3, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 627
[7] Iω. 1,17.
[8] Βλ. σχετικά αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς ἐστι, Έσσεξ Αγγλίας 52010, σ. 257. Πρβλ. και Γ. Μαντζαρίδη, Παγκοσμιότητα και παγκοσμιοποίηση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 35-36
[9] Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία θείας Λειτουργίας 1, PG 150,372CD.
[10] Βλ. Ιω. 7,17.
[11] Βλ. Ματθ. 16,24. Πρβλ. Μάρκ.8,34.
[12] Βλ. Ματθ. 20,28.
[13] Κολ. 2,5.
[14] Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, ό.π., σ. 302-303.
[15] Αʹ Κορ. 14,26.
[16] Βλ. Ματθ. 20,28.
[17] Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, ό.π., σ. 302-303.
[18] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 32,18, PG 36,196AB. Πρβλ. Ματθ. 11,29.
[19] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 32,11, PG 36,185D-188A. Πρβλ. Α´ Κορ. 14,32-33.
[20] «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος». Ησ. 9,6.
[21] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,3,18, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 554. Πρβλ. Εφεσ. 3,15.
[22] Μάρκ .2,27.
Πηγή: Σύναξη τχ. 117, σ. 19-26.